Τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου τα καταπράσινα παρχάρια βάφονται μοβ καθώς φυτρώνουν χιλιάδες πανέμορφα κρινάκια colchicum autumnale που αποτελούν προάγγελο του χειμώνα στον Πόντο. Το ανθρώπινο μάτι, σποραδικά, βλέπει και κάποια λευκά κρινάκια, ωστόσο τα μοβ κολχικά του φθινοπώρου κυριαρχούν. Το γεγονός αυτό εκλαμβάνεται ως μήνυμα για επιστροφή στις πόλεις και τα χωριά καθώς ο χειμώνας πλησιάζει.
Οι ντόπιοι τα αποκαλούν βαργκίτ, ντονγκερί ή γκιούζγκιουλου, ενώ εμείς στην Ελλάδα προτιμάμε το όνομα «κρόκος του φθινοπώρου» μια και αυτά τα δύο φυτά μοιάζουν.
Το κολχικό του φθινοπώρου, σύμφωνα με τον βιολόγο-χημικό και καθηγητή Βοτανικής στο Τμήμα Βιολογίας του ΑΠΘ Θωμά Σαββίδη, έλκει το όνομά του από την Κολχίδα του Πόντου, το σημερινό Καρς. Όπως ανέφερε παλαιότερα, ήταν το αγαπημένο της Μήδειας που το είχε στον βοτανικό κήπο της.
Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν αντιληφθεί πως το colchicum autumnale φιλοξενούσε την ουσία κολχικίνη (περιέχεται στους σπόρους, τα άνθη και τους βολβούς του φυτού), ένα εξαιρετικό φάρμακο που σε μικρές δόσεις θεραπεύει την ουρική αρθρίτιδα (ποδάγρα) και τους ρευματισμούς. Πρώτη φορά καταγράφεται ως θεραπευτική ουσία για την ποδάγρα από τον Διοσκουρίδη στο έργο του De Materia Medica. Χρησιμοποιείται από το 1810 και για τη θεραπεία της οξείας ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Σήμερα έχει προστεθεί στη φαρέτρα των γιατρών ως φάρμακο επιπλέον για τη θεραπεία της περικαρδίτιδας, της κολπικής μαρμαρυγής και της νόσου Αδαμαντιάδη-Behçet.
Ταυτόχρονα όμως, η κολχικίνη είναι και τοξική γεγονός που είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Ο Θεόφραστος (περ. 371-287 π.Χ.), μαθητής του Αριστοτέλη, στο έργο του Περί φυτών ιστορία, την περιγράφει ως θανατηφόρο δηλητήριο με καθυστερημένη έναρξη δράσης. Έως σήμερα δεν υπάρχει αντίδοτο και η υπερδοσολογία έχει υψηλή θνησιμότητα.
Το κολχικό στον Πόντο, κάποιες χρονιές, φυτρώνει και στις αρχές της άνοιξης στέλνοντας μήνυμα ότι ήρθε η ώρα για το κότσεμαν, την άνοδο στα παρχάρια του Πόντου.