Πριν από μερικά χρόνια ένας διακεκριμένος στρατηγός των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων είχε πει πως σε μια δεκαετία η Ελλάδα θα έρθει σε πόλεμο με την Τουρκία. Ο στρατηγός εξαφανίστηκε από το προσκήνιο, αλλά η προφητεία του επαληθεύεται εν μέρει.
Η Τουρκία είναι έτοιμη να υποστηρίξει τις παράνομες –σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο– αξιώσεις της, προβάλλοντας σκληρή ισχύ, όμως η Αθήνα νομίζει ότι ελίσσεται για να την αποφύγει.
Στην πραγματικότητα συμβαίνει αυτό που είπε απροκάλυπτα ο υπουργός Εξωτερικών, οι δηλώσεις και οι ενέργειες του οποίου είναι τόσο εκτός πολιτικής λογικής που προκαλούν το ερώτημα αν τις κάνει από αφέλεια και άγνοια, ή σκοπίμως.
Ο κ. Γεραπετρίτης δεν έγινε από κανέναν πιστευτός με όσα ισχυρίστηκε για να δικαιολογήσει τη διαχείριση της υπόθεσης της Κάσου. Με λίγα λόγια, μας είπε πως με τις συνεννοήσεις που έκανε με την τουρκική πλευρά το ερευνητικό πλοίο ολοκλήρωσε τις έρευνές του και η Τουρκία απέσυρε, έτσι χωρίς καμιά ικανοποίηση, τα πέντε πολεμικά πλοία που έστειλε στην περιοχή.
Ο υπουργός Εξωτερικών κλιμάκωσε τις επόμενες ημέρες με αποτυχημένες δηλώσεις. Σε τηλεοπτική εκπομπή ανέφερε: «Αν υπερασπιζόμασταν τα δικαιώματά μας όπως στο παρελθόν [σ.σ. εννοεί το 2020, με το στόλο], θα προέκυπτε κρίση, και αυτό θα οδηγούσε σε υπαναχώρηση της δικής μας πλευράς. Ενώ τώρα που αποφύγαμε την ένταση κερδίσαμε και δεν οπισθοχωρήσαμε σε τίποτα».
Δεν καταλαβαίνει τι λέει ο υπουργός, ή εθίζει την κοινή γνώμη σε μια νέα πραγματικότητα που αποδέχεται η Αθήνα;
Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό ο κ. Γεραπετρίτης ομολογεί πως οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις θα ηττηθούν αν έρθουν σε αντιπαράθεση με τις τουρκικές. Είναι τρομερό κρατικός αξιωματούχος –και μάλιστα ο υπουργός Εξωτερικών– να κάνει τέτοια ομολογία. Εκτός και αν το κάνει συνειδητά, διότι η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα αποδέχθηκαν τη δορυφοροποίηση της χώρας από την Τουρκία.
Υπάρχει πράγματι μια αισθητή ανισορροπία ισχύος· αλλά αν η κυβέρνηση θέλει να την γνωστοποιήσει στην κοινή γνώμη έχει πολλούς άλλους τρόπους να το κάνει. Όχι διά του υπουργού Εξωτερικών ή άλλου κρατικού αξιωματούχου.
Κλιμάκωσε επίσης θα έλεγα και ο υπουργός Άμυνας τις επόμενες ημέρες, δηλώνοντας πως η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν του επιτρέπει να υπογράψει ούτε μια επιταγή για την ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων. Λεπτομέρεια εν προκειμένω είναι ότι το χρέος έχει φτάσει τα 410 δισ., με όλα σχεδόν τα περιουσιακά στοιχεία του κράτους υποθηκευμένα. Πώς λύθηκε το πρόβλημα με τα μνημόνια δεν γίνεται αντιληπτό. Εκτός και αν η οικονομική –και πολιτική, για να μην έχουμε ψευδαισθήσεις– αποικιοποίηση της χώρας θεωρείται λύση.
Λύση για τις δυτικές δυνάμεις είναι. Η Ελλάδα ως κυρίαρχη χώρα δεν υφίσταται. Οι αντιδράσεις της Αθήνας απέναντι στην Τουρκία το δείχνουν στον στρατιωτικό τομέα. Η οικονομική «αιχμαλωσία» απέναντι στους δανειστές το αποκαλύπτει στον οικονομικό.
Την αρνητική εικόνα για το ισοζύγιο ισχύος Ελλάδας-Τουρκίας την επιδείνωσε με όσα είπε στην κυριακάτικη εκπομπή της διαδικτυακής τηλεόρασης «Ανιχνεύσεις web tv» ο επίτιμος διοικητής της ΑΣΔΕΝ αντιστράτηγος ε.α. Σωτήριος Κωστάκογλου. «Έχουμε το στρατό που θέλουμε να έχουμε» τόνισε επανειλημμένως, υπογραμμίζοντας αφενός τον ξέφρενο εξοπλισμό της Τουρκίας, και μάλιστα με δικά της όπλα, και αφετέρου την επάνδρωση των ελληνικών Ενόπλων δυνάμεων μόλις κατά 30%.
Η παραγωγή δικών της στρατιωτικών μέσων προσθέτει ισχύ σε μια χώρα, πέρα από τα οικονομικά οφέλη που της προσπορίζει.
Υπάρχει μια αδικαιολόγητη και ανεξήγητη εγκατάλειψη του Πολεμικού Ναυτικού και αυτό επισημαίνεται από εν αποστρατεία στελέχη του. Οι παραγγελίες που δόθηκαν δεν είναι καθόλου ικανοποιητικές. «Η Ελλάδα ήταν ιστορικά ένα ναυτικό έθνος και αυτό το χαρακτηριστικό εγκαταλείπεται σταδιακά ενώ έπρεπε να ενδυναμώνεται», γράφει συχνά ο υποναύαρχος ε.α. Δημήτρης Τσαϊλάς.
Χωρίς ναυτικό η Τουρκία δεν αντιμετωπίζεται. Οι πρώτες κινήσεις πριν από τη στρατιωτική κλιμάκωση γίνονται στη θάλασσα και μπορεί να εξαντληθούν σε επακουμβήσεις. Αλλά για να πετύχεις πρέπει να έχεις πλοία. Αυτή τη στιγμή η κατάσταση είναι αρνητική και δεν φαίνεται τίποτε στον ορίζοντα που να δείχνει ότι υπάρχει βούληση να ανατραπεί.
Αντιθέτως, η Τουρκία ναυπηγεί δικά της πολεμικά πλοία, αγοράζει ό,τι της λείπει, και γενικώς υλοποιεί αυτό που είχε πει ο Ερντογάν στην αρχή της θητείας του: «Τα επόμενα 30 χρόνια θα γίνουμε ναυτική δύναμη». Γίνεται σιγά-σιγά και αυτή της η ανάδειξη εκτιμάται από τις ΗΠΑ που πραγματοποίησαν στην Ανατολική Μεσόγειο ναυτική άσκηση με τις τουρκικές δυνάμεις, η οποία δεν ανακοινώθηκε.
Παρά τους εξευτελισμούς που δέχονται οι ΗΠΑ από την Τουρκία –όπως οι κουκούλες που έβαλαν πολίτες σε Αμερικανούς πεζοναύτες στη Σμύρνη–, επιμένουν να θεωρούν τη γειτονική χώρα απαραίτητο σύμμαχό τους στο ΝΑΤΟ.
Οι Αμερικανοί, ευρισκόμενοι σε προφανή αδυναμία, μπορεί να θεωρούν την Τουρκία ως σύμμαχο, αλλά η Τουρκία διασκεδάζει με αυτή την εμμονή της Ουάσινγκτον. Τις προηγούμενες ημέρες η Άγκυρα έκανε αίτηση ένταξης στους BRICS και η αίτησή της θα εξεταστεί το διάστημα 22-24 Οκτωβρίου.
Ο Ερντογάν θεωρεί πως η χώρα του πρέπει να αναπτύξει καλές σχέσεις και με τη Δύση και με την Ανατολή για να μεσολαβεί και να ισχυροποιηθεί.
Η παρουσία της Τουρκίας είναι αισθητή από τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ασία μέχρι τη Μέση Ανατολή και την Αφρική με μια πολυδιάστατη διπλωματία.
Κρίνει τελευταία πως το συμφέρον της στη Λιβύη είναι να αναπτύξει σχέσεις με τον Χαφτάρ και επιδιώκει να το κάνει. Ήταν η Τουρκία που παρενέβη με τα drones και άλλες δυνάμεις και σταμάτησε την προέλαση του Χαφτάρ για την κατάληψη της Τρίπολης. Τώρα μπορεί να αλλάξει στρατόπεδο.
Το ανησυχητικό είναι ότι στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν την ισχυρή ναυτική παρουσία της Τουρκίας και σε αυτήν θα βασιστούν. Όχι στο εγκαταλελειμμένο από άποψη πλοίων και στελέχωσης ναυτικό της Ελλάδας με την ένδοξη ιστορία. Αλλά η ιστορία δεν αρκεί για την επιβίωση ενός λαού. Πρέπει να την σέβεται.
Το πολιτικοοικονομικό κατεστημένο της Ελλάδας ομολογεί ότι ηττήθηκε χωρίς μάχη; Υπάρχει τρόπος να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση;
Η κοινή γνώμη στην Ελλάδα είναι διατεθειμένη να θέσει στον εαυτό της το ερώτημα: Τι θέλουμε να κάνουμε με την Τουρκία; Διότι ένας πόλεμος δεν διεξάγεται από το στρατό, μόνο. Ο στρατός κάνει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Τον πόλεμο τον κάνει το κράτος. Και στο κράτος συμμετέχουν όλοι οι πολίτες.
Τι θέλουμε, λοιπόν;