Διασπαρμένοι σε σχεδόν ολόκληρη την ασιατική Τουρκία ήταν, μέχρι το τέλος του Ιουλίου 1923, οι Έλληνες στρατιωτικοί αιχμάλωτοι κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Ίχνη τους είχαν εντοπιστεί όχι μόνο σε στρατόπεδα, αλλά και σε νοσοκομεία.
Όπως αναφέρει ο αείμνηστος ομότιμος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας Ευστάθιος (Στάθης) Πελαγίδης στο τελευταίο του βιβλίο Μικρασιατική Καταστροφή 1922: Η «ζωή εν τάφω» των Ελλήνων στρατιωτικών αιχμαλώτων (εκδόσεις Ινφογνώμων), σύμφωνα με κατάλογο αιχμαλώτων πολέμου που παρέδωσε η Ερυθρά Ημισέληνος στην εν Κωνσταντινουπόλει αντιπροσωπεία του Ερυθρού Σταυρού, οι Έλληνες στρατιωτικοί αιχμάλωτοι βρίσκονταν στα:
Στρατόπεδα
•Σμύρνης
•Άγκυρας
•Μενεμένης
•Αφιόν Καραχισάρ
•Γιαχτσί Χαν
•Κινάι
•Καράκιοϊ Ικονίου
•Μπαϊρακλί Σμύρνης
•Τορμπαλί
•Ατά Παζάρ
•Επισκευής αυτοκινήτων Προύσης
•Καρά Σεχίρ
•Εσκί Σεχίρ
•Ουσάκ
Νοσοκομεία
•Σμύρνης
•Εσκί Σεχίρ
•Ουσάκ
•Νικομήδειας.
Η πληροφορία εντοπίζεται στο φύλλο της 12ης Αυγούστου 1923 του Ταχυδρόμου Βορείου Ελλάδος. Ωστόσο, όπως επισημαινόταν στην εφημ. Εμπρός στις 20/06/1923, παραρτήματα στρατοπέδων υπήρχαν επίσης στις περιοχές Τάλας (Καππαδοκίας), Μαγνησίας, Αδάνων, Αχμεντί, Κούρκαλα, Αϊδινίου, Σώκια, Αφιόν Καρά Χισάρ, Ουσάκ, Ιενβανλάρ.
Σε στρατόπεδα που είχαν ιδρυθεί κοντά στα ρωσοτουρκικά στρατόπεδα κρατούνταν πολλοί Έλληνες αξιωματικοί. «Μάλιστα, θεωρούνταν ως φονευθέντες ή αποθανόντες, διότι η Ερυθρά Ημισέληνος δεν τους περιέλαβε στους καταλόγους των ζώντων αιχμαλώτων», σημειώνει ο Ευστάθιος Πελαγίδης.
Αξιωματικοί βρίσκονταν επίσης στα στρατόπεδα του Καρά Σεχίρ και Εσκί Σεχίρ. Στο πρώτο κρατούνταν, εκτός από 520 κατώτεροι/ανώτεροι αξιωματικοί και 2.000 στρατιώτες, αλλά και οι στρατηγοί: Τρικούπης, Δημαράς, Διγενής, Κλαδάς (Εφημερίς των Βαλκανίων, 29/3/1923 – Μακεδονία, 12/4/1923). Στο δεύτερο ήταν συγκεντρωμένοι γύρω στα 600 άτομα, ανώτεροι και κατώτεροι Αξιωματικοί (Εμπρός, 24/3/1923).
Άρθρο στον Ταχυδρόμο Βορείου Ελλάδος, στις 7 Ιουλίου 1923, κάνει λόγο και για «κρυφά στρατόπεδα αιχμαλώτων». Οι τουρκικές Αρχές, σύμφωνα με το άρθρο, «έντυναν τους Έλληνες στρατιώτες με πολιτική ενδυμασία, για να υπαχθούν στην κατηγορία των πολιτικών ομήρων. Υπολογίζεται ότι ένα ποσοστό 20%-30% αυτών των ομήρων ήταν Έλληνες στρατιώτες μεταμφιεσμένοι». Τα κρυφά στρατόπεδα και οι μεταμφιέσεις επινοήθηκαν για να αποφευχθούν οι έλεγχοι από τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού.
Ο Κ.Α. Τσολακίδης στο βιβλίο του Το χρονικό μιας ζωής – Καισάρεια, Κωνσταντινούπολη, Αθήνα (Αθήνα 2005) γράφει πως σε μία περιοχή απουσίαζαν παντελώς αυτά τα στρατόπεδα. Ήταν η περιοχή του Πόντου, όπου η έντονη δράση των αντάρτικων σωμάτων απέκλειε κάθε τουρκική δραστηριότητα προς αυτή την κατεύθυνση. «Οι τουρκικές Αρχές δεν τολμούσαν να μεταφέρουν στην περιοχή Έλληνες στρατιωτικούς από άλλα απομακρυσμένα στρατόπεδα, με στόχο να ταπεινώσουν το ηθικό των ελληνικών πληθυσμών, κάτι που συνέβαινε συχνά στην Καππαδοκία», εξηγεί.
Τα στοιχεία δείχνουν πως όλα τα παραπάνω στρατόπεδα συγκέντρωσης, και πολλά άλλα που παραμένουν κρυφά, λειτούργησαν ως στυγεροί μηχανισμοί και ως αποτρόπαια κολαστήρια για τους Έλληνες αιχμαλώτους πολέμου, πολύ πιο βάρβαρα και πιο εξοντωτικά από τα ναζιστικά στρατόπεδα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου!
Πράγματι, σύμφωνα με την Έκθεση της Διεθνούς Ανακριτικής Επιτροπής, που συγκροτήθηκε από τον ΕΕΣ, το 1923 («Έκθεσις της μερίμνης του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού καταρτισθείσης Διεθνούς Ανακριτικής Επιτροπής» με τίτλο Οι Έλληνες αιχμάλωτοι εν Τουρκία: Πώς μετεχειρίσθησαν αυτούς οι Τούρκοι), η κατάσταση των αιχμαλώτων στα στρατόπεδα ήταν, σε όλα, άθλια και εξοντωτική.
Καταρχήν, ως προς τον ιματισμό τους, «οι αιχμάλωτοι είχον απογυμνωθεί καθ’ ολοκληρίαν υπό των Τούρκων. Ούτω δε γυμνοί, ανυπόδητοι και ασκεπείς παρέμειναν καθ’ όλην την διάρκειαν του χειμώνος. Ουδέν είδος ενδύματος εδόθη εις αυτούς, υπό της Τουρκικής υπηρεσίας». Αυτό, άλλωστε, επιβεβαιώνεται με την άφιξη των αιχμαλώτων, οι οποίοι «άπαντες αφίκοντο κεκαλυμμένοι διά ρακών…».
Όσο για τη σίτισή τους, σύμφωνα με την υπηρεσία αφίξεως των αιχμαλώτων, «οι επανελθόντες αιχμάλωτοι ευρίσκοντο εν τελείω υποσιτισμώ και ότι ομοίαζον μάλλον προς φαντάσματα».
«Η εικόνα της εξαθλίωσης ολοκληρώνεται με τις συνθήκες διαμονής των αιχμαλώτων, οι οποίοι στεγάζονταν και κοιμούνταν, συνωστισμένοι κατά εκατοντάδες, σε πρόχειρα αυτοσχέδια αμπάρια, σε στάβλους, τρώγλες και ετοιμόρροπα κτίσματα.
»Αν στα παραπάνω προσθέσομε και τις καθημερινές εξοντωτικές αγγαρείες που υποχρεούνταν να εκτελέσουν (ανοικοδόμηση οικημάτων, επισκευή γεφυρών και σιδηροδρομικών γραμμών, μεταφορά πυρομαχικών-ξυλείας-οικοδομικών υλικών με τα χέρια τους, μεταφορά νεκρών αιχμαλώτων σε χαράδρες γύρω από τα στρατόπεδα κ.ά.), αντιλαμβανόμαστε τον σατανικό ρόλο των στρατοπέδων, τα οποία εξελίχτηκαν σε εργαστήρια “προς θάνατον”».
«Οι εκάστοτε θνήσκοντες στρατιώται εθάπτοντο εις εγγύς κειμένην χαράδραν, ήτις επωνομάσθη “χαράδρα θανάτου”».
Μια μόνο ιδέα από τα όσα πέρασε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης έδωσε ο στρατιώτης Δούκας, ένας από τους 1.800 αιχμαλώτους που επέστρεψαν σε άθλια κατάσταση, το 1923.
«Οι αιχμάλωτοι εργάζονται μέχρι αργά το βράδυ ως δούλοι των διοικητών των στρατοπέδων τους. Οι περισσότεροι είναι ημίγυμνοι. Άλλοι έχασαν το λογικό τους. Όλοι πλανώνται στα έμπεδα των αιχμαλώτων γυμνοί και καθημερινά πεθαίνουν. Από τον λόχο, 800 ανδρών, δεν έμειναν περισσότεροι από το ¼ (200 άτομα). Τα πτώματα των νεκρών ήταν κατεσπαρμένα στους καταυλισμούς», διηγήθηκε μεταξύ άλλων ο στρατιώτης Δούκας. Το απόσπασμα φιλοξενήθηκε στην εφ. Μακεδονία στις 14 Απριλίου 1923.
Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 4 Απριλίου 1923, σε ρεπορτάζ της εφημερίδας Εμπρός αναφέρεται πως «Χίλιοι εξήντα αιχμάλωτοι έφθασαν χθες. Σκιαί ανθρώπων και κουρέλια ανθρώπινα. Οι περισσότεροι ανήκουν εις την ΧΙ Μεραρχίαν».
Οι αιχμάλωτοι είχαν φθάσει στο λιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου στη Σαλαμίνα.
«Είναι άνθρωποι ανήκοντες εις τον κόσμον τούτον και έχουν ψυχήν και αίσθησιν και αίμα και παλμούς ζωής, τα ανθρώπινα αυτά συντρίμμια;… Ντυμένοι με συνερραμμένα πολύχρωμα ράκη, σχεδόν γυμνοί οι περισσότεροι, σχεδόν ξυπόλυτοι… δεν μπορείτε να πιστεύσετε πώς οι άνθρωποι ούτοι έχουν γλώσσαν, δια να μας ομιλούν… Και όμως! Η πρώτη φωνή, η πρώτη παράκλησίς των, ο πρώτος χαιρετισμός είναι αυτός! – Καμία εφημερίδα, βρε παιδιά!», είπε ένας από αυτούς στην εφημερίδα Εμπρός (2-4 Απριλίου 1923).
Ευστάθιος Πελαγίδης
•Πηγή: Ευστάθιος Πελαγίδης, Μικρασιατική Καταστροφή 1922: Η «ζωή εν τάφω» των Ελλήνων στρατιωτικών αιχμαλώτων, εκδ. Ινφογνώμων.
•Διαβάστε εδώ για τους ήρωες Έλληνες στρατιωτικούς που αιχμαλωτίστηκαν στη Μικρά Ασία.