Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού αίνος». Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη. Διαβάστε το Μέρος Α’.
Το παρόν κοντάκιο αφιερώνεται στη μνήμη του πατέρα μου Τιμόθεου (15/4/1937-9/8/2024).
ϛ’. Ο που έπλασε τον άνθρωπο, ακούγοντας τα λόγια αυτά, απάντησε στον Πέτρο:
«Μα, φίλε Πέτρε τι μου λες; Είπες πως “δεν θα σ’ αρνηθώ”; Ώστε αν κατάλαβα καλά, μακριά μου δεν θα φύγεις; Ούτε και θα μ’ απαρνηθείς;
»Μακάρι να γινότανε… κι εγώ θα το ’θελα αυτό, μα η πίστη σου είναι ασταθής
»και δεν μπορείς στους πειρασμούς ν’ αντισταθείς σαν έρθουν.
»Θυμήσου, λίγο ήθελε να βυθιστείς τελείως,
»αν δεν σου έδινα εγώ το χέρι να σε πιάσω.
»Ναι μεν περπάτησες κι εσύ στη θάλασσα, όπως κι εγώ,
»μα γρήγορα κλονίστηκες κι αμέσως τότε άρχισες γρήγορα να βουλιάζεις.
»Μα πρόλαβα κι ήρθα κοντά για να σε συγκρατήσω, την ώρα που εσύ κραύγαζες κι έλεγες φοβισμένος:
»“Γρήγορα τρέξε Άγιε, την ποίμνη Σου να σώσεις”.
ζ’. »Και τώρα πάλι θα σου πω πως πριν λαλήσει πετεινός, τις υποσχέσεις που ’δωσες σ’ εμέ θα τις διαψεύσεις· και δεν θα ’ν’ μια, δεν θα ’ναι δυο, μα τρεις φορές θα είναι.
»Κι ο νους σου θα κατακλυστεί και πάλι θε να βυθιστεί σε κύματα θαλάσσης, και τρεις φορές θα μ’ αρνηθείς.
»Στη θάλασσα σαν βούλιαζες, με ξαναβρήκες με φωνές· και τώρα που θα μ’ αρνηθείς και πάλι είναι να με βρεις, μα θα ’ναι με το κλάμα.
»Το χέρι ετούτη τη φορά ‒να ξέρεις‒ δεν σ’ το δίνω.
»Γιατί δεν θα ’ν’ διαθέσιμο, γραφίδα θα κρατάει, θα γράφει τ’ απαλλακτικό,
»θα γράφει την απόφαση που όλους θα σχωράει τους απογόνους του Αδάμ.
»Εδώ μπροστά σου στέκομαι, βλέπεις αυτό το σώμα; Αυτό θα έχω για χαρτί, πάνω σ’ αυτό θα γράψω.
»Και το αίμα μου που θα χυθεί θα το ’χω για μελάνι· κει τη γραφίδα θα βουτώ ‒με το αίμα μου θα γράφω.
»Τέτοια αΐδια δωρεά πρόκειται να μοιράσω σε όσους μου απευθύνονται και έτσι μου φωνάζουν:
»“Γρήγορα τρέξε Άγιε, την ποίμνη Σου να σώσεις”».
η’. «Τώρα, λοιπόν, Αθάνατε», ανταπαντά ο Πέτρος, «καθώς μου αποκάλυψες πόσες φορές θα Σ’ αρνηθώ,
»κι εγώ θ’ αποκαλύψω, σε Σένανε Σωτήρα μου, το τι πιστεύω και εγώ πάνω σ’ αυτό το θέμα.
»Αν και τα ξέρεις πριν τα πω Φιλάνθρωπε ‒ το ξέρω‒,
»όπως και να ’χει θα Σ’ το πω και θα Σου το δηλώσω, το τι έχω μέσα στο μυαλό.
»Μπροστά σ’ αγγέλους και βροτούς και μπρος σε Σένα Πλάστη,
»ας μάθουν τα επίγεια, ομού και τα επουράνια αυτό που τώρα ομολογώ:
»Ακόμα κι άμα χρειαστεί γι’ αυτό να αποθάνω, δεν πρόκειται να αρνηθώ Εσένα Λυτρωτή μας.
»Να ζήσω θέλω μετά Σε· μετά από Σε ‒αν μου φύγεις‒ τι να την κάνω τη ζωή;
»Να ξημερώνω απά στη γη τον ήλιο για να βλέπω, για έναν λόγο το ποθώ, μόνο γι’ αυτό το θέλω, για να φωνάζω σε Εσέ:
»“Γρήγορα τρέξε Άγιε, την ποίμνη Σου να σώσεις”».
θ’. Έτσι, από τη μια μεριά, ως φίλος Του ξεχωριστός, την προθυμία του έδειξε τότε σ’ Αυτόν ο Πέτρος· κι ο Πλάστης, απ’ την άλλη, έτοιμος ήτανε κι Αυτός
και πάλι να βοηθήσει, καθώς το ήξερε καλά πως ήτανε επιρρεπής ο Πέτρος να γλιστρήσει μιας κι είχε πίστη επισφαλή.
Αυτά τα λόγια είπε και τέτοια λόγια άκουσε, λοιπόν, ο Κύριός μας
και με αυτά ξεκίνησε ‒το ήθελε και το ’κανε‒ να πάει να μαρτυρήσει.
Οι άνομοι τον συνέλαβαν ‒ήταν στο θέλημά Του‒
και όπως το προγνώριζε, για τα λεφτά τον πούλησε εκείνος ο Ιούδας.
Κι αιχμάλωτο Τον έφεραν στου Καϊάφα την αυλή·
από κοντά κι ο Πέτρος, που ακολουθούσε για να δει στο τέλος τι θα γίνει.
Και βλέποντας ταράχτηκε, ζάρωσε από το φόβο, και τρομαγμένος φώναξε:
«Γρήγορα τρέξε Άγιε, την ποίμνη Σου να σώσεις».
ι’. Από την αγωνία του να μπει στου Καϊάφα, μπλέχτηκε μες στον όχλο και σαν ποτάμι ορμητικό μπήκανε όλοι μέσα· και όπως μπαίνει στην αυλή, κοιτάζει, βλέπει, τι να δει;
Γίνεται το ξερόχορτο, μπρος στη φωτιά που έρχεται, να κάνει το σπουδαίο; Κι όμως, εδώ ήταν η φωτιά αιχμάλωτη, δεμένη μπρος στο χορτάρι το ξερό που σε θρονί καθόταν ‒
ο Χριστός μας ήταν κι έστεκε μπρος στον αρχιερέα.
Τέτοιο κακό δεν τ’ άντεξε να βλέπει μπρος του ο Πέτρος και δάκρυσαν τα μάτια του·
κι όπως στηθοκοπήθηκε απ’ την απελπισία, αυτό σιγοψιθύρισε:
«Σ’ έδεσαν σαν κακοποιό Χριστέ μου, και τ’ ανέχεσαι με τόση καρτερία.
»Σε φτύνουνε στο πρόσωπο που μέχρι και τα Σεραφίμ δεν το τολμούν στα ίσια ν’ αντικρίσουν ‒τα πρόσωπά τους κρύβουνε‒
»και φρίττουνε και τρέμουνε καθώς κι αυτά φωνάζουν:
»“Γρήγορα τρέξε Άγιε, την ποίμνη Σου να σώσεις”.
ια’. »Ραπίσματα στο πρόσωπο δέχεσαι Εσύ Διδάσκαλε; Ωχού, να μην ξημέρωνα! Πώς ζω, για να Σε βλέπω να δέχεσαι ραπίσματα; Σε υβρίζουνε Φιλάνθρωπε…
»και τέτοιο πράγμα βλέπει η γης κι αλήθεια το αντέχει; Πώς και δεν σχίζεται στα δυο ‒να κάνει βάραθρο βαθύ‒ και όλους να τους καταπιεί όσους Σε πολεμάνε;
»Σ’ εμπαίζουνε κι ο ουρανός κάθεται και κοιτάει; Και πώς και δεν τυλίγεται σαν κάνα ειλητάρι;
»Κι οι κάτοικοι του ουρανού πώς δεν αγανακτούνε;
»Μα δεν θυμώνει ο Μιχαήλ σαν βλέπει να ραπίζεσαι; Κι απάνω στο θυμό του
»φωτιά να ρίξει από ψηλά να κάψει με τις φλόγες της γης όλους τους ένοικους!
»Κι ο Γαβριήλ τ’ ανέχεται; Κι αυτός δεν θα τους κάψει, όλους αυτούς που στράφηκαν τώρα ενάντιά Σου;
»Ακόμα και αν όλες τους οι ουράνιες δυνάμεις σιγήσουνε μπροστά σ’ αυτό,
»εμέ με πιάνει φρίκη, θρηνώ, χτυπιέμαι, οδύρομαι και δυνατά φωνάζω
»“Γρήγορα τρέξε Άγιε, την ποίμνη Σου να σώσεις”».