Μπορεί στο θέατρο, ως ενήλικη ηθοποιός, να έγραψε ιστορία κυρίως στο κλασικό δραματολόγιο, όμως κακά τα ψέματα. Όταν κάποιος αναφέρει το όνομα Ελένη Ζαφειρίου, κατευθείαν του έρχεται στο νου η εικόνα της κινηματογραφικής μάνας του ελληνικού σινεμά. Είτε ως αστή, είτε ως χαροκαμένη και φτωχή μάνα που μάλιστα κάποια στιγμή έφτασε μέχρι το φόνο για χάρη των παιδιών της (Ανήσυχα νιάτα).
Ειδικά ως χαροκαμένη δεν ξεπεράστηκε ποτέ από καμία άλλη. Κι αυτό είναι η ευλογία, αλλά και το δύσκολο μιας τεράστιας επιτυχίας: Ο εγκλωβισμός σε αυτήν.
Παρ’ όλα αυτά οι άνθρωποι που την ήξεραν και εκτός ρόλων, μιλάνε για μια καλλιεργημένη γυναίκα με αρκετό χιούμορ. Σε αντίθεση βέβαια όχι μόνο με τους ρόλους αλλά και με το ξεκίνημα της ζωής της, που ήταν σκληρό και προσφερόταν για ένα πρώτης τάξεως σενάριο.
Η ορφάνια, τα μπουλούκια και ο Βεάκης
Η γυναίκα λοιπόν που ταυτίστηκε με την Ελληνίδα μάνα, δεν γνώρισε ποτέ τη βιολογική της μητέρα, που πέθανε πάνω στην γέννα. Αρχικά, η μικρή Ελένη μεγάλωνε με τον πατέρα και τα αδέλφια της, αλλά όταν ήταν νήπιο υιοθετήθηκε από την Κυριακούλα Ζαφειρίου, μια ηθοποιό της εποχής που μεσουρανούσε και στα μπουλούκια.
«…Βρέθηκε η μάνα μου στη Λάρισα με το θίασο του γιου της, την εποχή που γίνεται το παζάρι. Έμενε σ’ ένα ξενοδοχείο που τα παράθυρά του έβλεπαν στην πλατεία του παζαριού. Καθώς ντυνόταν για να πάει στο θέατρο για πρόβα, άκουγε ένα κλάμα μικρού παιδιού πολύ δυνατό και την ενοχλούσε. Κατέβηκε απ’ το ξενοδοχείο και περνώντας μέσα από το παζάρι, πέφτει απάνω στο παιδάκιι, που εξακολουθούσε να κλαίει σκούζοντας.
»Σταμάτησε, είδε έναν άντρα καθισμένο χάμω σταυροπόδι να πουλάει κάτι. Τον τριγύριζαν δύο αγόρια, και το μικρότερο γκρινιάρικο κοριτσάκι, που εξακολουθούσε να κλαίει.
»Τίνος είναι αυτό το κοριτσάκι που κλαίει έτσι τόσες ώρες; ρώτησε τον άνδρα που κάθονταν χάμω σταυροπόδι. “Δικό μου είναι πανάθεμά το. Από το πρωί δεν έχει σταματεμό. Μπας και ξέρω τι να του κάνω; Έτσι μου ‘ρχεται να το στραγγαλίξω!” “Καλά, και πού είναι η μάνα του”, τον ρωτάει; “Δεν έχει μάνα, απόθανε μόλις το γέννησε και με άφησε με τρεις διαόλους”. Χωρίς πολλές κουβέντες και μεγάλες σκέψεις, του λέει: “Δώσε μου εμένα το κοριτσάκι σου και θα πάμε στον συμβολαιογράφο να κάνουμε ένα συμφωνητικό ότι μου το δίνεις για ψυχοπαίδι”. Χωρίς άλλες κουβέντες, έτσι έγινε»… Αυτά έγραφε η ίδια η Ελένη Ζαφειρίου στην αυτοβιογραφία της, που κυκλοφόρησε με τον τίτλο Τι να σου πρωτοθυμηθώ βρε μάνα.
Η μικρή Ελένη αναγκαστικά ακολουθούσε την οικογένεια. Όταν ήταν πολύ μικρή, η μάνα της την κλείδωνε στα ξενοδοχεία που διέμεναν όταν είχε παράσταση και όταν μεγάλωσε λίγο την έπαιρνε μαζί της στο θέατρο.
Εκεί, όποτε απαιτούνταν από το έργο, η μικρή Ελένη Ζαφειρίου έπαιζε στο θίασο ρόλους παιδιών, όπως συνέβαινε με τα περισσότερα παιδιά ηθοποιών εκείνα τα χρόνια.
Στην αυτοβιογραφία της η Ζαφειρίου εκφράζεται με ευγνωμοσύνη και αγάπη για τη θετή μάνα της, που δεν ήθελε η κόρη της να ακολουθήσει τα χνάρια της και να γίνει κι αυτή ηθοποιός, αλλά την προόριζε για σπουδές. Περιγράφει τη ζωή της – μια ζωή δύσκολη και γεμάτη στερήσεις στα πρώτα της βήματα, όπως η ζωή των «μπουλουκτσήδων» της εποχής, των ηθοποιών δηλαδή που δεν είχαν σταθερή βάση αλλά κατά ομάδες περιόδευαν ανά την Ελλάδα για να βγάλουν τον επιούσιο υπηρετώντας την τέχνη τους.
Μπορεί σήμερα αυτός ο κόσμος να φαντάζει μυθιστορηματικός, όμως ήταν από τις πιο άγριες δουλειές σε μια ούτως ή άλλως άγρια εποχή στη χώρα μας. Η αναζήτηση του μεροκάματου, αν αυτό ερχόταν, η γνώμη του κόσμου για τους ηθοποιούς που ήταν η χειρότερη, αλλά ακόμα και θέματα επιβίωσης. Ανάμεσα σε αυτά που περιγράφει η Ζαφειρίου στο βιβλίο της ήταν και ένα περιστατικό που δεν βρίσκανε ένα βράδυ χώρο να κοιμηθούν. Και τελικά οι ιδιοκτήτες ενός σπιτιού δέχτηκαν απλά το κοριτσάκι να κοιμηθεί κάτω από τις σκάλες στην αυλή.
Η ηθοποιός πάντως δεν δίστασε να γράψει: «Θα έχω να το λέω ότι οι ηθοποιοί των μπουλουκιών ήταν υπέροχοι άνθρωποι. Ήταν αγνοί, τρυφεροί, καλόκαρδοι, δεν τσιγκουνεύονταν να εκφράσουν τα ευγενικά αισθήματά τους ακόμα και με προσωπική θυσία, οικονομική και καλλιτεχνική. Αυτός είναι ο λόγος που όταν μπήκα στον κύκλο των μεγάλων καλλιτεχνών, ξεχώρισα ελάχιστους με αυτά τα χαρίσματα και τους λάτρεψα».
Και μπορεί η θετή της μητέρα να την προόριζε για άλλα πράγματα, όμως άθελά της την έσπρωξε σε αυτόν το χώρο. Όπως γράφει η ηθοποιός: « Μια μέρα μου λέει “αύριο ή μεθαύριο να πάμε να δεις ένα έργο που το ξέρεις κι έχεις παίξει”. Πάντα μου άρεσαν οι εκπλήξεις, γι’ αυτό δεν την ρώτησα να μου πει καμιά λεπτομέρεια. Δεν άργησε όμως να έρθει η πολυπόθητη αυτή μέρα. Αφού ντυθήκαμε “ευπρεπώς” (έτσι το έλεγε η μάνα μου, της άρεσε η καθαρεύουσα), πήραμε την ανηφόρα της οδού Λένορμαν, φτάσαμε στο Μεταξουργείο, και από εκεί μπήκαμε στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου και σε λίγο φτάσαμε στο Εθνικό Θέατρο. Στην πόρτα της έφεραν λίγες δυσκολίες γιατί είχαν μόνο μία θέση, γι’ αυτήν. Τους εξήγησε ότι θα καθήσει στην άκρη κι εγώ θ’ ακουμπήσω στο χερούλι του καθίσματός της, χωρίς να ενοχλώ τους θεατές. Δεν επέμεναν περισσότερο, μπήκαμε στην πλατεία.
»Θεέ μου, τι έκπληξη ήταν αυτή μόλις αντίκρισα το σκηνικό!
»Η αυλαία ήταν ανοιχτή, δεν χρειαζόταν ν’ ανοίξει για ν’ αρχίσει η παράσταση. Εγώ δεν μπορούσα να φανταστώ το έργο που θα έβλεπα, γι’ αυτό αγωνιούσα ν’ αρχίσει. Επιτέλους άρχισαν, και με τα πρώτα λόγια κατάλαβα ότι έπαιζαν τον Οιδίποδα Τύραννο, έβλεπα τη μεγαλόπρεπη παράσταση του Φώτη Πολίτη χωρίς να ξέρω ότι Οιδίποδα έπαιζε ο μεγάλος Βεάκης, Ιοκάστη η ανεπανάληπτη Παξινού, τους υπόλοιπους ρόλους ο Μινωτής, ο Ροζάν, ο Γιώργος Γληνός, ο Παρασκευάς, ο Κωστόπουλος, κι όλη η καλλιτεχνική αφρόκρεμα εκείνης της εποχής. Παρακολουθώντας αυτή την παράσταση, νοερώς αποφάσισα να ακολουθήσω το επάγγελμα του ηθοποιού, αλλά σ’ αυτόν το χώρο. Στο φινάλε τους αποθέωσαν. Εγώ δεν είχα συνέλθει. Βρισκόμουν μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου».
Επάγγελμα: Ηθοποιός
Η Ελένη Ζαφειρίου σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στο οποίο έπαιζε από το 1936 έως το 1943, αλλά και στα χρόνια 1955-1978, μικρούς και δεύτερους ρόλους σε κλασικά έργα αλλά και στο αρχαίο δράμα. Στα μεσοδιαστήματα δούλεψε και σε ιδιωτικούς θιάσους
Ειδικότητα: Μάνα
Από τη δεκαετία του 1950 και μετά έπαιξε σε πάνω από 100 ταινίες, διαπρέποντας ιδιαίτερα σε δραματικούς ρόλους φτωχών και χαροκαμένων μανάδων. Πρωτοεμφανίστηκε το 1951 στην ταινία Πικρό ψωμί του Γρηγόρη Γρηγορίου. Ο καημός για την πραγματική της μάνα που δεν γνώρισε, και η ανθρωπιά της ψυχομάνας της, έγιναν το μεγάλο «σχολείο» για τους ρόλους των μανάδων που υποδύθηκε. Και κάλυπταν όλο το φάσμα: Από τις σικ και αριστοκρατικές όπως στον Κατήφορο ή την Καφετζού, μέχρι τις εντελώς απλές, καθημερινές και τυραννισμένες.
Ειδικά ως μάνα Ξανθόπουλου ήταν σαν να πήρε ντοκτορά.
Θεωρητικά γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1970 βγήκε στη σύνταξη, όμως ο κόσμος του θεάτρου και της τηλεόρασης δεν την άφησε να ησυχάσει. Έκανε λίγες τηλεοπτικές εμφανίσεις (όπως στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»), και το 1996 αποχαιρέτησε το χώρο ως γιαγιά πλέον, στο δαλιανίδειο «Χρώμα του φεγγαριού».
Έφυγε σαν σήμερα, πριν από 20 χρόνια, χορτασμένη από αγάπη και αναγνώριση, από το χώρο και κυρίως από τον κόσμο. Γιατί «μάνα είναι μόνο μία».
Σπύρος Δευτεραίος