«Η καλέσσα η νύφε, ας σην αύλαν ατς φαίνεται», έλεγαν στον Πόντο, κι αυτό γιατί η αυλή (η αύλα, όπως την έλεγαν), ήταν γενικά ο καθρέφτης, η εικόνα της νοικοκυροσύνης της οικογένειας. Ως εκ τούτου, οι καλές νοικοκυρές φρόντιζαν πολύ την καθαριότητά της.
Όλα εκεί έπρεπε να είναι καλοβαλμένα και καθαρά, οπότε κάθε μέρα, πολύ νωρίς το πρωί, η οικοκυρά έβγαινε και την σκούπιζε.
Το χειμώνα, με τα πολλά χιόνια, η αυλή έπρεπε να καθαρίζεται, ν’ αποχονίεται. Τη φροντίδα αυτήν την αναλάμβανε η νεότερη της οικογένειας, η νύφε. Ιδίως η νιόνυφη, τη Δευτέρα μετά το γάμο, για να φανεί η νοικοκυροσύνη της έπρεπε να σκουπίσει νωρίς το πρωί όχι μόνο τη δική τους αυλή «για να μη τοζών’* τον ήλεν», αλλά και το δρόμο μπροστά από το σπίτι, ακόμη και τις γειτονικές αυλές.
Άλλοτε περιφραγμένη με το αυλαγύριν και άλλοτε όχι, στις αγροτικές περιοχές η αυλή είχε λειτουργική σχέση στη διεκπεραίωση των αγροκτηνοτροφικών ασχολιών και των άλλων εργασιών του νοικοκυριού. Εκεί βρίσκονταν τα υλικά, τα εργαλεία και άλλα χρήσιμα για το νοικοκυριό (κάρο, βαρέλια, καύσιμα κτλ.). Σε μια άκρη της βρισκόταν και το σκουπιδαριό (τσοπλίκα). Πολλές φορές στην αυλή, μπροστά στην εξώπορτα, έπαιρνε η οικογένεια το δείπνο της τα καλοκαίρια και εκεί έπαιζαν τα παιδιά.
Από την αυλή περνούσαν και τα βοοειδή για τη βοσκή, κι εκεί γίνονταν πολλές δουλειές του σπιτιού.
Στις αστικές περιοχές του Πόντου είχε άλλη μορφή, ωστόσο δεν διέφερε και πολύ από αυτήν των χωριών. Το πλυσταριό, το αποχωρητήριο, κάποιο δέντρο σε μια άκρη της την ξεχώριζαν από μια χωριάτικη αυλή.