Η λέξη καυκίν, κατά τον Άνθιμο Παπαδόπουλο, διατηρήθηκε στην ποντιακή διάλεκτο με την ίδια σημασία που είχε στα αρχαία και μεσαιωνικά ελληνικά: «κύπελλο, ποτήρι, κύλικας» κτλ. Συνεκδοχικά, το επίθετο καυκομμάτης (από τα ουσιαστικά καυκίν και ομμάτιν) περιγράφει αυτόν που έχει μάτια διαυγή «ως υάλινα ποτηράκια», που βλέπει δηλαδή καθαρά.
Υπάρχει μάλιστα και μια ποντιακή παροιμία που αποδίδει το νόημα της λέξης με λεπτή ειρωνεία: Ο στραβομμάτ’ς εγέντον καυκομμάτ’ς.
Όπως διαβάζουμε στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου, η παροιμία αυτή λέγεται συνήθως για γυναίκες οι οποίες αποστρέφονταν τον σύζυγό τους για τα ελαττώματά του όσο ζούσε, μετά το θάνατό του, ωστόσο, τον θρηνούν μνημονεύοντας αρετές …ανύπαρκτες, λες και καθάρισε ξαφνικά το βλέμμα τους.