Ένα αυγουστιάτικο πρωινό του 1912, μας διηγείται ο Χρήστος Σαμουηλίδης στο εμβληματικό έργο του Μαύρη Θάλασσα, πελαργοί έκαναν την εμφάνισή τους κατά κοπάδια πάνω από τη Σαμψούντα. Γυρόφερναν το καμπαναριό της εκκλησίας και τις κορφές των πλατάνων εμμονικά, θαρρείς και ήθελαν να προειδοποιήσουν για κάτι το μιλέτι των χριστιανών. Κάποιοι πρόσεξαν ότι κρατούσαν στα ράμφη τους κάλτσες και κομμάτια από υφάσματα ρούχων. Δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν οι δυσοίωνες προβλέψεις.
Οι βαλκανικοί πόλεμοι είχαν ξεσπάσει και οι Τούρκοι καλούσαν σε επιστράτευση κάθε πολίτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εναντίον των γκιαούρηδων των Βαλκανίων.
Οι ντελάληδες με συνοδεία τυμπάνων βγήκαν στο δρόμο και φώναζαν: «Οι άπιστοι λαοί των Βαλκανίων συνασπίσθηκαν για να χτυπήσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία! Άρχισαν πολεμικές επιχειρήσεις και σκληρές μάχες στη Μακεδονία. Μουσουλμάνοι και άλλοι υπήκοοι του τουρκικού κράτους καλείστε να υπερασπίσετε τα ιερά χώματα της πατρίδας»!
Σχεδόν άμεσα η Σαμψούντα γέμισε από άντρες στρατεύσιμης ηλικίας Τούρκους, Ρωμιούς, Αρμένιους και Τσερκέζους που κατέβηκαν από τα χωριά τους με ένα ταγάρι στο ώμο για να παρουσιαστούν. Ντύνονταν βιαστικά τις τουρκικές στρατιωτικές στολές και στοιβάζονταν στην αποβάθρα για να επιβιβαστούν στα πλοία με προορισμό τα λιμάνια της Μακεδονίας και να πολεμήσουν εναντίον ποιών άραγε;
Σύμφωνα με το «Σύνταγμα» που υποσχόταν μια ψευδεπίγραφη ισότητα ανάμεσα στους πολίτες της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ήταν αναγκασμένοι να υπηρετήσουν και οι Ρωμιοί στον τουρκικό στρατό.
Το αντίτιμο των δύο χρυσών λιρών που πλήρωναν μέχρι πρότινος για να εξαγοράσουν την θητεία τους ως χριστιανοί καταργήθηκε και τώρα άφηναν πίσω τους έρμαια στις ορέξεις των Τούρκων τις οικογένειές τους για να πάνε να πολεμήσουν τους αδελφούς τους. Βρίσκονταν σε αδιέξοδο.
Οι φόβοι τους επιβεβαιώθηκαν άμεσα. Δεν πέρασε ούτε ένας μήνας από τότε που αναχώρησαν για το μέτωπο της Μακεδονίας και οι ζαπτιέδες (Τούρκοι αστυνομικοί) έμπαιναν στα σπίτια και στα μαγαζιά των Ρωμιών και των Αρμενίων, ζητούσαν επιτακτικά χρήματα, μάλλινες φανέλες, κάλτσες, τρόφιμα και τσιγάρα για τον στρατό. Όσοι δεν είχαν να δώσουν κατέληγαν στην φυλακή. Τα ίδια αποσπάσματα έκαναν «επιδρομές» και στα ελληνικά χωριά. Άρπαζαν άλογα, βόδια, μοσχάρια, πρόβατα, γίδια, βουβάλια ακόμα και κότες στερώντας από τις ελληνικές οικογένειες το βιός τους. Όσους προέβαλαν αντίσταση οι αιμοσταγείς ζαπτιέδες τους έδερναν αλύπητα και τους κουβαλούσαν στην πόλη για να τους ρίξουν στα μπουντρούμια και όλα αυτά ελάμβαναν χώρα την ώρα που οι νεαροί άντρες των οικογενειών αυτών πολεμούσαν ή έκαναν πως πολεμούσαν εν πάση περιπτώσει στις τάξεις του τουρκικού στρατού.
Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που οι ζαπτιέδες κατηγορούσαν για αντίσταση κατά της Αρχής όσους αρνούνταν να υποκύψουν στις ορέξεις τους, παρουσιάζοντας μάλιστα και κάποια παλιά σκουριασμένα όπλα που τάχα έκρυβαν στα ρωμαίικα σπίτια τους, οδηγώντας φιλήσυχους πολίτες στην κρεμάλα.
Οι μάσκες είχαν πέσει. Η ισοτιμία που οι Τούρκοι διατείνονταν ότι υπήρχε στο κράτος τους, όχι μόνο ήταν κενό γράμμα, αλλά υπήρχε οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης του χριστιανικού πληθυσμού. Οι νέοι άντρες θα εξολοθρεύονταν στο μέτωπο πολεμώντας τους ομοεθνείς τους Έλληνες και οι οικογένειές τους θα εξαθλιώνονταν μην έχοντας κάποιον να τις προστατέψει. Το σατανικό μυαλό των Νεότουρκων έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιό του.
Ο μητροπολίτης Αμασείας και Αμισού, υπέρτιμος και έξαρχος παντός Ευξείνου Πόντου Γερμανός Καραβαγγέλης, ο επονομαζόμενος και «δεσπότης αντάρτης» ήταν σε μεγάλη ένταση. Δεν μπορούσε να το συλλάβει ο νους του πως αυτοί εδώ οι ζεβζέκηδες που το μυαλό τους δεν έκοβε για τα στοιχειώδη, έστησαν τέτοια συμπαιγνία εις βάρος των Ελλήνων.
Έβλεπε από το παράθυρο του μητροπολιτικού μεγάρου το ποίμνιό του να διαπομπεύεται, σκεφτόταν τον ανθό της ποντιακής κοινωνίας να πολεμά σε έναν πόλεμο παρά τη θέλησή του, αντίθετα με το εθνικό του αίσθημα και φουρκιζόταν. Πιο πολύ όμως τον πείραζε που είχε τα χέρια του δεμένα.
Ήταν κλεισμένος σε ένα κτήριο στη Σαμψούντα ενώ θα ήθελε να είχε ζωστεί τα άρματα και να πολεμάει μαζί με το ποίμνιό του στην Μακεδονία. Η μόνη σκέψη που τον παρηγορούσε ήταν το νέο που έμαθε πρόσφατα, πως είκοσι παλικάρια από το Κατήκιοϊ της Σαμψούντας ξέφυγαν από την επιστράτευση, πήραν κρυφά ένα αυστριακό βαπόρι που πήγαινε στην Ελλάδα και κατετάγησαν εθελοντές στον ελληνικό στρατό.
Η κατάσταση όσο περνούσε ο καιρός γινόταν ολοένα και χειρότερη. Στις διαμαρτυρίες της Εκκλησίας και των επιφανών Ρωμιών οι τουρκικές Αρχές κάγχαζαν με περισσή αυθάδεια. Εντωμεταξύ οι Πόντιοι στρατιώτες στα μέτωπα του πολέμου πληροφορούνταν μέσω των γραμμάτων που λάμβαναν τι συμβαίνει στις οικογένειές τους που άφησαν πίσω και αυτό τους θύμωνε ακόμα περισσότερο. Τόσο καιρό έκαναν υπομονή, πεινασμένοι και εξαθλιωμένοι μέσα στα χαρακώματα να πολεμούν δήθεν εναντίον της μητέρας Ελλάδας για να μην υποστούν τις συνέπειες των πράξεών τους οι δικοί τους.
Δύο λύσεις είχαν για να διαλύσουν αυτό το αδιέξοδο: ή να αυτομολήσουν στο απέναντι στρατόπεδο και να πολεμήσουν έτσι όπως επέτασσε η εθνική τους συνείδηση, ή να λιποτακτήσουν και να γυρίσουν κρυφά πίσω στον Πόντο με ό,τι μέσο μπορούσαν, ακόμα και με τα πόδια για να σταθούν δίπλα στους δικούς τους, να έχουν ένα στήριγμα οι γονείς και τα παιδιά τους.
Το βάρος είχε πέσει δυσανάλογα στις γυναίκες και εκείνοι πολεμούσαν για κάτι ξένο που τους φερόταν εχθρικά.
Έτσι τον πέμπτο μήνα από την έναρξη του πολέμου οι πρώτοι «λιποτάκτες» του τουρκικού στρατού ξεκίνησαν περπατώντας μέσα από δάση, ανεβαίνοντας βουνά, κολυμπώντας ποτάμια για να γυρίσουν πίσω στα σπίτια τους στον Πόντο. Τόσο μεγάλη ήταν η θέλησή τους να εμφανιστούν μπροστά στους αγαπημένους τους και να τους πουν «μην φοβάστε, τώρα είμαι εγώ εδώ, δεν πρόκειται να σας πειράξει κανένας»! Να τους πουν και τα ευχάριστα νέα, πως ο τουρκικός στρατός σμπαραλιάστηκε στο βαλκανικό μέτωπο και πως τα αδέλφια τους από την Ελλάδα διέλυσαν κάθε ελπίδα του τουρκικού μεγαλοϊδεατισμού και την πέταξαν εκτός Ευρώπης.
Τον έκτο μήνα οι λιποταξίες έγιναν ακόμα περισσότερες. Όχι μόνο Ρωμιοί αλλά και Αρμένιοι ακόμα και Τούρκοι έφευγαν από τα πεδία μάχης.
Οι τουρκικές Αρχές έστησαν κρεμάλες στα μεϊντάνια των πόλεων και οι απαγχονισμοί στην πλατεία του Ρολογιού της Σαμψούντας όσων λιποτακτών είχαν την ατυχία να συλληφθούν, έγιναν σύνηθες θέαμα. Συνηθισμένα όμως τα βουνά στα χιόνια… Τέτοιες εικόνες δεν πτοούσαν τους Ποντίους. Αντίθετα το κλίμα ενθουσιασμού που επικρατούσε καθώς τα νέα έφταναν από την Ελλάδα μέσω του τύπου, από ελληνικές εφημερίδες δηλαδή που έφταναν με τα καράβια και κυκλοφορούσαν κρυφά χέρι με χέρι σαν ευαγγέλια, ήταν έκδηλο. Όσοι εγκατέλειψαν το μέτωπο χαιρόντουσαν που αποδυνάμωσαν τον τουρκικό στρατό. Όσοι πάλι δεν μπόρεσαν να τον εγκαταλείψουν μένοντας δέσμιοι στο τουρκικό ασκέρι, έκαναν δολιοφθορές και ήταν απρόθυμοι να πολεμήσουν εναντίον των Ελλήνων και των άλλων χριστιανών.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τους πυροβολητές Ποντίους που υπηρετούσαν στα επάκτια πυροβολεία των Δαρδανελίων οι οποίοι έριχναν σκόπιμα λαθεμένες βολές όταν έβλεπαν ελληνικά πλοία να μπαίνουν στην Προποντίδα, ενώ με το πρόσχημα του «ατυχήματος» κατέστρεφαν τις τουρκικές οχυρωματικές γραμμές.
Παρά τις οδηγίες των Τούρκων αξιωματικών να ρίξουν βολές των 2.500 μ. για να βυθίσουν το θωρηκτό Αβέρωφ, οι Έλληνες «τοπτσήδες» [πυροβολητές-μπαρουτιέρηδες] έριχναν βολές των 3.500 μ. αστοχώντας σκόπιμα την βύθιση της ελληνικής ναυαρχίδας, ενισχύοντας παράλληλα τον θρύλο του «πλοίου φαντάσματος» που ενεργούσε τους πιο τολμηρούς και ριψοκίνδυνους ελιγμούς μέσα στα Στενά κατατροπώνοντας τον τουρκικό στόλο!
Αλεξία Ιωαννίδου