Κάθε φορά που κανείς διαβάζει τα Χρονικά του Πόντου μαγεύεται από τις πληροφορίες που μπορεί να μάθει για την αλησμόνητη πατρίδα. Λεπτομέρειες για την καθημερινότητα των ανθρώπων που έζησαν στα ιερά χώματα του Πόντου αλλά και εκείνων που πήραν το δρόμο της προσφυγιάς για να γλιτώσουν από το μαχαίρι των Τούρκων.
Μια τέτοια αστείρευτη πηγή πληροφοριών αποτελούν τα κείμενα του Ιωακείμ Σαλτσή με τίτλο Χρονικά Κοτυώρων που φιλοξενήθηκαν επί πολλά τεύχη στα «Χρονικά του Πόντου».
Στα τεύχη που κυκλοφόρησαν τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1945, ο Σαλτσής γράφει για το τι συνέβαινε στην Ελληνική Κοινότητα των Κοτυώρων λίγο πριν ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ποια ήταν η οικονομική κατάσταση εκείνη την περίοδο αλλά και αργότερα μετά την έναρξη του πολέμου και πώς οι Πόντιοι έβρισκαν τρόπους να ελίσσονται σε διάφορα επίπεδα. Από αυτές τις γραπτές πηγές μαθαίνουμε το ρόλο που έπαιξαν τα λεφτοκάρυα στην επιβίωση των Ελλήνων της περιοχής.
≈
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος του 1914-18, βρήκε την Ελληνική Κοινότητα Κοτυώρων πάνω στην άνθησή της: Η προσθήκη, από το 1910, με πρωτοβουλία Ελλήνων και Αρμενίων Κοτυωριτών και του καπνού σε ποιότητα διαλεχτή, κοντά στ’ άλλα ποικίλα προϊόντα της περιοχής, έδωκε νέο γερό ανέβασμα στην οικονομία του τόπου. Το εξαγωγικό και εισαγωγικό εμπόριο, διενεργούμενο αποκλειστικά σχεδόν από Έλληνες και Αρμενίους σε δεύτερη μοίρα, πήρε αποφασιστικά τον δρόμο προς τα άνω. Η συγκοινωνία και επικοινωνία με το εξωτερικό είχε αποκτήσει έντονη πυκνότητα.
Ένας αέρας συγχρονισμού χάιδευε κάθε τομέα της ζωής.
Από το 1911 ήδη, ο τόπος είχε τον μόνο κινηματογράφο του, επιχείρηση ιδιωτική των αδελφών Μακρίδη, σε χτίριο Κοινοτικό, στον αυλόγυρο της Εκκλησίας Αγίου Γεωργίου.
Είνε η συγχρονιστική κ’ εκπολιτιστική μονάδα, που τα μηχανήματά της θα μεταφερθούνε το 1915 στο Σούσεχιρ, για να ηλεκτροφωτίσουν τα Επιτελικά Γραφεία του Στρατηγού Βεχίπ-Πασά…
Στον χορό του πολέμου
Το ξέσπασμα του Παγκόσμιου Πολέμου ήτανε σαν μια βόμβα ριγμένη μέσα σε γιορτή σεμνή!
…Κ’ επακολούθησαν οι επιτάξεις. Καθαρά ανθελληνικές μανιασμένες λάμιες. Και λαφυραγωγόντουσαν επισημότατα τα Ελληνικά κι Αρμενικά-εμπορικά καταστήματα: υφασματοπωλεία, παντοπωλεία, πρατήρια αποικιακών, γυαλοπωλεία, δερματοπωλεία, οικοδομήσιμη ξυλεία κλπ. Και αλλεπάλληλα. Τα λίγα έστω, γερά όμως καταστήματα των Τούρκων «συμπολιτών», καθώς του Χουσεΐν εφέντη, των αδελφών Φουρτουνζαντέ, του Μουχταρζατέ κλπ., μένανε τελείως ασύδοτα.
Μη δεν ήσαν άλλωστε, αυτοί, που με τον Πρόεδρο της Εθνικής Άμυνας (Μουνταφάι Μιλλιέ), τον φανατικό χριστιανομάχο Φουρτουνζαντέ Χατζή Χαρούν, οργάνωναν τον ανελέητο κατατρεγμό;
Και η Ελληνική περιουσία διοχετευόταν, άλλη στες αποθήκες Επιμελητείας Στρατού και άλλη στον απόλυτο, αχόρταγο κατακοπτήρα των δυνατών του τόπου. Αλήθεια! Ναι! Παρολίγο να το ξεχάσομε: Στους Έλληνες έδιναν οι αρμόδιοι αποδείξεις παραλαβής. Ίσως ως σύμβολο για ριζικής εξοντωτική επίταξη… κι αυτής της ζωής μας.
Δύσκολη η οικονομική κατάσταση
Από το 1914 έως το 1922 η οικονομική κατάσταση προχωρεί σε ολόπλευρη επιδείνωση. Το γερμανικό μεγαθήριο αποστράγγισε τη χώρα από τα τρόφιμα. Η επιβίωση γινόταν προβληματική. Όμως παράλληλα δραστηριοποιείται το ελληνικό μυαλό. Που αρνείται να υποταχτεί στην αμηχανία και το αδιέξοδο. Και που οι Κοτυωρίτες, στενότατη έδειξαν σχέση μ’ αυτό σ’ όλο το διάστημα της τραγωδίας του Μεγάλου Πολέμου.
Παραγωγή λαδιού, σαπουνιού
Λάδι στην αγορά δεν υπήρχε. Ούτε σαπούνι. Μα υπήρχε το πολύτιμο γέννημα: Το φουντούκι. Γιατί να μην το εκμεταλλευτούν, να το μετατρέψουν σε λάδι, σε σαπούνι;
Την ελαιοπαραγωγή από φουντούκι τη σοφίζεται ένας απλοϊκός συμπατριώτης, ο Γιάννης Λαζκίν. Παραγγέλνει την πρώτη στοιχειωδική πιεστική μηχανή. Κατά τα τέλη του φθινοπώρου του 1916 κάνει την πρώτη δοκιμή. Επιτυχία. Σε λίγο κατασκευάζονται τελειότερες μηχανές.
Ο Μυτιληνιός Αυγουστίδης Γαληνός, κάτοικος από χρόνια, ειδικός σαπουνοπαραγωγός, κατασκευάζει πρώτος σαπούνι.
Σε λίγο οι δυο παραγωγές γενικεύονται.
Ο στρατός χρειαζότανε σαπούνι. Και ο Ρωμιός κινείται. Εισηγείται την ίδρυση κρατικών ελαιοπαραγωγικών εργοστασίων και σαπουνοποιείων, με προσωπικό. Η εισήγηση γίνεται πρόθυμα δεκτή. Σε λίγο στρατεύσιμοι αρκετοί εργάζονται αθόρυβα στην κρατική αυτή παραγωγή, με Διοικητή τον «Νοκτά Κομμαντανή» (Διοικητή Τομέα) και εργοδηγό τεχνίτη τον Γαληνό. Παράλληλα, κάμποσα καταστήματα και σπίτια καταγινόντουσαν με την παραγωγή λαδιού ή σαπουνιού για κατανάλωση στο Κοινό. Έτσι δημιουργήθηκαν και δύο βιοτεχνίες. Και μια καλή κίνηση στο εμπόριο των φουντουκιών. Κ’ ένας βιοπορισμός και μια οικονομική ανακούφιση γενικά.
Η πήττα του πιεσμένου φουντουκιού, όταν έβγαινε σε ανώτερη καθαρή ποιότητα, αντικατάστηνε στα φτωχόσπιτα ένα μέρος από το ψωμί που ήταν λιγοστό.
Σε κατώτερη ποιότητα, χρησιμοποιόταν ως καύσιμη ύλη.
Ήδη από νωρίς, με την έναρξη σχεδόν του πολέμου, η σκληρή φλούδα του φουντουκιού χρησιμοποιήθηκε πλατιά σαν καύσιμη ύλη στα μαγκάλια, δίνοντας υπέροχη φωτιά αντοχής. Είχε αντικαταστήσει επάξια το κάρβουνο. Παρασκευαζόταν, πρώτα, για την απανθράκωση, μέσα σε γκαζοτενεκέδες, με τρύπες γύρω. Με την ευκαιρία της νέας παραγωγής, λύθηκε και το σοβαρό ζήτημα του φωτισμού. Το πετρέλαιο στην αγορά έλειπε από καιρό. Το βρισκόμενο για την ώρα και ελάχιστο ήτανε σε ποσότητα και πανάκριβο. Ο κόσμος υπόφερνε. Με την ελαιοπαραγωγή όμως η ανησυχητική αυτή ανάγκη βολεύτηκε μια χαρά.
Ο υδραυλικός Παναγιώτης Ιακωβίδης κατασκεύασε ύστερα από δοκιμές, την κατάλληλη λάμπα: Ένας σωλήνας σε σχήμα ανάποδο Π ένωνε ένα ντεποζιτάκι με λάμπα τενεκεδένια, όμοια με τες συνηθισμένες. Το λάδι ριχνότανε στο ντεποζιτάκι. Με την πίεση που ασκούσε το αποθηκεμένο αυτό λάδι και λεπτά καθώς ήτανε, αναροφιόταν κανονικά κ’ έδινε φως ικανοποιητικότατο. Εφαρμόστηκε δηλαδή κατά υπόδειξη, η αρχή των «συγκοινωνούντων αγγείων» της Φυσικής.
Εκτός από τα παραπάνω πλεονεκτήματα, διασφαλιζόταν κ’ ένας αριθμός στρατεύσιμοι Έλληνες, με τη νέα οικονομική κίνηση.
Ήδη 9 μήνες πριν πετύχαιναν να μη στρατευτούνε για τα «στρατόπεδα εργασίας» καμια 70ριά Έλληνες στρατεύσιμοι. Δούλεαν σε στρατιωτικό κατάστημα ραφτικής στρατιωτικών εσωρούχων από κάμποτ, επιταγμένο από ελληνικά καταστήματα. Το προσωπικό δεν επαρκούσε. Και για να μπορέσει να σταθεί, μοίραζε μέρος της δουλειάς στα σπίτια, που πρόθυμα ανελάβαιναν τη συμπλήρσωη δίχως αμοιβή…
Πάει κι αυτό!
Μα σε λίγο ο αριθμός των Ελλήνων εργατών ελαιοπαραγωγής και σαπουνοποιΐας περιορίζεται σε 20. Οι λοιποί αντικαταστήνονται με Τούρκους βοηθητικούς. Βέβαια! Άλλον προορισμό είχαν οι Έλληνες. Προοριζόντουσαν για… «τας αιωνίους μονάς»…
Αλήθια! Πότε ο Μολόχ χόρτασε από ανθρωποθυσίες; Έπρεπε να εξοντωθούμε. Χέρ να κιονά ισέ. Οπωσδήποτε…
Ιωακείμ Σαλτσής