Η Ευσταθία Σπυροπούλου είχε γεννηθεί στις 10 Ιουνίου 1920. Έζησε στην Ελλάδα σε μια δύσκολη εποχή, όπου κυριαρχούσαν η φτώχεια και τα δεινά των πολέμων. Όπως έλεγε, όταν ήταν μικρή, οι άνθρωποι δεν είχαν να φάνε. Οι γονείς της όμως, καλλιεργώντας τη γη, είχαν πάντα φαγητό στο τραπέζι και πάντα φύλαγαν και ένα πιάτο για κάποιον περαστικό, που το είχε ανάγκη.
Έφυγε από τη ζωή στις 16 Ιουλίου με συμπληρωμένα τα 104 χρόνια της, και μέχρι πρόσφατα η γιαγιά Ευσταθία έλεγε στα παιδιά της να μην πετάνε φαγητό, και να είναι ευγνώμονες που το έχουν.
Με το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου παντρεύτηκε και ξεκίνησε τη δική της οικογένεια. Ο πρωτότοκος γιος της, ο Παύλος, γεννήθηκε έναν χρόνο αργότερα. Τότε ο άντρας της κλήθηκε να πολεμήσει στον Εμφύλιο, «τον χειρότερο όλων των πολέμων», όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Μόνη της μεγάλωσε το παιδί της για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ώσπου να γυρίσει ο πατέρας από τον πόλεμο. Με τις πληγές του πολέμου ακόμη ανοιχτές και τη βαθιά οικονομική κρίση, η ζωή ήταν πολύ δύσκολη. Ακόμα και η γη, που είχε μείνει ακαλλιέργητη τόσον καιρό, ήταν δύσκολο να δώσει καρπούς.
Το ζευγάρι απέκτησε άλλα έξι παιδιά, τα όποια η κυρία Ευσταθία γέννησε στο σπίτι, χωρίς γιατρό, με τη βοήθεια μιας γυναίκας που εκτελούσε χρέη μαμής του χωριού. Χωρίς νερό και ηλεκτρικό, έπρεπε να γεμίζουν τα παγούρια στην πλατεία του χωριού, για να έχουν να πίνουν.
Η Σταυρούλα είναι το έκτο παιδί της οικογένειας και μόνο ωραίες αναμνήσεις έχει από την παιδική της ηλικία, καθώς ήταν πολύ μικρή για να καταλάβει τις δυσκολίες. Τα μεγαλύτερα αδέρφια δούλευαν στα χωράφια, αλλά εκείνη ζούσε προφυλαγμένη από τις κακουχίες. Με νοσταλγία θυμάται το τζάκι όπου μαζεύονταν όλοι γύρω από τη φωτιά, και τη μητέρα τους να τους λέει ιστορίες.
Μιλώντας στην ομογενειακή ηλεκτρονική εφημερίδα neoskosmos.com, με αφορμή τα 100ά γενέθλια της μητέρας της, είχε πει μεταξύ άλλων: «Πήραμε το δρόμο της μετανάστευσης τον Σεπτέμβριο του 1964 με προορισμό την “τυχερή χώρα”, την Αυστραλία. Έναν μήνα στο πλοίο “Πατρίς”, και βρεθήκαμε από τη μια άκρη της γης στην άλλη. Στην αρχή ο εγκλιματισμός ήταν δύσκολος.
»Οι ήχοι των οικόσιτων ζώων που είχαμε στο χωριό αντικαταστάθηκαν από σειρήνες της αστυνομίας, της πυροσβεστικής και των ασθενοφόρων. Το πολιτιστικό σοκ ήταν μεγάλο, αλλά σύντομα συνηθίσαμε. H Αυστραλία έγινε το νέο μας σπίτι. Αγοράσαμε και σπίτι στο Fawkner και έτσι ρίξαμε ρίζες εδώ. Έχουμε τις καλύτερες αναμνήσεις ως οικογένεια από κείνο το σπίτι.
»Η μητέρα μου αποκαλούσε “Παράδεισο” τη νέα μας πατρίδα, και δεν μπορούσε να καταλάβει πώς κάποιοι γκρίνιαζαν και ένιωθαν κουρασμένοι, από τη στιγμή που δεν χρειαζόταν να κόψουν ξύλα για να ζεσταθούν και να μαγειρέψουν. Με τις ανέσεις των πλυντηρίων, την παροχή ρεύματος και νερού, όλα γίνονταν εύκολα.
»Για τις ευκαιρίες που μας δόθηκαν σε τούτο τον τόπο και που δεν θα μας δίνονταν στην Ελλάδα, οι γονείς μου ήταν πάντα ευγνώμονες. Η οικογένεια μεγάλωσε, τα παιδιά έκαναν δικά τους παιδιά και εγγόνια, που ζουν σε όλη τη Μελβούρνη.
»Αυτό το σπίτι όμως στο Fawkner, μαζί με τη μητέρα, είναι ο συνδετικός κρίκος όλων μας.
»Χάσαμε τον πατέρα μας πριν από 18 χρόνια και τιμήσαμε την επιθυμία του να θαφτεί στην Ελλάδα, στο χωριό του, το οποίο λάτρευε και ποτέ δεν ξέχασε. Η μητέρα και τα επτά παιδιά πήγαμε στην Ελλάδα να τον αποχαιρετήσουμε στην τελευταία του κατοικία.
»Η κυρία Ευσταθία έζησε στην ίδια διεύθυνση εδώ και τριάντα χρόνια. Μέχρι και σήμερα [σσ.: η συνέντευξη δόθηκε το 2020] αποκαλεί την Αυστραλία “τυχερή χώρα” και νιώθει υπερήφανη ως Ελληνίδα της Αυστραλίας. Γι’ αυτήν το Fawkner παραμένει το καλύτερο προάστιο της Αυστραλίας, και η Αυστραλία η καλύτερη χώρα στον κόσμο. Η Ελλάδα όμως είναι πάντα στην καρδιά μας και σε κάθε ίνα του κορμιού μας».