Η Ποντοηράκλεια, γνωστή και ως Βασιλίτσα, είναι ένα αμιγώς ποντιακό χωριό του νομού Κιλκίς που ανήκει στο Δήμο Παιονίας. Οι κάτοικοί του έχουν καταγωγή από την περιοχή των Κοτυώρων και έφυγαν κυνηγημένοι από τον Πόντο το 1922. Για δύο ολόκληρα χρόνια έμειναν στη Μεσσηνία, το μεγαλύτερο μέρος τους στο χωριό Βασιλίτσι, γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε, από ευγνωμοσύνη προς τους Μεσσήνιους που τους άνοιξαν τα σπίτια τους και τους φιλοξένησαν, ονόμασαν το καινούργιο τους χωριό Βασιλίτσα. Εκείνοι οι φιλότιμοι Μεσσήνιοι έσωσαν την τιμή της Ελλάδας στα μάτια των προσφύγων!
Φέτος η Ποντοηράκλεια συμπληρώνει 100 χρόνια από την ίδρυσή της.
Η πρόεδρος του Συλλόγου Ποντίων Ποντοηράκλειας «Διγενής Ακρίτας» Δέσποινα Φρονιμοπούλου η οποία είναι τριτοετής φοιτήτρια της Νομικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο της Θράκης, μας καλεί στις τετραήμερες εκδηλώσεις που σχεδιάστηκαν από το ΔΣ για το σκοπό αυτό.
Μουσική με γνωστούς αστέρες του ποντιακού πενταγράμμου, θεατρική παράσταση με τον πολυσχιδή καλλιτέχνη Αλέξη Παρχαρίδη, εγκαίνια μνημείου για τον Πόντο, και πλήθος άλλων εκδηλώσεων πλαισιώνουν το πλούσιο πρόγραμμα που ετοίμασαν οι Βασιλιτσιώτες του Κιλκίς περιμένοντας τους «αδελφούς τους» Βασιλιτσιώτες από τη Μεσσηνία.
Γιατί… η Βασιλίτσα γιορτάζει και το Βασιλίτσι είναι επίσημα προσκεκλημένο να χορέψει με τις κατάλευκες φουστανέλες του τον τσάμικο και τον καλαματιανό, στην πλατεία του όμορφου ποντιακού χωριού της Μακεδονίας!
Για την ιστορία του χωριού και του Συλλόγου του μας μιλούν δύο Ποντοηρακλιώτες και παλιά μέλη του, ο Κώστας Χαρτοματσίδης (Κ.Χ.) και ο Παύλος Λορκίδης (Π.Λ.).
Από ποια χωριά στον Πόντο κατάγονται οι κάτοικοι της Ποντοηράκλειας;
Κ.Χ.: Οι κάτοικοι της Ποντοηράκλειας κατάγονται από τρία χωριά του Πόντου, το Καράκαβουζ, το Αρτούχ, και το γνωστό Τσάμπασιν για το οποίο γράφτηκε το περίφημο τραγούδι «εκάεν το Τσάμπασιν». Αυτά τα χωριά ανήκαν στην επαρχία Ζονγκουλντάκ του νομού Κοτυώρων-Ορντού.
Οι δικοί μας ξεκινήσανε από εκεί το 1922. Οι Τσαρνταμάδες, η τουρκική στρατοχωροφυλακή, τους έκαναν αυστηρό σωματικό έλεγχο και τους κατέσχεσαν οτιδήποτε αξίας είχαν επάνω τους. Δεν τους άφησαν τίποτα, ούτε λίρες ούτε χρυσαφικά. Αυτά τα έχω ακούσει από αυτόπτη μάρτυρα, από τον μπάρμπα- Λάζαρο Ευθυμιάδη αλλά και από τον θείο μου τον Χρήστο Χαρτοματσίδη του Χαραλάμπους τον μεγαλύτερο αδελφό του πατέρα μου. Αφού τους έκαναν λοιπόν αυστηρότατο σωματικό έλεγχο και τους κρατούσαν ό,τι αξίας είχαν επάνω τους, τους ανάγκαζαν να επιβιβαστούν σε μακρόστενα καΐκια τα οποία τους μετέφεραν ανοικτά στο λιμάνι των Κοτυώρων όπου τους περίμεναν μεγάλα εμπορικά πλοία.
Π.Λ.: Έκαναν πολλές ημέρες για να έρθουν στην Ελλάδα. Σκορπίσανε σε διάφορους τόπους. Τα πλοία προσέγγιζαν σε λιμάνια και πολλά από αυτά δεν τους δέχονταν. Φανταστείτε την απογοήτευσή τους. Διωγμένοι από την πατρίδα τους, έχοντας χάσει τα πάντα αναζητούσαν τόπο να σταθούν ελπίζοντας στην πρόνοια της μάνας Ελλάδας, αλλά δυστυχώς έβρισκαν «κλειστές πόρτες».
Θυμάμαι τη θεία τη Μαρία, την γυναίκα του αγροφύλακα. Ήταν ένθερμη οπαδός του Ολυμπιακού. Δεν άντεξα την ρώτησα μια φορά, «τόσες ομάδες έχουμε στον βορρά, γιατί υποστηρίζεις τον Ολυμπιακό»; Κι εκείνη απάντησε: «Γιατί ήμουν μικρό κοριτσάκι όταν ήρθαμε από τον Πόντο και θυμάμαι την συμπεριφορά των Αρχών σε κάθε λιμάνι που προσέγγιζε το πλοίο μας, δεν μας άφηναν να αποβιβαστούμε, μας έλεγαν να φύγουμε. Στον Πειραιά μας δέχτηκαν. Ευλογημέν’ ανθρώπ’! Πώς να μη ίνουμε Ολυμπιακός; Αν επόρνα σο γήπεδον πα θα επένα! (Ευλογημένοι άνθρωποι. Πώς να μην γίνω Ολυμπιακός; Αν μπορούσα θα πήγαινα και στο γήπεδο)!
Το δικό σας το πλοίο πού βρήκε λιμάνι τελικά;
Π.Λ.: Το δικό μας το πλοίο βρήκε λιμάνι στην Κορώνη. Κάποιοι έμειναν εκεί και οι υπόλοιποι μοιράστηκαν σε τρία χωριά στο Χαρακοπιό, στο Βασιλίτσι και στην Χρυσοκελλαριά την γνωστή και ως Σαρατζάς, όλα χωριά της Μεσσηνίας.
Κ.Χ.: Εκεί οι κάτοικοι των χωριών μας φιλοξένησαν. Και οι δικοί μας όμως ανταπέδιδαν την αγάπη και την εμπιστοσύνη τους. Δουλεύανε μέρα-νύχτα για να προσφέρουνε στο κοινό νοικοκυριό. Ο πατέρας μου ήταν ο μικρότερος από τα αδέλφια του, ήταν 7-8 χρονών και του εμπιστεύτηκαν επτά κατσικάκια για να φυλάει. Θυμόταν το σπίτι που τους φιλοξενούσε και μου το περιέγραφε με λεπτομέρειες. Ήταν όπως τα σπίτια στον Πόντο, στον επάνω όροφο το νοικοκυριό και στο ισόγειο το μαντρί. Κάθε πρωί λοιπόν ξυπνούσε αχάραγα, έπαιρνε τα επτά κατσικάκια και τα πήγαινε για να βοσκήσουν. Ήταν η δική του προσφορά στην οικονομία του σπιτιού και αυτό τον έκανε ιδιαίτερα χαρούμενο και υπεύθυνο άτομο από μικρό.
Π.Λ.: Το 1984 γιορτάσαμε τα 60 χρόνια της εγκατάστασης στο χωριό μας. Είχαμε καλέσει και τότε τους ανθρώπους αυτούς που φιλοξένησαν στα πρώτα δύσκολα χρόνια τους δικούς μας. Μόλις έφτασε το λεωφορείο κατέβηκε πρώτος κάποιος Νίκος Ματθιόπουλος από το Χαρακοπιό και έψαχνε την οικογένεια Δεμερτζίδη. Τον πλησίασα και του είπα πως Δεμερτζίδου είναι η μάνα μου. Τον πήρα με την παρέα του στο σπίτι μας και τους φιλοξενήσαμε. Ήταν συγκινητικό, τι να σου πω… Θυμήθηκαν πως όταν ήταν μικροί κουβαλούσαν μαζί με τη μάνα μου ξύλα για να φτιάξουν το αμπέλι.
Κ.Χ.: Τότε που είχαν έρθει οι Μεσσήνιοι στο χωριό μας το 1984, είχαν εκτυλιχτεί πολλές συγκινητικές στιγμές. Θυμάμαι πως ήμουν νέο παλικάρι και πήγα μαζί με τον πρόεδρο της κοινότητάς μας, τον Γιώργο Φρονιμόπουλο, να τους υποδεχτούμε πριν μπουν ακόμα στο χωριό. Εκεί στο ύψος του Μαξίμ (σ.σ. του κέντρου διασκεδάσεως μεταξύ Πολυκάστρου και Πευκοδάσους) σταματήσαμε το λεωφορείο τους, ανέβηκα επάνω εγώ και ο πρόεδρος οδηγούσε μπροστά με την κούρσα του. Πήρα το μικρόφωνο και τους καλωσόρισα εκφράζοντάς την αγάπη και την ευγνωμοσύνη που νιώθουμε ακόμα και εμείς οι δεύτερης και τρίτης γενιάς Πόντιοι για την βοήθεια και την συμπαράστασή τους στους αναγκεμένους προγόνους μας.
Όταν φτάσαμε στο χωριό μας και κατέβηκαν στην πλατεία με πλησίασε ένας ξανθός, ευτραφής κύριος και μου συστήθηκε. Κωνσταντίνο τον λέγανε, δυστυχώς το επίθετο μού διαφεύγει. «Είχα ένα φίλο, τι φίλο…αδελφό! Εγώ ήμουν 4 χρονών και εκείνος 7. Παίζαμε μαζί. Μου έλεγε για το σπίτι του στον Πόντο, μου μάθαινε πράματα, σαν μεγάλος αδελφός. Εκείνα τα δύο χρόνια που ζήσαμε μαζί τα θυμάμαι με νοσταλγία». «Πώς τον έλεγαν», ρώτησα και με απάντησε «Αριστείδη», το όνομα του πατέρα μου.
Τον πήρα από το χέρι και αυτόν και τα άτομα που ήταν μαζί του και τους πήγα σπίτι μου. Περιττό να περιγράψω τι ακολούθησε. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως είδα μπροστά μου δύο μεγάλους άντρες να πέφτει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και να κλαίνε σαν μικρά παιδιά. Είχαν να ειδωθούν 60 ολόκληρα χρόνια, από την εποχή που ήταν μικρά αγόρια! Μας έκαναν όλους να κλαίμε μαζί τους από συγκίνηση. Μετά πήγαν και οι δικοί μου στην Καλαμάτα και κρατούσαν επαφές για πολλά χρόνια.
Γιατί φύγατε από την Πελοπόννησο, αφού βρήκατε φιλόξενο περιβάλλον και όμορφο τόπο;
Κ.Χ.: Μείναμε στην Μεσσηνία για δύο χρόνια, εντολή του κράτους όμως ήταν να ανέβουμε στην Μακεδονία. Εδώ έδιναν κλήρο για να ξεκινήσουμε από την αρχή τις ζωές μας. Ήρθε λοιπόν μια τριμελής επιτροπή μεταξύ των οποίων και ο Κυριάκος ο Φρονιμόπουλος που γνώριζε τον παπά του διπλανού χωριού, της Πλατανιάς. Ο Κυριάκος Φρονιμόπουλος ο προπάππους της Δέσποινας [Φρονιμοπούλου] πέθανε 114 χρονών, και υπήρχε και άλλος υπεραιωνόβιος ο προπάππους μου Ευθύμης Ευθυμιάδης που πέθανε 117 χρονών. Ήταν πολύ γεροί άνθρωποι οι πρόγονοί μας.
Εδώ δεν είχε τίποτα, κάτι ερείπια είχαν μείνει μόνο από τους Τούρκους. Ο οικισμός στα τουρκικά λεγόταν Ερεσελί που σημαίνει στη γλώσσα τους «φτωχός τόπος». Είδαν τους λόφους που τους θύμιζαν τα χωριά τους στον Πόντο, είδαν και τρία ποτάμια που έφερναν νερό μέσα στο χωριό και αποφάσισαν να εγκατασταθούν και να του δώσουν ζωή.
Γιατί ονομάσατε το χωριό σας Βασιλίτσα και πώς επικράτησε το Ποντοηράκλεια;
Π.Λ.: Το χωριό το είπαμε Βασιλίτσα, τιμής ένεκεν στο Βασιλίτσι στο χωριό της Μεσσηνίας που φιλοξένησε το 80% περίπου των σημερινών Βασιλιτσιωτών. Μέχρι το 1962 λεγόταν έτσι, βγήκε απόφαση όμως πως πρέπει να αλλάξει ονομασία γιατί το «τσα» είναι προβληματικό, παραπέμπει στην βουλγάρικη γλώσσα. Έπρεπε να αλλάξει.
Κ.Χ.: Όταν έκλεισαν τα μεταλλεία του Καρακαβούζ οι δικοί μας πήγαν για 29 χρόνια στην Ποντοηράκλεια, στο Ερεγλί, έτσι λέγεται στα τουρκικά, στην Ηράκλεια την Ποντική όπως την αναφέρει ο Ηρόδοτος. Γι’ αυτό είπαμε το χωριό μας Ποντοηράκλεια. Αυτή είναι η επίσημη ονομασία του αλλά ακόμα και σήμερα οι πιο πολλοί το λένε Βασιλίτσα.
Προφήτη Ηλία είχαμε στο Καρακαβούζ, Προφήτη Ηλία χτίσαμε και στο καινούργιο μας χωριό στην Ελλάδα. Η πρώτη εκκλησία έγινε ξύλινη, την έκανε ο παππούς μου, μετά ακολούθησε και το σχολείο. Όλα φτιάχτηκαν με προσωπική εργασία.
Ακόμα και τη δεύτερη εκκλησία την χτίσανε με τα χέρια τους οι παππούδες και οι πατεράδες μας, δεν πήγαμε να ζητήσουμε χρήματα από πουθενά. Άξιοι άνθρωποι!
Αλεξία Ιωαννίδου