Η προσπάθεια του Κύπριου προέδρου Νίκου Χριστοδουλίδη να επανενεργοποιήσει τις συνομιλίες για το Κυπριακό δεν φαίνεται να έχουν μέχρι στιγμής αίσιο αποτέλεσμα, καθώς η έκθεση της διαμεσολαβήτριας Μαρίας-Άνχελας Ολγκίν-Κουεγιάρ δεν ικανοποιεί τις λογικές προσδοκίες. Οι διαπιστώσεις της για σύγκλιση προϋποθέτουν απομάκρυνση, ακόμη και από τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και από τη λύση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας.
Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ερσίν Τατάρ πιστεύει πως με τη στασιμότητα στο Κυπριακό θα πετύχει την αναγνώριση, και αρνείται τις συνομιλίες από το σημείο όπου σταμάτησαν στο Κραν Μοντανά.
Για να γίνει σαφέστερη η διάσταση, ο Τατάρ υποστηρίζει πως ο μοναδικός δρόμος για εξελίξεις στο Κυπριακό είναι η αναγνώριση κυριαρχικής ισότητας και ισότιμου διεθνούς καθεστώτος στα δύο μέρη.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά επιμένει ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη τα κεκτημένα των συνομιλιών και τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, και η επανέναρξη της διαδικασίας να γίνει από το σημείο όπου διακόπηκε στο Κραν Μοντανά, με στόχευση σε λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα.
Άλλο πολιτική ισότητα και άλλο κυριαρχική ισότητα. Με απλά λόγια, η τουρκική πλευρά επιδιώκει αναγνώριση δύο διαφορετικών κρατών τα οποία θα δημιουργήσουν μια χαλαρή συνομοσπονδία.
Η διάσταση είναι προφανής. Το ίδιο και η άρνηση της τουρκοκυπριακής πλευράς να δεχθεί παράταση της αποστολής της Ολγκίν. Και το ερώτημα είναι: πού στόχευε ο Κύπριος πρόεδρος με την προσπάθειά του για επανέναρξη των συνομιλιών όταν τα δεδομένα ήταν γνωστά;
Στην Κύπρο πάντως ερίζουν περί άλλων. Αν ο Τσαβούσογλου δέχθηκε ή όχι στο Κραν Μοντανά να αποσύρει τα στρατεύματά της η Τουρκία και να εγκαταλείψει την ιδέα της εγγυήτριας δύναμης και του επεμβατικού δικαιώματος. Φυσικά και είναι αδύνατο να αποδέχθηκε κάτι τέτοιο ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας.
Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται αυτές τις ημέρες από το πραξικόπημα που η χούντα των Αθηνών πραγματοποίησε στην Κύπρο, ένα πραξικόπημα που από τους χουντικούς υποστηρικτές του σήμερα γίνεται προσπάθεια να δικαιολογηθεί, και να συσκοτιστεί ο προδοτικός ρόλος των στρατιωτικών που το διενήργησαν και των πολιτικών που το κάλυψαν.
Την ώρα που οι Τούρκοι αποβιβάζονταν στο νησί, οι χουντικοί καταδίωκαν τους Κύπριους δημοκρατικούς πολίτες και εισέβαλαν στις πόλεις της μεγαλονήσου με τα άρματα με τα οποία έπρεπε να αντιμετωπίσουν τους εισβολείς.
Παρέδωσαν το νησί σε μια συνεργασία Τουρκίας-ΗΠΑ-Βρετανίας, υποβοηθούμενης από το Ισραήλ.
Στη δεύτερη φάση της επιχείρησης, στην Αθήνα υπήρχε πολιτική κυβέρνηση υπό τον Καραμανλή, με υπουργό Άμυνας τον Αβέρωφ, η οποία επικαλέστηκε το δόγμα «Η Κύπρος κείται μακράν» για να δικαιολογήσει την αδράνειά της. Ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Λονδίνου Βασίλης Φούσκας στο βιβλίο του Το μελάνωμα της Κύπρου αποκαλύπτει τις ευθύνες Καραμανλή και Αβέρωφ για τον δεύτερο Αττίλα.
Αλλά και ο παρατηρητικός αναγνώστης του βιβλίου του Αλέξη Παπαχελά Ένα σκοτεινό δωμάτιο θα διαπιστώσει πως όταν ο Καραμανλής πήγε να βγάλει γλώσσα στον Σίσκο (Αμερικανό υφυπουργό Εξωτερικών) και την αμερικανική αντιπροσωπεία που τον επισκέφθηκε μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας, πήρε την απάντηση: «Δεν ήρθαμε να απολογηθούμε, αλλά για να κάνουμε μια λογική πρόταση για να αποφευχθούν τα χειρότερα». Και Καραμανλής άρχισε να τα μαζεύει.
Τα χειρότερα δεν αποφεύχθηκαν.
Η όλη υπόθεση αντί να χρησιμοποιηθεί ως μάθημα για τη διαμόρφωση της αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής της χώρας, οδήγησε σε λανθασμένες –όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων– κινήσεις, με την έξοδο από το ΝΑΤΟ. Αν η κίνηση είχε στρατηγική στόχευση θα ήταν κατανοητή. Όχι μόνο δεν είχε, αλλά τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα σχεδόν ικέτευε για την είσοδό της και πάλι στο ΝΑΤΟ, φυσικά με λιγότερες αρμοδιότητες από πριν.
Στο σήμερα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης βρέθηκε στις ΗΠΑ συμμετέχοντας στη συνεδρίαση για την 75η επέτειο από την ίδρυση της Συμμαχίας, με μόνιμη επωδό πως πρόκειται για μια συμμαχία χωρών που προασπίζεται την ειρήνη.
Το ποια ειρήνη υπερασπίζεται φαίνεται από ένα tweet των ημερών που ανέφερε: «Το ΝΑΤΟ ανακοινώνει επίσημα ότι θα στείλει μαχητικά αεροσκάφη F-16 στην Ουκρανία για τον πόλεμο κατά της Ρωσίας».
Ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν είχε δηλώσει προηγουμένως τα μαχητικά αεροσκάφη F-16 είναι νόμιμοι στόχοι για τη Μόσχα, ακόμη και σε αεροδρόμια τρίτων χωρών. Είπε επίσης ότι εάν τα στείλει το ΝΑΤΟ πρόκειται για κλιμάκωση της ρητορικής που θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε πόλεμο. Είναι τώρα το ΝΑΤΟ σε πόλεμο με τη Ρωσία;
Το ΝΑΤΟ μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας δεν έχει βρει το στόχο και την αποστολή του. Ουσιαστικά υπάρχει για να προασπίζεται τα αμερικανικά συμφέροντα υπό το δόγμα ότι οι ΗΠΑ είναι η ηγέτιδα δύναμη του φιλελεύθερου δυτικού κόσμου και πρέπει να ηγεμονεύσει παγκοσμίως για να μην αλλάξει το διεθνές status.
Το ότι στην ίδια συμμαχία η Ελλάδα συνυπάρχει με την Τουρκία η οποία την απειλεί με casus belli δεν έχει καμιά σημασία για το ΝΑΤΟ. Ούτε και αν η Βόρεια Μακεδονία που έγινε μέλος με τη συναίνεση της Αθήνας καταπατεί τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Ο «δεδομένος» μάλιστα Έλληνας πρωθυπουργός έφθασε στο σημείο να δηλώσει σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Ουάσινγκτον στο πλαίσιο του NATO Public Forum, ότι «πρέπει να εξετάσουμε τα κενά που έχει δημιουργήσει [σ.σ. η βοήθεια στην Ουκρανία] στις δικές μας αμυντικές ικανότητες». Κάτι που αρνήθηκε επανειλημμένως στη Βουλή ο κ. Μητσοτάκης ότι συμβαίνει και το υποστήριξαν με δημόσιες δηλώσεις τους και Έλληνες ανώτατοι στρατιωτικοί.
Το ΝΑΤΟ ανασυγκροτείται σε νέα βάση και οι περιφερειακοί σχεδιασμοί του απαιτούν και νέα οργάνωση και περισσότερους εξοπλισμούς, που σημαίνει περισσότερα χρήματα. Συζητείται ήδη το ποσοστό του ΑΕΠ που θα επενδύσει κάθε χώρα να ανέρχεται στο 2,5% από 2% που ήταν μέχρι τώρα.
Δίνονται περισσότερες αρμοδιότητες στους στρατιωτικούς (κυρίως στον Ανώτατο Συμμαχικό Διοικητή Ευρώπης – SACEUR) και σχεδιάζεται αν εκλεγεί ο Τραμπ να υπάρξει μια αυτόνομη ευρωπαϊκή διάσταση εντός του ΝΑΤΟ που θα συνεργάζεται με το υπόλοιπο.
Όλα αυτά είναι πολύ σοβαρές εξελίξεις και πολύ κοστοβόρες, αλλά στη χώρα μας τίποτε δεν συζητείται δημοσίως. Ούτε φυσικά σε κυβερνητικό επίπεδο. Θα αποφασίσει ο πρωθυπουργός και θα ανακοινώσει την απόφασή του. Έχουμε βαρεθεί τη δημοκρατία.
Δεξαμενές σκέψης, όπως η βρετανική European Leadership Network (ELN), εστιάζουν αναλυτικά στο θέμα του νέου ΝΑΤΟ και συνιστούν να συζητηθούν το ζήτημα της οικονομικής συμμετοχής των χωρών-μελών και οι άλλες αλλαγές αναλυτικά – και στον δημόσιο διάλογο και στα κοινοβούλια των χωρών-μελών.
Έχουν φαίνεται στο μυαλό τους οι άνθρωποι χώρες στις οποίες η δημόσια σφαίρα λαμβάνεται υπόψη στη διαμόρφωση πολιτικής από τις κυβερνήσεις, και στο κοινοβούλιο γίνεται σοβαρή συζήτηση για θέματα που αφορούν τις κοινωνίες, όταν κυρίως είναι οικονομικά.
Στην Ελλάδα, είτε πρόκειται για την Ελλάδα του Μητσοτάκη είτε των προηγουμένων κυβερνήσεων, αποφασίζει ένας μικρός πυρήνας με τον οποίο συνδιαλέγεται ο εκάστοτε πρωθυπουργός.
Ούτε στη δημόσια σφαίρα θα γίνει λόγος, ούτε πολύ περισσότερο στη Βουλή. Θα αποφασίσουν άλλοι για εμάς, έστω και αν εκπροσωπούν το 11,5% του εκλογικού σώματος.
Ενδιαφέρεται κανείς για το πόσα χρήματα από το ΑΕΠ θα δοθούν; Βεβαίως οι ανάγκες της ελληνικής άμυνας από τον μόνο κίνδυνο που αντιμετωπίζει η χώρα (την Τουρκία) καλύπτουν το μίνιμουμ ποσοστό του ΑΕΠ που ζητά το ΝΑΤΟ (2,5%), αλλά η αγορά οπλικών συστημάτων και η διάταξη του στρατού είναι διαφορετική όταν η κύρια στόχευση είναι η Τουρκία και διαφορετική όταν η άμυνα προσανατολίζεται στην πολιτική του ΝΑΤΟ.
Εν κατακλείδι, το μέτωπο της Μέσης Ανατολής και η αυτονόμηση της Τουρκίας από τις ΗΠΑ σε θέματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής αποδεικνύουν πως αν δεν υπήρχαν η Κύπρος και η Ελλάδα στη δυτική πλευρά η αμερικανική –και η ευρωπαϊκή, όπως θα διαμορφωθεί– πολιτική στη Μέση Ανατολή θα συναντούσαν πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες.
Ήρθε η ώρα ΗΠΑ, Ισραήλ και Μεγάλη Βρετανία να συνειδητοποιήσουν την νέα πραγματικότητα και να βοηθήσουν σε μια λύση του Κυπριακού που θα αποκαθιστά την ενότητα του νησιού με λειτουργική μορφή.
Για το δικό τους συμφέρον.