Ίσως να είναι μακάβριο, ένα έθιμο με χαρακτήρα… απόκοσμο, ωστόσο με αυτόν τον τρόπο οι Πόντιοι από το Καρς, καθώς και από αλλού, μπορούν μέχρι σήμερα να έχουν (κυριολεκτικά) μια εικόνα των ανθρώπων που βρίσκονται στο γενεαλογικό τους δέντρο. Ένα φέρετρο στη μέση και τριγύρω θλιμμένα πρόσωπα είναι ένα ενθύμιο που φυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού· τον 18ο και τον 19ο αιώνα η φωτογράφηση την ημέρα της κηδείας, στην αυλή του σπιτιού, ήταν μέρος του «τελετουργικού» του αποχαιρετισμού ενός αγαπημένου προσώπου.
«Στη φωτογραφία έπρεπε να είναι όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι του πεθαμένου, γιατί την θεωρούσαν ενθύμιο από τον νεκρό και με αυτόν τον τρόπο τιμούσαν τη μνήμη του» γράφει ο Κωνσταντίνος Παυλίδης στο βιβλίο του Ζέλετσα Κυβερνείου Καρς Καυκάσου (εκδ. Ινφογνώμων).
Αφιερώνοντας ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην τελετή της κηδείας, μας πληροφορεί ακόμα ότι το νεκρό σώμα απαγορευόταν να το πλύνουν οι «σπιτιανοί», γι’ αυτό αμέσως καλούσαν συγγενείς και φίλους. Η σορός τοποθετούνταν σε μακριές σανίδες πάνω στο πάτωμα και η «αμοιβή» για το πλύσιμο ήταν πετσέτα και σαπούνι (πεσκίρ’ και σαπόν’, στα ποντιακά). Τα ίδια «δώρα» λάμβαναν και οι άνδρες που έσκαβαν τον τάφο – η κηδεία γινόταν τρεις ημέρες μετά το θάνατο.
Τους νεκρούς τους έντυναν με καθαρά ρούχα και οπωσδήποτε τους φορούσαν παπούτσια. Η σορός έπρεπε να παραμείνει τουλάχιστον ένα βράδυ στο σπίτι· το φέρετρο το τοποθετούσαν στο κέντρο του μεγαλύτερου δωματίου και γύρω κάθονταν μόνο ηλικιωμένες γυναίκες, όχι συγγενείς.
Τα μοιρολόγια σταματούσαν τα μεσάνυχτα, από εκεί και έπειτα δεν επιτρεπόταν να μοιρολογούν, μόνο να αναφέρουν διάφορα ευτράπελα και αστείες στιγμές από τη ζωή του ανθρώπου που είχαν μπροστά τους.
Μέχρι να ξημερώσει κάποια από τις γυναίκες σκέπαζε το πρόσωπο του νεκρού ή της νεκρής με ένα μαντίλι, το οποίο αφαιρούνταν το πρωί, που έπλεναν ξανά το πρόσωπο. Για τον τελευταίο ασπασμό στο μέτωπο έβαζαν μια μαύρη κορδέλα που έφερε προσευχή και στις δύο όψεις.
Μετά την κηδεία όλοι επέστρεφαν στο σπίτι των εκλιπόντων, έπλεναν τα χέρια και τους μνημόνευαν. «Ήταν σύνηθες για τους κατοίκους της Ζέλετσας να έρχονται για συλλυπητήρια τη δεύτερη και την τρίτη ημέρα. Η εθιμοτυπική αυτή επίσκεψη ονομαζόταν “χατίρ”. Οι άντρες έφερναν τα ποτά και οι γυναίκες τα φαγητά. Δεν έλειπαν φυσικά τα “κοκκία”, τα κόλλυβα από σιτάρι. Την ένατη μέρα προσκαλούνταν αυτοί που κάθονταν δίπλα στον νεκρό. Στις σαράντα μέρες μνημόνευαν τον νεκρό με τρεις προπόσεις, έθιμο το οποίο ήταν αυστηρό» όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Παυλίδης.
Οι κοντινοί συγγενείς κρατούσαν πένθος μέχρι και έναν χρόνο: οι γυναίκες φορούσαν μαύρα φορέματα και μαντίλια και οι άνδρες δεν ξυρίζονταν. Για σαράντα μέρες μπροστά από τη φωτογραφία του νεκρού άναβαν κερί και είχαν ένα ποτήρι με νερό και ένα με σιτάρι.
Στη Ζέλετσα, όπως και σε άλλα χωριά του Καρς, οι Πόντιοι μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα δεν κατασκεύαζαν μνημεία στους τάφους. Το μόνο που τοποθετούσαν ήταν ένας ξύλινος σταυρός και ένα κοιμετέρ’, μια πέτρα με σκαλισμένο σταυρό και ένα βαθούλωμα για το άναμμα κεριών.