Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με πλήρη τίτλο «Εις την ανάληψιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» και ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’, το Μέρος Β’ και το Μέρος Γ’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιε’. Ακούγοντας τα λόγια αυτά Του Σωτήρα οι μαθητές,
αμέσως αρχινήσανε και μεταξύ τους λέγαν:
«Από τούτους τους ουράνιους, άλλοι πιο αξιόπιστοι αυτόπτες δεν υπάρχουν τη μαρτυρία να δώσουνε: ο Χριστός μας αναλήφθηκε.
»Γιατί αν δεν Τον απαντούσανε στον ουρανό εκεί πάνω,
»δεν θα κατέβαιναν εδώ να μας το αναγγείλουν.
»Ως Κύριος των Αγγέλων, Αγγέλους στέλνει να μας λεν και να μας φανερώνουν
»τι σχεδιάζει η αγάπη Του για χάρη των ανθρώπων,
»ο ήλιος που ανέτειλε από Παρθένο κόρη.
»Γεννήθηκε, κι οι Άγγελοι ήταν αυτοί που ανάγγειλαν την άγια γέννησή Του.
»Και όταν αναστήθηκε, πάλι οι Άγγελοι ήταν που με χαρά ανάγγειλαν την άγια ανάστασή Του.
»Και τώρα π’ αναλήφθηκε στους ουρανούς και πάει, τη Θεία και ολόχαρη, λαμπρή Ανάληψή Του,
»με τους καλούς Του Άγγελους πάλι μας αναγγέλλει:
»“πάντα μαζί σας θα ’μαι Εγώ, κι ενάντιά σας να σταθεί κανείς δεν θα τολμήσει”.
ιϛ’. »Γερά λοιπόν, με δύναμη να αντιμετωπίσουμε κακόδοξους και πλάνους.
»Τ’ άρματα ας αναλάβουμε όλοι μαζί, σαν μια γροθιά, για να σταθούμε απέναντι σ’ όλους τους συκοφάντες.
»Πρέπει όλοι να μοχθήσουμε, στην πάλη να επιμείνουμε,
»ώσπου να βγούμε νικητές κάτω σαν θα τους βάλουμε ‒ με πλάτη στην κονίστρα.
»Σε όσους απεργάζονται τ’ ανθρώπου το χαμό, με παρρησία να λέμε:
»“Πού είν’ ο που κρατούσατε νεκρό μέσα στον Τάφο;
»”Πού βρίσκετ’ άραγε Αυτός που οι στρατιώτες φύλαγαν,
»”κι ήταν λες κι ήταν φρούριο το μνήμα σφραγισμένο;
»”Πώς κλέψαν λέτε τον νεκρό; Πού σ’κώθηκε και πήγε;
»”Ποιος να Τον άρπαξ’ άραγε, ποιος σύλησε τον Τάφο; Και ποιος να Τον κουβάλησε και μακριά Τον πήρε;
»”Μέσα απ’ το μνήμα κλάπηκε ‒ αυτό είναι που θαρρείτε; Και τότε πώς μας έστειλε
»”μήνυμα απ’ το υπερπέραν και καθαρά μας μήνυσε και ξάστερα μας είπε: μην τους φοβάστ’ όλους αυτούς,
»”δεν σας νικάνε τούτοι· όπως σας το ’πα θα γενεί, όπως σας το ’πα είναι:
»”πάντα μαζί σας θα ’μαι Εγώ, κι ενάντιά σας να σταθεί κανείς δεν θα τολμήσει”».
ιζ’. Του Σωτήρα οι μαθητές, έτσι βλέπαν τα πράγματα κι αυτά είχαν στο μυαλό τους.
Αφού αναλήφθηκε ο Χριστός ‒Χριστός μα και Θεός μας‒
απ’ το όρος κατεβαίνανε γεμάτοι αγαλλίαση και με χαρά μεγάλη.
Μόλις φτάσανε κάτω, καθώς το γράφει η Γραφή,
έσκυψαν και προσκύνησαν τον Θεό ψηλά εκεί πάνω
και με παινέματα πολλά και με φωνές μεγάλες το όρος χαιρετούσανε,
καθώς ζητωκραυγάζανε γι’ αυτόν τον ελαιώνα
που τόσα αξιώθηκαν να δουν τα λιόδεντρά του.
«Μωρέ εσύ ξεπέρασες και τ’ όρος του Σινά» λέγαν, και το εξηγούσαν:
«σ’ εκείνο κάποτε ο Μωυσής περπάτησε απάνω και άφησε τα ίχνη του·
»σε σένα όμως περπάτησε ο Ίδιος ο Θεός μας. Σ’ εκείνο ο Νόμος δόθηκε, σ’ εσένα όμως η Χάρη
»που έπλασε και τον Μωυσή και που μας είπε όλους:
»“πάντα μαζί σας θα ’μαι Εγώ, κι ενάντιά σας να σταθεί κανείς δεν θα τολμήσει”.
ιη’. »Πιο πάνω κι απ’ τον Λίβανο στέκεις εσύ πια τώρα,
»και το Θαβώρ και το Ερμονιείμ κατώτερα μπροστά σου,
»γιατί ο Φιλάνθρωπος Θεός αυτά που έκανε σ’ εσέ, σ’ αυτά δεν τα έχει κάνει».
Οι μαθητές του Πλαστουργού αυτά, λοιπόν, σαν είπαν,
σταμάτησαν μέχρις εκεί και άλλα δεν του είπαν.
Σήκωσαν προς τον ουρανό μάτια μα και τα χέρια,
και ικέτευαν για το έλεος του Βασιλέα των όλων
‒ουράνιων κι επίγειων‒
και έτσι λέγαν φωναχτά: «Δώσε μας Αναμάρτητε απ’ τη δική Σου ειρήνη, και από μας ας απλωθεί σ’ ολόκληρο τον κόσμο με της πρεσβείες της Δέσποινας οπού Σ’ έχει γεννήσει.
»Γιατί ο δόλιος εχθρός δεν το αντέχει διόλου να βλέπει εδώ στα χαμηλά όλα ετούτα τα καλά που κάνουμε στον κόσμο.
»Μον’ διώξ’ τον Κύριε από μας ‒να φύγει μακριά μας‒ Εσύ Χριστέ μας που έχεις πει, Εσύ Θεέ που είπες:
»“πάντα μαζί σας θα ’μαι Εγώ, κι ενάντιά σας να σταθεί κανείς δεν θα τολμήσει”».