Αν πέθαινε σήμερα ο Τζιμ Μόρισον η είδηση θα είχε γίνει γνωστή μέσα σε χρόνο dt. Όμως, το μακρινό 1971 παίζει και στη χώρα μας να γινόταν γνωστή ακόμα και μετά από 48 ώρες. Όπως και να ‘χει, ο τραγουδιστής των Doors έζησε όλο το μύθο ενός ροκ σταρ. Μην σας πούμε ότι ο ίδιος τον έχτισε.
Η ζωή του ήταν σύντομη, αλλά έκανε σχεδόν τα πάντα. Και φυσικά μπήκε και σε αυτόν η ετικέτα της «κατάρας των 27». Όπου 27, η ηλικία του.
Είχαν προηγηθεί το 1970 οι θάνατοι της Τζάνις Τσόπλιν και του Τζίμι Χέντριξ, ενώ στα νεότερα χρόνια οι Κερτ Κομπέιν και Έιμι Γουάινχαουζ έφυγαν από τη ζωή σε ηλικία 27 ετών.
Ξέχωρα όμως από αυτά τα δυσοίωνα, ο Τζιμ Μόρισον ήταν νέος, όμορφος, προκλητικός, γεννημένος σταρ, και πάνω απ’ όλα υπερταλαντούχος. Και το τελευταίο ήταν το εισιτήριο για την αιωνιότητα. Ακόμα και αν την επέλεξε ο ίδιος· γιατί έχουμε και αυτό το σενάριο.
Τα σενάρια και η αλήθεια
Ήταν λοιπόν σαν σήμερα, το 1971, όταν στο διαμέρισμά τους στο Παρίσι –και συγκεκριμένα στο λουτρό– η τελευταία σύντροφος του, η Πάμελα Κούρσον, τον βρήκε νεκρό. Η αλήθεια είναι ότι στο κοινό δόθηκαν ελάχιστες εξηγήσεις για το πώς έφυγε ο καλλιτέχνης.
Νωρίτερα εκείνη τη χρονιά ο Μόρισον είχε μετακομίσει στη γαλλική πρωτεύουσα αφότου καταδικάστηκε στις ΗΠΑ σε έξι μήνες φυλάκιση για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Άσκησε έφεση και αποφάσισε να αλλάξει χώρα.
Όταν τον βρήκε νεκρό, η σύντροφός του (η οποία «έφυγε» 3 χρόνια μετά από ουσίες) ανησύχησε για τον αντίκτυπο. Έτσι έδωσε μια κατά τα φαινόμενα ψευδή περιγραφή των γεγονότων, δηλώνοντας ότι ήταν ξάδερφός της και ότι είχε υποστεί καρδιακή προσβολή.
Οι γαλλικές Αρχές δεν ζήτησαν νεκροψία κατόπιν αιτήματος της Κούρσον, και της επέτρεψαν να τον θάψει βιαστικά κοντά στη «Γωνιά του Ποιητή» στο Κοιμητήριο του Περ-Λασαίζ, εκεί όπου βρίσκονται οι τάφοι του Όσκαρ Ουάιλντ, της Εντίθ Πιάφ και της Γερτρούδης Στάιν, μεταξύ άλλων.
Αφότου έγινε η κηδεία, δύο μέρες μετά το θάνατό του δόθηκε στη δημοσιότητα η θλιβερή είδηση.
Η γενική υπόθεση είναι ότι ο frontman των Doors πέθανε από υπερβολική δόση. Η τότε σύντροφός του το επιβεβαίωσε σε μερικές από τις μεταγενέστερες αφηγήσεις της.
Βέβαια, η βιαστική ταφή και η έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων ήταν φυσικό να προκαλέσουν μερικές ενδιαφέρουσες θεωρίες συνωμοσίας.
Σύμφωνα με αυτή που διαδόθηκε από έναν Βρετανό δημοσιογράφο τη δεκαετία του 1980, ο θάνατος του Μόρισον ήταν μια προσεκτικά ενορχηστρωμένη δολοφονία από τη CIA. Στόχος, κατά τον ίδιο, ήταν να… απομακρυνθεί ένα είδωλο της αναδυόμενης αντικουλτούρας στον δυτικό κόσμο.
Άλλες παρόμοιες θεωρίες ενοχοποιούν τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες ή υποστηρίζουν ότι ήταν σιωνιστική πλεκτάνη.
Κατ’ άλλους ισχυρισμούς, ο Μόρισον ίσως δεν πέθανε ποτέ και απλώς προσποιήθηκε το θάνατό του για να ξεκινήσει από την αρχή, αφήνοντας πίσω του τα προβλήματα της προηγούμενης ζωής του. Ο κιμπορντίστας των Doors Ρέι Μάνζαρεκ είχε δηλώσει ότι θα μπορούσε να υποστηρίξει αυτή τη θεωρία με βάση τις συζητήσεις που θυμόταν να έχει κάνει μαζί του το 1970.
Τα σημάδια της ζωής
Ο Τζιμ Μόρισον είχε σκοτσέζικη και ιρλανδική καταγωγή και ήταν γιος του ναυάρχου Τζορτζ Στίβεν Μόρισον και της Κλάρα Κλαρκ Μόρισον. Οι γονείς του γνωρίστηκαν το 1941 στη Χαβάη και τον απέκτησαν στις 8 Δεκεμβρίου 1943 στη Φλόριντα, στη Μελβούρνη.
Η πορεία της ζωής του θεωρείται ότι χαράχθηκε από πολύ νωρίς· σε ηλικία 4 ετών, κατά τη διάρκεια μιας οικογενειακής εκδρομής στο Νέο Μεξικό, συνέβη κάτι που τον στιγμάτισε και στο οποίο αναφέρθηκε πολλές φορές και μέσα από τραγούδια του.
«Ήταν η πρώτη φορά που ανακάλυψα το θάνατο. Εγώ, η μητέρα μου, ο πατέρας μου, ο παππούς μου και η γιαγιά μου διασχίζαμε την έρημο την αυγή. Ένα φορτηγό γεμάτο Ινδιάνους είχε μάλλον χτυπήσει ένα άλλο αυτοκίνητο – ή κάτι τέτοιο. Υπήρχαν Ινδιάνοι σκορπισμένοι παντού στην εθνική οδό, αιμορραγώντας μέχρι θανάτου.
»Ήμουν μικρός τότε, οπότε έπρεπε να μείνω στο αυτοκίνητο όσο ο πατέρας μου και ο παππούς μου βγήκαν να δουν τι γινόταν. Δεν μπορούσα να δω τίποτα. Το μόνο που είδα ήταν μια παράξενη κόκκινη μπογιά και ανθρώπους πεσμένους ολόγυρα, αλλά ήξερα πως κάτι συνέβαινε, γιατί μπορούσα να νιώσω τις δονήσεις των ανθρώπων γύρω μου – και έτσι ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ούτε εκείνοι μπορούσαν να καταλάβουν τι συνέβαινε.
»Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πραγματικό φόβο. Και πιστεύω πως εκείνη τη στιγμή οι ψυχές εκείνων των νεκρών Ινδιάνων –ίσως μια ή δύο απ’ αυτές– έτρεχαν έξαλλες εδώ και ‘κει. Και μπήκαν στην ψυχή μου, και εγώ ήμουν σαν σφουγγάρι, έτοιμος να κάτσω εκεί και να τις απορροφήσω», είχε περιγράψει.
Στην τρέλα των ’60s
Ο νεαρός Τζιμ είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες από μικρός. Έτσι φοίτησε στην κινηματογραφική σχολή του UCLA. Συμφοιτητής του ήταν ο Ρέι Μάνζαρεκ, ο οποίος πρότεινε να φτιάξουν συγκρότημα. Άλλωστε ήταν και της μόδας τότε.
Η επιτυχία ήρθε αμέσως, με το «Light my fire» που πήγε στο Νούμερο 1. Εκτός βέβαια από σπουδαίο –και κλασικό, όπως αποδείχθηκε– το τραγούδι ήταν και αρκετά τολμηρό για την εποχή του.
Όταν λοιπόν τους κάλεσαν στο κορυφαίο σόου της εποχής, το Ed Sullivan show, οι λογοκριτές ζήτησαν να αλλαχτεί ένας στίχος. Οι Doors δέχτηκαν, αλλά την ώρα του live o Μόρισον –όπως ισχυρίστηκε αργότερα– ξεχάστηκε και το τραγούδησε κανονικά.
Αλήθεια ή ψέμα, η ουσία είναι ότι μετά από αυτό το συγκρότημα δεν προσκλήθηκε ξανά στη συγκεκριμένη εκπομπή.
Τα επόμενα χρόνια οι Doors παραμένουν εγκατεστημένοι στην κορυφή. Και επειδή η αγνότητα των αρχών των ’60s είχε τελειώσει, ο Μόρισον με τη συμπεριφορά και τις εμφανίσεις του άρχισε να γίνεται αντικείμενο λατρείας.
Παρόλο που είχε καταστρέψει εμφανίσεις λόγω αλκοόλ και ουσιών, το νεαρό κοινό όχι μόνο δεν του γύρισε την πλάτη, αλλά τον λάτρεψε περισσότερο. Ήταν ένας ροκ σταρ, τι να λέμε.
Η ελληνική επιγραφή
Η επιγραφή στον τάφο του στο Παρίσι γράφει στα ελληνικά: «Κατά τον δαίμονα εαυτού». Υπεύθυνος γι’ αυτήν ήταν ο πατέρας του.
Πολλοί την έχουν αποδώσει ως «να πολεμά τον δαίμονά του», κάτι που έχει οδηγήσει σε διάφορες θεωρίες. Μερικοί πιστεύουν ότι ο Τζορτζ Μόρισον αποκάλυψε έτσι την αποδοκιμασία του για τη ζωή του γιου του, ενώ άλλοι τον κατηγόρησαν για κατάφωρη ασέβεια στη μνήμη του.
Δεν λείπουν και αυτοί που το ερμηνεύουν ως απόδειξη του ότι ο Τζιμ Μόρισον είχε κυριευτεί από δαίμονες!
Η λέξη δαίμων ετυμολογικά δεν έχει καμία σχέση με τον τρόπο που τη χρησιμοποιούμε σήμερα. Ας μην ξεχνάμε πως στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχε η έννοια του διαβόλου. Δαίμων ήταν αρχικά η θεότητα που μοίραζε, κατένειμε τη μοίρα (δαίομαι=μοιράζω), και στην πορεία οποιαδήποτε θεότητα στην οποία αποδίδονταν τιμές.
«Δαίμων εαυτού» ονομαζόταν η θεότητα-προστάτης που ζούσε μέσα σε κάθε άνθρωπο από τη γέννηση έως το θάνατό του και φρόντιζε για την προσωπική εξέλιξη κι ευημερία –κάτι σαν το αντίστοιχο «φύλακας-άγγελος» που λέμε σήμερα–, αποτελώντας κατά κάποιο τρόπο έναν δίαυλο μεταξύ του κόσμου των θνητών και του κόσμου των θεών. Ας μην ξεχνάμε και το περίφημο δαιμόνιο του Σωκράτη, τη φωνή μέσω της οποίας έπαιρνε τις «σωστές» αποφάσεις.
«Πράττω κατά τον δαίμονα εαυτού» ουσιαστικά σημαίνει «πράττω σύμφωνα με αυτό που η συνείδησή μου θεωρεί σωστό» ασχέτως της γνώμης των άλλων, και είναι μια στάση ζωής που υιοθέτησαν οι Στωικοί φιλόσοφοι. Και στην περίπτωση του Μόρισον ταιριάζει γάντι.
Σπύρος Δευτεραίος