Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με πλήρη τίτλο «Εις την ανάληψιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» και ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ε’. »Εμείς εγκαταλείψαμε τον πρότερό μας βίο
»και τον αποστραφήκαμε, όπως αποστρεφόμαστε την κάθε είδους βία.
»Πάνω στη γη περαστικοί, πάνω στη γη σαν ξένοι, Εσέ για να κερδίσουμε έτσι γινήκαμε όλοι.
»Πρώτος ο Πέτρος έγινε φίλος Σου ανάμεσά μας· κι όταν συνέβη βέβαια αυτό,
»αποξενώθηκε εντελώς απ’ όλα όσα είχε πριν ‒ προτού να Σε γνωρίσει.
»Μα κι ο Ανδρέας ‒αίμα του‒ κι αυτός όταν Σε βρήκε,
»τα πράγματα τα εγκόσμια όλα τα ξεφορτώθηκε
»και πήρε τον Σταυρό Σου ‒ στους ώμους τον φορτώθηκε.
»Έτσι έχει η κατάσταση κι αυτά είναι τα αισθήματα που τρέφουνε για Σένα, αυτοί που τώρα Δέσποτα θέλεις να παρατήσεις.
»Αυτά όλα που γίνανε, πώς κάνεις σαν να τα ξεχνάς και βιάζεσαι κι επείγεσαι να φύγεις μακριά μας;
»Ω! Μέγα Βασιλέα μας… τέτοιο κακό να μη συμβεί, μη γίνει τέτοιο πράγμα! Θα μας καταγελάσουνε αυτοί που μας μισούνε
»κι έτσι θα μας φωνάζουνε, θα μας περιγελούνε: “Πού είναι εκείνος που ’χε πει:
»”πάντα μαζί σας θα ’μαι Εγώ, κι ενάντιά σας να σταθεί κανείς δεν θα τολμήσει;”.
ϛ’. »Πώς παραβλέπεις, Λυτρωτή; Πώς και δεν λογαριάζεις
»πόση αγάπη Σου ’χουνε οι γιοι του Ζεβεδαίου;
»Φιλάνθρωπε, θυμήσου: τον Θείο λόγο σου άκουσαν, ποτέ δεν τον παράκουσαν.
»Ποτέ δεν είπαν μέσα τους: “Τι να ’ναι, ποιος να είναι, ετούτος που μας κάλεσε να τον ακολουθούμε;”.
»Αντίθετα, Σε είχαν κι απ’ τους γονείς τους πιο ψηλά.
»Μα κι ο Ματθαίος κατάλαβε: ο πλούτος που θησαύριζε ‒του τελωνείου οι πόροι‒
»άπορο θα τον άφηνε και μες στη μαύρη φτώχεια,
»γιατί ποθούσε ολόθερμα τον πλούτο τον δικό Σου.
»Από την άλλη o Θωμάς, που λέγονταν και Δίδυμος, έφτασε ν’ αποστρέφεται τη ζωή του μες στον κόσμο.
»Και βέβαια, όλοι το ’παμε αυτό, μία φορά και τέρμα: “Απ’ όλα περισσότερο, εσένα αγαπάμε”.
»Τώρα ζητάμε, το λοιπόν, να μη μας παρατήσεις· κλείσε μας στην αγκάλη Σου, Εσύ που η παρουσία Σου γέμει παντού τα πάντα.
»Έλα ολόγυρά μας και κάνε μας περίκλειστους μες στη δική Σου Χάρη, και φώναζέ μας δυνατά για να τ’ ακούμε όλοι:
»“πάντα μαζί σας θα ’μαι Εγώ, κι ενάντιά σας να σταθεί κανείς δεν θα τολμήσει”».
ζ’. Αφού ο Σωτήρας άκουσε με προσοχή τι του ’παν οι διαλεχτοί του Απόστολοι,
και βλέποντας ότι θρηνούν όλοι αυτοί που τόσο ‒τόσο πολύ‒ Τον αγαπούν,
ένιωσε και τους πόνεσε ‒όπως τους γιους του συμπονά κάθε καλός πατέρας‒ και σπλαχνικά τους μίλησε κι αυτά είναι που τους είπε:
«Μην κλαίτε φίλοι μου καλοί, γιατί δεν είναι ο καιρός για δάκρυα και τέτοια,
»ούτε είναι μέρα για οδυρμούς σήμερα που μιλάμε.
»Τ’ αντίθετο συμβαίνει· ήρθε η ώρα για χαρές, γιατί προς τον Πατέρα μου
»ανοίγω προς τον ουρανό και πάλι τα φτερά μου
»και πάω να αναπαυτώ εκεί στον τόπο που θα κατοικώ, στον τόπο τον δικό μου.
»Του ουρανού το άπειρο στερέωμα έχω φτιάξει, για να ’ν’ η κατοικία μου.
»Τέτοια είν’ η οικία μου που δεν με περικλείνει, μόν’ είν’ παντού ολόγυρα ‒ απλώνεται τριγύρω,
»όπως το λέει στη Γραφή κάπου ο Ησαΐας: “Τον ουρανό στήνει ο Θεός απάνω σαν καμάρα
»”κι εκεί είναι που κατοικεί, εκεί έχει κατοικία”, Αυτός που λέει στα παιδιά που έχει για δικά Του:
»“πάντα μαζί σας θα ’μαι Εγώ, κι ενάντιά σας να σταθεί κανείς δεν θα τολμήσει”.
η’. »Με πρόσωπα χαρούμενα ‒από χαρά να λάμπουν‒, έτσι σας θέλω το λοιπόν από εδώ και πέρα.
»Και έτσι σαν θα δείχνετε, όλο χαρά και χάρη,
»τραγούδι κάντε τη χαρά, φτιάξτε έναν ύμνο νέο, κι αρχίστε να τον ψέλνετε· γιατί όλα όσα γίνονται, για χάρη σας συμβαίνουν.
»Για χάρη σας ήρθα στη γη ‒λυπήθηκα τον άνθρωπο, του ’κανα τα χατίρια‒ και τράβηξα τα πάνδεινα, πέρασα τα όσα μύρια,
»για να σας γίνω αρεστός και να μ’ αποδεχτείτε.
»Τώρα ξανά για χάρη σας στους ουρανούς θ’ ανέβω,
»για να τακτοποιήσω τον τόπο τον παντοτινό
»όπου μαζί σας πρόκειται εγώ να κατοικήσω.
»Ότι εκεί πάνω ψηλά, που ’ν’ στον Πατέρα μου κοντά, υπάρχουνε πολλές μονές που αιώνιες τις λέμε.
»Σ’ άλλες Πατέρες κατοικούν, σ’ άλλες οι δίκαιοι μένουν,
»και άλλες είν’ των Προφητών. Μα τη δική σας τη μονή κανένας δεν την έχει δει, και ως ετούτη τη στιγμή κανείς δεν την γνωρίζει.
»Εγώ θα πάω τώρα εκεί για να την ετοιμάσω, και όταν έρθει η στιγμή και έρθω να σας πάρω, εκεί θα μετοικήσουμε, γιατί όπως σας είπα:
»πάντα μαζί σας θα ’μαι Εγώ, κι ενάντιά σας να σταθεί κανείς δεν θα τολμήσει.
θ’. »Και τώρα όλοι όρθιοι! στα πόδια σας σταθείτε, στέρεοι και ακλόνητοι
»και η ματιά σας να ’ν’ αγνή κι ολότελα καθάρια, για να κατανοήσετε
»ετούτη την ανάληψη· βλέποντας θα το νιώσετε: θεότητας ανάληψη δεν στέκει να την πούμε· το σώμα θα αναληφθεί!
»Σώμα με σάρκα και οστά, αυτό θα πάει κει πάνω.
»Όσο για τη θεότητα; Έτσι κι αλλιώς είναι παντού, τον κάθε τόπο γέμει.
»Παρ’ όλ’ αυτά να ξέρετε πως με το σώμα αυτό μαζί που βλέπουνε τα μάτια σας στα ύψη να πηγαίνει,
»μαζί πάει κι η αόρατη, η αφανής μου φύση.
»Όπως με βλέπετε, λοιπόν, τ’ αόρατο με τ’ ορατό το έχω ενωμένο, καθώς εγώ ανεβαίνω…
»Ένας υπάρχω, ακέραιος· είμαι μαζί και ορατός κι αόρατος συνάμα.
»Εγώ είμαι, όπως με βλέπετε, στ’ αλήθεια είμ’ απαράλλαχτος,
»καθώς το λέει στη Γραφή· ταυτόχρονα είμαι αθάνατος και όμοιος μαζί σας,
»και στέκω από πάνω σας, αλλά κι ανάμεσά σας. Κι όπως σας είπα φυσικά:
»πάντα μαζί σας θα ’μαι Εγώ, κι ενάντιά σας να σταθεί κανείς δεν θα τολμήσει».