Την ώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης βρίσκεται σε πρόβες για τον καλοκαιρινό Δον Κιχώτη σε σκηνοθεσία Γιάννη Μπέζου. Έρχεται δε από έναν χειμώνα που το ανέβασμα του Θάνατου του εμποράκου, έσπασε ταμεία αλλά και συνεχίζεται για την επόμενη σεζόν. Και όλα αυτά σε συνεχόμενη τροχιά επιτυχίας, από έναν ηθοποιό που και τόλμησε και δούλεψε σκληρά και διαχειρίστηκε έξυπνα τη δημόσια εικόνα του.
Από έναν ηθοποιό που δεν πούλησε την προσωπική του ζωή, ούτε απόψεις, ούτε έκανε ότι έκανε με αποδέκτη τα εξώφυλλα και τα like.
Και όμως μπορεί να συμβεί και αυτό στην εφετζίδικη εποχή μας. Αρκεί ο άνθρωπος να έχει πρωτίστως ταλέντο και μυαλό.
Η σχέση με τον πατέρα
«Ο πατέρας μου μας έλεγε ότι ήταν από το Βλαδιβοστόκ. Με έκανε στα 62 του. Μου έλεγε ότι έχουμε σπίτι στη Μόσχα και μια μέρα θα το δεις. Ποτέ. Η διαφορά ήταν τεράστια. Σκέψου ένας άνθρωπος στα 62 του, που έχει αφοσιωθεί στη δουλειά του και στην οικογένειά του εν μέρει – ήταν λογιστής κι έμπορος ελαστικών – τον γνώρισα ασπρομάλλη. Δεν είχε αντοχές να βγει με το παιδί του, να το πάει και να το γυρίσει. Υπήρχε όντως τεράστια απόσταση. Ήταν παράδειγμα όχι προς μίμηση», είχε πει σε συνέντευξή του ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης.
«Η παιδική μου ηλικία ήταν καταθλιπτική, εγώ εφηύρα το χιούμορ για να ξεπεράσω τα τότε. Άρχισα να σαρκάζω τον εαυτό μου πρώτα απ’ όλα και μετά την παρέα, για να ξεκολλήσω από τα προβλήματα που είχα. Δεν ήταν και τα πιο καλά παιδικά χρόνια αυτά που πέρασα. Ήταν μια οικογένεια που δεν ήταν και πολύ αγαπημένη, οπότε όλο αυτό δημιουργεί συμπλέγματα στο παιδί. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να συμβιώσει με τη μάνα μου, υπήρχε μια μόνιμη διαμάχη, λάθη επί λαθών», είχε εξομολογηθεί.
Ύστερα όμως από πολλά χρόνια, ο ηθοποιός είχε πει: «Κάθε αγόρι όσο μισεί άλλο τόσο λατρεύει να μοιάσει στον πατέρα του. Δεν τα πηγαίναμε πολύ καλά με τον πατέρα μου, υπήρχε μια αντιδικία σε μόνιμη βάση. Όταν έφυγε από τη ζωή, ανακάλυψα ότι τον υπεραγαπούσα. Όλα αυτά τα συμπλέγματα που δημιουργούνται στην παιδική και εφηβική συνείδηση, έκανα χρόνια να τα ξεπεράσω. Έφαγα πολλά χρόνια αλλά τα κατάφερα».
Και με τη μητέρα του όμως κρατούσε κάποιες αποστάσεις. «Από εκείνη έπαιρνα την τρυφερότητα, αλλά και μια δειλία, μια ανικανότητα απέναντι στην κοινωνία. Η μητέρα μου δεν ήταν και τόσο γενναία κι αυτό το μετέφερε σε εμάς, τα παιδιά της –τρία αγόρια. Εγώ ήμουν ο τελευταίος, ο αγαπημένος, ο μεσαίος ήταν ο αδικημένος και ο μεγάλος, ο αλήτης.. Από νωρίς κατάλαβα ότι δεν πρέπει να κάνω τα λάθη που έκαναν κάποιοι άλλοι».
Ένας νέος κόσμος έχει και δυσκολίες
Οι γονείς του κατάλαβαν από νωρίς ότι δεν τον ενδιέφερε να πάει στο πανεπιστήμιο. «Τους έλεγα ότι ήθελα να μάθω μία τέχνη και να ζήσω από αυτή», εξήγησε ο ηθοποιός. Και κάποια στιγμή έρχεται το θέατρο στη ζωή του.
Για τα πρώτα του βήματα, ανέφερε: «Ήταν πολύ δύσκολα τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα. Δεν πληρωνόμασταν. Ζούσαμε με ό,τι βρίσκαμε. Δούλευε η μητέρα μου, λίγο εγώ. Μέσα στην πρόβα φέρναμε ένα ψωμοτύρι. Σε μια περιοδεία, “σφάξαμε” ένα καρπούζι κι έτρωγε όλος ο θίασος. Δεν μας έλειψε ποτέ τίποτα, γιατί είχαμε το θέατρο».
Όσο για την πρώτη του οντισιόν, ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης περιγράφει: «Ήταν ένας φίλος μου, που είχε έρθει στην Αθήνα και μου λέει “δεν έρχεσαι μια βόλτα;”. Και μου λέει ότι ένας Κουτσομύτης κάνει ένα κάστινγκ, πηγαίνω εκεί για βόλτα. Κάποια στιγμή, μου λέει ο βοηθός του Κουτσομύτη να μπω μέσα. Με βλέπει ο Κουτσομύτης και παίρνει εμένα, αλλά όχι τον φίλο μου. Όχι, επειδή ήμουν καλύτερος, αλλά του άρεσα. Εκεί ήταν τα πιο ωραία μου χρόνια, γιατί δεν είχα τίποτα να φάω. Μετακινούμουν με τα πόδια, γιατί δεν είχα για λεωφορείο. Και πήγαινα κάθε μέρα στο γύρισμα, γιατί έκαναν break για να φάνε και για να μπορώ να τρώω. Αλλιώς την έβγαζα με ένα καλαμάκι το πρωί και ένα το βράδυ. Η Αυγή είχε κάνει αφιέρωμα για εμάς, αλλά δεν είχα λεφτά να την πάρω. Καθόμουν στο περίπτερο και κοιτούσα τη φωτογραφία. Για αυτό, δεν με τρομάζει να μείνω χωρίς φράγκο. Έχω μείνει χωρίς φράγκο, μετά ήρθαν τα λεφτά. Με την παραγωγή χάσαμε τα λεφτά, αλλά δεν με πείραξε ποτέ. Έπρεπε να πληρωθούν όλοι. Η καλλιτεχνική επιτυχία ήταν καλλιτεχνική, η οικονομική δεν ήταν. Είχα κάποια ακίνητα που πούλησα και πλήρωσα τους ανθρώπους».
Όλα τα παραπάνω έγιναν στην ταινία Ο κλοιός που όταν προβλήθηκε το 1987 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ο Κυριακίδης και οι άλλοι νεαροί ηθοποιοί που υποδυόντουσαν τους αεροπειρατές πήραν ειδικό βραβείο ερμηνείας. Εκτός του Κυριακίδη οι υπόλοιποι ήταν: Σωκράτης Αλαφούζος, Δημήτρης Καραμπέσης, Αίας Μανθόπουλος, Στέλιος Παύλου και Γεράσιμος Σκιαδαρέσης.
Μερικά χρόνια νωρίτερα είχε εμφανιστεί σε μια αμερικάνικη ταινία, τους Εραστές του καλοκαιριού. Ο ίδιος θυμάται με νοσταλγία τα γυρίσματα, ενώ του είχε κάνει εντύπωση ο επαγγελματισμός των συντελεστών και ότι από τότε που προβλήθηκε το φιλμ μέχρι σήμερα λαμβάνει κάθε χρόνο ένα χρηματικό ποσό για τα πνευματικά δικαιώματα της ταινίας, ανάλογα με τις προβολές.
Στο φιλμ υποδυόταν ένα greek kamaki της εποχής που για να δελεάσει τις ξένες, τους έλεγε ότι είχε και έγχρωμη τηλεόραση στο δωμάτιο του. Άλλες εποχές.
Ο δρόμος προς τον κυρ Ηλία
Το καλοκαίρι του 1989 ξεχωρίζει στην παράσταση Ο τενόρος που ανέβηκε στο θέατρο Σμαρούλα. Λίγο μετά αρχίζει η επέλαση της ιδιωτικής τηλεόρασης. Και ο νεαρός Κυριακίδης αποδεικνύεται χρυσή επιλογή σε δεύτερους ρόλους, κωμικούς και δραματικούς. Και σιγά -σιγά οι ρόλοι μεγαλώνουν και γίνονται και πρωταγωνιστικοί.
2013. Μέσα στην οικονομική κρίση τα ελληνικά σίριαλ μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ο Alpha βρίσκει ένα σχετικά πρωτότυπο format, με τρία διαφορετικά ζευγάρια, που δεν συναντιούνται ποτέ –μόνο σε ένα εορταστικό– και διαφορετικών ηλικιών. Και γίνεται αμέσως αγαπητό από τον κόσμο. Και τελικά φτάνει να κάνει 11 κύκλους: Μην αρχίζεις την μουρμούρα. Θα πήγαινε και για 12ο του χρόνου, αλλά no money «11 χρόνια από τη ζωή μου τα έζησα στη Μουρμούρα, δεύτερη οικογένεια με πολλές οικογένειες. Στεναχωρήθηκα λίγο, γιατί έντεκα χρόνια είναι έντεκα χρόνια από τη ζωή σου», είχε δηλώσει ο ηθοποιός πριν από λίγες μέρες. Τόσο ο Κυριακίδης, όσο και ο Αντώνης Αντωνίου ήταν οι δύο ηθοποιοί που ήταν από το πρώτο μέχρι το τελευταίο επεισόδιο. Ο Βλαδίμηρος έζησε την μεγαλύτερη του τηλεοπτική επιτυχία ως «Ηλίας» (ή «κυρ Ηλίας» αν προτιμάτε όπως τον έλεγε η Κλέλια Ρένεση ως «Καίτη Κίτσου») και ο κόσμος αναγνώρισε στον ήρωα που υποδυόταν, τον γείτονα, τον διπλανό ενίοτε και τον εαυτό του.
Φυσικά δεν έμεινε μόνο στην τηλεόραση. Για πάνω από δυο δεκαετίες κάνει δικές του δουλειές στο θέατρο με ότι αυτό συνεπάγεται στη μικρή μας θεατρική πιάτσα. Η επιτυχία είναι μια ευλογημένη στιγμή, η όποια αποτυχία σημαίνει ο παραγωγός να μένει στον άσσο. Σπορ για δυνατούς παίκτες.
Για πάντα μαζί
Με τη σύζυγο του Έφη Μουρίκη είναι μαζί 35 χρόνια. Πολύ ρομαντικό και ανθρώπινο, αλλά μην φανταστείτε ένα ροζ ζευγάρι που μοιάζει με διαφήμιση πρωινού. «Μέσα στα τόσα χρόνια υπάρχουν τριβές, φθορές, αρκεί να αντιληφθούν οι άνθρωποι πως όλα είναι προς συζήτηση και προς επεξεργασία. Διάλογος δηλαδή. Κι εγώ μέσα μου πρέπει να σκεφτώ πράγματα για να συνειδητοποιήσω τι είναι βαρετό για τη Έφη», είχε δηλώσει εκείνος σε συνέντευξή του. «Η Έφη δεν είναι στήριγμα, είναι ο στυλοβάτης της ζωής και της τέχνης μου. Μαθαίνω καθημερινά. Είναι ο πυρήνας μου», είχε υπογραμμίσει.
Η Έφη Μουρίκη, από την πλευρά της, είχε πει «δεν μπορώ να περιγράψω τι είναι ο Βλαδίμηρος για εμένα. Είναι τα πάντα. Με τον Βλαδίμηρο έγινα καλύτερος άνθρωπος».
Μάλιστα οι δυο τους τρολάροντας τη σχέση τους είχαν πει σε κοινή τους τηλεοπτική συνέντευξη: «Είπαμε στις εκπομπές που πάμε και μας ρωτούν σχετικά να λέμε “σήμερα θέλουμε να σας πούμε ότι χωρίσαμε”».
Σπύρος Δευτεραίος