Ένας… άριστος της διοίκησης ήταν ο Λέων Γ’, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 717 έως το 741 μ.Χ., ιδρυτής της δυναστείας των Ισαύρων, η οποία κυβέρνησε μέχρι το 802. Ανανεωτής του πολιτικού μηχανισμού και του νομικού κώδικα, είχε και στρατιωτικές αρετές – ο βίος του τελείωσε στις 18 Ιουνίου 741 από υδρωπικία.
Παρά τις αναμφισβήτητες ικανότητές του, μέχρι σήμερα είναι κυρίως γνωστός για την έναρξη της καταστροφής των εικόνων, την οποία οι διάδοχοί του επιδίωξαν με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο, οδηγώντας σε διεύρυνση του χάσματος μεταξύ της δυτικής και της ανατολικής Εκκλησίας.
Ο Λέων Γ’ προερχόταν από ταπεινή οικογένεια ισαυρικής καταγωγής, αν και υπάρχουν στοιχεία ότι καταγόταν από τη Βόρεια Συρία (Γερμανικεία, το σημερινό Μαράς της Τουρκίας). Διαδέχτηκε στο θρόνο τον ανίσχυρο Θεοδόσιο Γ’ λίγους μήνες προ της εισβολής του Άραβα στρατηγού Μασλαμά από την Άβυδο στη Θράκη και της πολιορκίας από αυτόν της Κωνσταντινούπολης. Το έργο των πολιορκητών συμπλήρωνε ο αραβικός στόλος υπό τον χαλίφη Σουλεϊμάν.
Ωστόσο, ο επικείμενος χειμώνας και ο θάνατος του Σουλεϊμάν ματαίωσαν τα κατακτητικά σχέδια των Αράβων, ενώ απέτυχε και η επίθεση (άνοιξη του 718) υπό τον νέο χαλίφη Ομάρ. Παράλληλα τα βυζαντινά στρατεύματα απέκρουσαν τον στρατηγό Μαρδασά που είχε προσπαθήσει να διακόψει τον ανεφοδιασμό των πολιορκημένων από τη Νίκαια και τη Νικομήδεια.
Τέλος, βουλγαρική επίθεση υποκινημένη από τον πατρίκιο Σισίνιο ματαίωσε για πολύ καιρό τα κατακτητικά σχέδια των Αράβων κατά της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ακολούθησε καταστολή της εξέγερσης στη Σικελία, με «συνενόχους» τον στρατηγό Σέργιο και τον Βασίλειο Ουνομάγουλο, από το χαρτουλάριο Παύλο, ενώ το κίνημα του πρώην αυτοκράτορα Αρτέμιου-Αναστάσιου Β΄ αντιμετωπίστηκε με σκληρά μέτρα από τον ίδιο τον Λέοντα Γ’.
Από το 724 ξανάρχισαν αλλεπάλληλες αραβικές επιθέσεις στη Μικρά Ασία από τον στρατηγό Μασαλμά (726), καθώς και επιδρομή του στρατηγού Μωαβία στην ίδια περιοχή. Η επίθεση στη Νίκαια κατέληξε σε λεηλασία της πόλης και εκπόρθηση του κάστρου της Αετούς (727).
Τα επόμενα χρόνια οι Άραβες στράφηκαν κατά των Χαζάρων και το μέτωπο των τελευταίων με τους Βυζαντινούς κατά του κοινού εχθρού ενθάρρυνε τη φιλία ανάμεσα στους δύο λαούς που κατέληξε στο γάμο της κόρης του χαγάνου των Χαζάρων –η οποία βαφτίστηκε χριστιανή με το όνομα Ειρήνη–, και του γιου του Λέοντα Γ’, Κωνσταντίνου (Ε’).
Οι συνεχιζόμενες αραβικές επιθέσεις (730 και 737) με τις οδυνηρές συνέπειές τους στη γεωργία και στην οικονομία, ώθησαν τον Λέοντα Γ’ στην κρίσιμη μάχη του Ακροηνού (Αφιόν Καραχισάρ) κατά την οποία, μαζί με το γιο του Κωνσταντίνο, συνέτριψαν τα αραβικά στρατεύματα.
Στον εσωτερικό τομέα, ο Λέων Γ’ πραγματοποίησε μια καινοτομία με την «Εκλογή Νόμων εν συντόμω γενομένη» (726), που σε απλουστευμένη μορφή περιείχε διατάξεις του οικογενειακού και του κληρονομικού δικαίου και λιγότερο του ποινικού. Αποτελούνταν από 18 τίτλους και αυτοί επιμερίζονταν σε άρθρα.
Με βάση τις νέες προβλέψεις, όλοι οι πολίτες ήταν ίσοι μπροστά στο νόμο και για πρώτη φορά συμπεριλήφθηκε (κατά το ανατολικό πρότυπο) στη βυζαντινή νομοθεσία η ποινή του ακρωτηριασμού και της τύφλωσης.
Στον διοικητικό τομέα, επιχειρώντας να περιορίσει τη δύναμη φιλόδοξων στρατηγών, αποδυνάμωσε το θέμα των Ανατολικών με τη δημιουργία του θέματος των Θρακησίων, των Κιβυραιωτών και του δρουγγαριάτου του Αιγαίου Πελάγους. Περιορίστηκε επίσης η δικαιοδοσία του στρατηγού κάθε θέματος.
Εικονομαχία
Η ιδέα ότι η χριστιανική λατρεία θρησκευτικών απεικονίσεων είναι ειδωλολατρική ανάγεται στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά με την πάροδο των αιώνων εικόνες τοποθετήθηκαν σε πολλές εκκλησίες. Ο Λέων Γ’ ήταν ο πρώτος ηγεμόνας που ενεπλάκη στο ζήτημα, υποστηρίζοντας την εικονοκλασία, δηλαδή το «σπάσιμο των εικόνων».
Το τι ακριβώς τον παρακίνησε, πέρα από τις προσωπικές πεποιθήσεις, είναι ασαφές. Οι βυζαντινοί χριστιανοί ιστορικοί, οι οποίοι, να σημειωθεί, ήταν όλοι υπέρ των εικόνων, προτείνουν ότι ο αυτοκράτορας επηρεάστηκε αλόγιστα από τους Εβραίους και τους μουσουλμάνους, κάτι που όμως οι σύγχρονοι ιστορικοί αποκλείουν ως απίθανο. Εναλλακτικά, μπορεί να υπήρχε η πεποίθηση ότι οι τρομερές απώλειες απέναντι στις μουσουλμανικές στρατιές του Αραβικού Χαλιφάτου, πριν από τη βασιλεία του Λέοντα, οφείλονταν στη δυσαρέσκεια του Θεού.
Ίσως, ως εκπρόσωπος του Θεού στη Γη, ο βυζαντινός αυτοκράτορας ήθελε απλά να ασκήσει το δικαίωμά του –όπως το έβλεπε ο ίδιος– να υπαγορεύει όχι μόνο την κοσμική πολιτική αλλά και την εκκλησιαστική.
Ο Λέων άρχισε την εκστρατεία του για τη συντριβή των εικόνων με τη μεγαλύτερη από όλες, επιμένοντας να αφαιρεθεί η χρυσή εικόνα του Ιησού Χριστού που βρισκόταν πάνω από τη Χαλκή Πύλη, την τελετουργική είσοδο του βασιλικού του παλατιού.
Αναταραχές διαμαρτυρίας ξέσπασαν παντού, από τη Ραβέννα μέχρι την Ελλάδα. Μια πιο τυπική δήλωση των προθέσεών του ήταν αναγκαία, και έτσι το 730 μ.Χ. ο Λέων διέταξε επίσημα την καταστροφή όλων των θρησκευτικών εικόνων και λειψάνων. Για να εξασφαλίσει την υλοποίηση των επιθυμιών του, ο αυτοκράτορας απέπεμψε τον Πατριάρχη (επίσκοπο) της Κωνσταντινούπολης Γερμανό Α’ που είχε αντιταχθεί στο διάταγμά του και τον αντικατέστησε με τον Αναστάσιο, έναν ένθερμο εικονομάχο.
Οι Πάπες ήταν από καιρό υπέρ της χρήσης εικόνων σε ιερούς χώρους και επομένως δεν αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός ότι ο Γρηγόριος Β’ διαμαρτυρήθηκε για αυτήν την πολιτική, όπως και ο διάδοχός του Γρηγόριος Γ’, χωρίς – όμως κανένα αποτέλεσμα.
Ο Λέων χρησιμοποίησε τη διαφωνία ως δικαιολογία για να αποσύρει την εκκλησιαστική διοίκηση της Σικελίας, της Καλαβρίας και του Ιλλυρικού (στα Βαλκάνια) από την παπική δικαιοδοσία και να την αναθέσει στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Μάλιστα, έστειλε ένα ειδικό κλιμάκιο στη Ρώμη με ρητό σκοπό τη σύλληψη του Πάπα (το οποίο δεν έφτασε ποτέ εκεί, καθώς χτυπήθηκε από καταιγίδα), και ο Ποντίφικας απάντησε διακηρύσσοντας ότι όποιος κατέστρεφε εικόνες θα αφοριζόταν.
Επρόκειτο για την αρχή μιας περίπλοκης, πικρής και αγεφύρωτης διάσπασης ανάμεσα στη δυτική και την ανατολική Εκκλησία, και επιπλέον μια από τις μεγαλύτερες επιθέσεις κατά της τέχνης και των θρησκευτικών λειψάνων στην ιστορία.