Η λέξη εφταπόπαδον (ή εφταπάπαδο) δεν είναι αυστηρά ποντιακή, καθώς την συναντάμε σε διάφορες διαλέκτους (π.χ. κρητική) και με διάφορες ερμηνείες. Επικρατέστερη φαίνεται πως είναι η έννοια του αφορισμού από εφτά παπάδες. Γράφει για παράδειγμα ο Γρηγόριος Παπαδοπετράκης στο βιβλίο του Ιστορία των Σφακίων (1888):1
«Οι αφορισθεντες από επτά παπάδες (εφταπάπαδο) πίστευαν ότι μετά το θάνατό τους μετατρέποντο σε ανθρωποδαίμονα (καταχανά). Οι καταχανάδες εξαφανίζονται μόνο με πυροβολισμούς».
Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος ωστόσο, στο Ιστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου παραθέτει τις εξής ερμηνείες:
- «Επί εκκλησιαστικής τελετής, το υπό επτά ιερέων τελούμενον: Εφταπόπαδον λουτρουία (λειτουργία)» σε θέση επιθέτου, ή, ως ουσιαστικό, το ευχέλαιο που τελείται από επτά ιερείς.
- «Καταλερωμένον ή μολυσμένον (οιονεί το έχον ανάγκην επτά ιερέων προς καθαρμόν)», και «κάθαρσις μολύσματος υπό επτά ιερέων».
Παραθέτει μάλιστα και το λήμμα (ο) εφταπόπαδος (καθ’ υπερβολήν, αυτός που χειροτονήθηκε επτά φορές), το οποίο διανθίζει με τη φράση:
Εφταπόπαδος κι αν γίνεται, ας σο χέρ’ν ατ’ ύψωμα ‘κί παίρω.
[Κι εφτά φορές παπάς να γίνει, εγώ από το χέρι του αντίδωρο δεν παίρνω – για άνθρωπο ανήθικο.]