Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «τούτο ταπεινού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’, το Μέρος Β’ και το Μέρος Γ’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιϛ’. »Μόνο που απ’ εδώ και μπρος, Άδη, να μη μας κάνεις τάχατε τον ανήξερο για όσα έχεις πάθει. Γιατί δεν θα μου δώσεις
»μονάχα όσους από πριν κράταγες εδώ κάτω ‒ αυτούς που τώρα σήκωσα και παίρνω ευθύς μαζί μου, καθώς αναχωρώ απ’ εδώ.
»Βεβαίως, καθώς είδες, και όσους άλλους στο εξής είναι να παραλάβεις, αυτό θα κάνω και μ’ αυτούς ‒ κι αυτούς θα τους σηκώνω.
»Κι αν θες να μάθεις το γιατί, είν’ επειδή σκοπεύω, όταν ηχήσει η φωνή της σάλπιγγας μιαν ώρα, όλους μαζί για τα καλά πια να τους αναστήσω.
»Έτσι, για να μαθαίνεις… καθώς του Βασιλέα τον γιο που είναι αναμάρτητος τόλμησες να συλλάβεις!».
Δεν πρόλαβε το λόγο αυτό ο Χριστός μας να τελειώσει, κι ο Άδης έγινε καπνός – βούτηξε μες στα έγκατα, μέσα στα μαύρα βάθη.
Του Άδη οι δεσμοφύλακες που ’ταν σκοποί στην πύλη, πέταξαν κάτω τα κλειδιά που κράταγαν στα χέρια
κι εξαφανίστηκαν κι αυτοί και όπου φύγει-φύγει, σαν είδαν πώς συνέτριψε και έκανε κομμάτια
τις κλειδωνιές, τα μάνταλα και τις βαριές αμπάρες ‒ θρύψαλα τα ’κανε ο Χριστός που ’ναι
Ζωή κι Ανάσταση.
ιζ’. Και τότε, έτσι ξαφνικά, τα σώματα όλων των νεκρών σκώθηκαν ψυχωμένα· τον Άδη κάτω ρίξανε και τον τσαλαπατούσαν.
«Βρε άτιμε!», κραυγάζανε, «η εξουσία σου η παλιά πού είναι τώρα; πες μας!». Ρώταγαν και τον Θάνατο: «πού είναι το κεντρί σου;».
Κι όπως ανοίξανε, λοιπόν, όλα τα μνήματα μεμιάς ‒έτσι, σαν από μόνα τους‒,
πηδούσαν έξω θαλεροί όλοι οι νεκροί, και βγαίναν και χορεύαν από χαρά.
Και τότε εμφανίστηκε Άγγελος από πάνω, και κάτω εκεί κατέβηκε και κύλησε το λίθο που μέχρι τότε σφράγιζε τον Τάφο του Σωτήρα.
Κι όλοι αναρωτήθηκαν «Δέσποτα, Κύριέ μας, Εσύ τους τάφους άνοιξες
»μ’ ένα Σου νεύμα μόνο ‒ βοήθεια δεν ζήτησες από κανέναν άλλο.
»Πώς, το λοιπόν, βοήθεια γύρεψες Συ ο ίδιος, από αυτόν που τώρα δα κύλησε αυτόν
»το λίθο που σφράγιζε τον Τάφο Σου; Εσύ βοήθεια ζήτησες; που ’σαι
Ζωή κι Ανάσταση;»
ιη’. «Ερώτημα μου θέσατε, πρέπει να τ’ απαντήσω. Κι αυτό που έγινε, λοιπόν, τώρα να το ερμηνεύσω,
»ώστε κανείς μην πλανηθεί.
»Ο λίθος που υπήρχε καθόλου δεν μ’ εμπόδιζε να βγω από τον τάφο,
»γιατί ως Θεός που είμαι, όλα μπροστά μου υποχωρούν· τα πάντα υποταγμένα είν’ στο δικό μου θέλημα.
»Γιατί αν κι έγινα άνθρωπος με σάρκα και οστά, των πάντων είμαι Ποιητής, Κύριος πάνω σ’ όλα.
»Παλιά, μ’ ένα μου νεύμα η θάλασσα έγινε στεριά
»κι ο ποταμός Ιορδάνης άλλαξε ολότελα ροή κι έτρεχε προς τα πίσω.
»Και τους λαούς ξεδίψασα με πόσιμο νεράκι που έτρεξε απ’ το πουθενά, μέσα από μια πέτρα·
»μέχρι κι ο ήλιος κρύφτηκε, γρήγορα υποχωρώντας,
»πριν λίγο που με σταύρωσαν ‒ βρήκανε να σταυρώσουν Τον που ’ν’
»Ζωή κι Ανάσταση…
ιθ’. »Μ’ ένα μου νεύμα, τώρα δα, άνοιξα κάθε τάφο και τους νεκρούς λευτέρωσα που ’ταν κλεισμένοι μέσα…
»Ανάγκη δεν τον είχα τον Άγγελο που ήρθε εδώ και κύλησε το λίθο.
»Μόν’ τώρα δώστε προσοχή να μάθετε κάτι κι εσείς απ’ τους σοφούς μου τρόπους, γιατί αυτό που έγινε ήτανε για να μείνει ως γεγονός συμβολικό,
»φάρος θα είν’ παντοτινός, βεβαίωση προς όλους· να ξέρουν όλοι οι θνητοί: το σήκωμα του λίθου αυτού απ’ τον δικό μου τάφο
»πάντα θα παραπέμπει στην ώρα αυτή που έπεσαν οι μαύρες πύλες τ’ Άδη ‒ έπεσαν και συντρίφτηκαν και βγήκαν απ’ τη μέση.
»Τέρμα το σκλαβοπάζαρο που ’χε στηθεί στην πύλη, εμπόρευμα δεν έρχεται άλλο από τους τάφους.
»Γι’ αυτό και εμφανίστηκε ‒κι ας μην τον είχα ανάγκη‒ λαμπροντυμένος ο Άγγελος
»ψέλνοντας επινίκιο ‒της νίκης μου‒ τον ύμνο
»λέγοντας πως σηκώθηκε αυτός που ’ναι για όλους όντως
»Ζωή κι Ανάσταση».
κ’. Τρόπο άλλο δεν έχουμε, μόν’ τη δοξολογία, για να σ’ ανταποδώσουμε όλα αυτά που έκανες για εμάς, Συ Λυτρωτή μας.
Γι’ αυτό όσους δοξάζουν και το Σταυρό και την Ταφή και την Ανάστασή Σου,
σώσε τους σε παρακαλώ Χριστέ μου και Θεέ μου· χάρισέ μας συγχώρηση για τ’ αμαρτήματά μας,
και αξίωσέ μας Κύριε, όταν θα έρθει η ώρα που οι πάντες θα αναστηθούν,
να ’χουμε λίγο θάρρος, ώστε να αντικρίσουμε το Άγιο πρόσωπό Σου και τη φωνή Σ’ να ακούσουμε που είθε να μας λέει:
«Μαζί με τους αγίους μου ελάτε για να λάβετε τον κλήρο που υποσχέθηκα:
»μέσα στη Βασιλεία μου μες στη χαρά θα ζείτε».
Δώσε, λοιπόν, Πολυέλεε, κατάνυξη να έχουμε μες στις ψυχές μας όλοι,
ώστε να Σε δοξάζουμε Χριστέ και Κύριέ μας, που ’σαι
Ζωή κι Ανάσταση.