Τον ονόμασαν Μοχάμεντ Άλι της Ελλάδας, αν και εδώ τον αντιμετώπισαν όπως όλα τα προσφυγόπουλα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Από μικρή ηλικία είχε μείνει ορφανός (ο πατέρας του σκοτώθηκε σε μάχη στη Μικρασία), ενώ η μητέρα του πέθανε πριν από το 1930.
Ο Αντώνης Χριστοφορίδης είχε γεννηθεί στις 26 Μαΐου 1917 στη Μερσίνα της Μικράς Ασίας.
Τα πρώτα παιδικά χρόνια του τα έζησε στη Σμύρνη, και μετά το 1922 ήρθε προσφυγόπουλο στην Αθήνα. Ανακάλυψε το ταλέντο του όταν, στη νυχτερινή σχολή όπου φοιτούσε, νίκησε κατά κράτος έναν νταή που είχε παρακολουθήσει μαθήματα πυγμαχίας και τον προκαλούσε.
Με προτροπή των συμμαθητών του γράφτηκε στη σχολή πυγμαχίας του Αγαθοκλή Μπάρκα που βρισκόταν σε ένα υπόγειο στην οδό Ασκληπιού, περισσότερο για να αντιμετωπίζει τους παλικαράδες και λιγότερο για να γίνει επαγγελματίας πυγμάχος. Μέσα σε ένα εξάμηνο, όμως, ο 16χρονος Αντώνης αναδείχθηκε σε πρωτοπυγμάχο της σχολής και άρχισε να κερδίζει τα πρώτα του χρήματα ως επαγγελματίας μποξέρ σε ματς που διοργανώνονταν σε διάφορα αθηναϊκά θέατρα.
Σύντομα όλοι αναγνώριζαν ότι τα αθηναϊκά ρινγκ ήταν πολύ λίγα για το νέο ταλέντο.
Τον Νοέμβριο του 1934 φεύγει για Παρίσι· με προπονητή τον Πιερ Γκαντόν και μετά τις πρώτες του επιτυχίες αρχίζει να γίνεται γνωστός στον κόσμο του μποξ. Το 1937 είχε έλθει η ώρα να διεκδικήσει τον τίτλο του πρωταθλητή Ευρώπης στην κατηγορία των μέσων βαρών. Πρώτα, όμως, έπρεπε να διεκδικήσει τον τίτλο του πρωταθλητή Ελλάδας. Επιστρέφει στην Αθήνα και κατακτά εύκολα τον τίτλο, με αντίπαλο τον τριαντάχρονο πρωταθλητή Ελλάδας Κώστα Βάσση. Ο αγώνας έγινε στο «Παλλάς» της οδού Βουκουρεστίου στις 21 Νοεμβρίου 1937, και ο Χριστοφορίδης έριξε 9 φορές στο καναβάτσο τον άτυχο Βάσση.
Το 1938 κατέκτησε τον τίτλο του πρωταθλητή Ευρώπης μέσων βαρών ενώπιον 15.000 θεατών, και το 1941 στέφθηκε παγκόσμιος πρωταθλητής ελαφρών βαρών.
Ο αγώνας όμως που στιγμάτισε την καριέρα του Αντώνη Χριστοφορίδη έγινε τον Ιανουάριο του 1938.
Στο Σπορτ Πάλας του Βερολίνου περίπου 20.000 θεατές, κυρίως Ναζί, είχαν δημιουργήσει μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Το καμάρι της χιτλερικής Γερμανίας Γκούσταβ Έντερ, ο πυγμάχος που ήταν οκτώ χρόνια αήττητος στα ρινγκ όλης της Ευρώπης, αντιμετώπιζε τον Χριστοφορίδη, τους Γάλλους Τιλ και Τενέ και τον Ολλανδό Κλάβερεν – όλοι μαζί αποτελούσαν την καλύτερη πεντάδα πυγμάχων στα μεσαία βάρη.
Στο γήπεδο βρισκόταν και ο Αδόλφος Χίτλερ, συνοδευόμενος από τον θρύλο της Γερμανίας Μαξ Σμέλινγκ.
Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Λυμπερόπουλος μετέφερε στο περιοδικό Εικόνες τη μαρτυρία του Δημήτρη Παπακώστα, που τότε ήταν φοιτητής στο Παρίσι και πήγε στο Βερολίνο για τον αγώνα: «Στη διάρκεια του αγώνα ούτε μια στιγμή δεν ακούστηκε μια ενθαρρυντική φωνή για τον Αντώνη. Όλοι ούρλιαζαν για τον δικό τους. Κι όμως, ο δικός μας απτόητος δεχόταν κι ανταπέδιδε τα χτυπήματα και, όπως ήξερα, σκεφτόταν πως αν έχανε εκείνο το παιχνίδι θα του φράζανε το δρόμο για τον ευρωπαϊκό τίτλο. Και δεν κιότεψε. Ούτε για μια στιγμή δεν έχασε την ψυχραιμία του και το στιλ του, κι οι ελάχιστοι Έλληνες που τον βλέπαμε κλαίγαμε από συγκίνηση καθώς γύρο με γύρο μάζευε βαθμούς. Στον τελευταίο γύρο μάλιστα στρίμωξε τον αντίπαλο του στη γωνιά και τον σφυροκοπούσε.
»Όταν το γκονγκ σήμανε τη λήξη, ο Χίτλερ δεν βρισκόταν στη θέση του…
»Οι Γάλλοι δημοσιογράφοι πετούσαν τα χειρόγραφά τους έξαλλοι από χαρά και φιλούσαν ο ένας τον άλλο. Ο ίδιος ο Έντερ, πριν δώσουν οι κριτές τη βαθμολογία, σήκωσε το χέρι του Αντώνη, του νικητή του. Και ξαφνικά, όλο εκείνο το φανατισμένο πλήθος κάτω από τις σβάστικες ηρέμησε κι όταν σε λίγο ο διαιτητής σήκωσε το χέρι του Αντώνη Χριστοφορίδη, ο κόσμος ικανοποιήθηκε που ο σπίκερ ανέφερε τον νικητή ως Έλληνα. Αν έχανε, σίγουρα θα τον πολιτογραφούσε Γάλλο».
Όπως σημειώνεται στο αφιέρωμα του Δημήτρη Λυμπερόπουλου, το Παρίσι, που θεωρούσε τον «Κριστό» δικό του παιδί, του επεφύλαξε θερμή υποδοχή. Στον σιδηροδρομικό σταθμό τον περίμεναν χιλιάδες Γάλλοι, κάποιοι τον κουβάλησαν στα χέρια μέχρι το αυτοκίνητο. Στην επιτροπή υποδοχής ο δήμαρχος, η διάσημη Γαλλίδα χορεύτρια Μιστεγκέτ, ο ηθοποιός Μορίς Σεβαλιέ ακόμα και ο Μορίς Τορέζ, αργότερα γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο οποίος τον φίλησε και του είπε: «Να έρθεις στη γιορτή μας».
Πλέον όλοι οι Γάλλοι μιλούν για τον πρωταθλητή που γελοιοποίησε τον Χίτλερ στο Βερολίνο, όπως πριν από δύο χρόνια ο Τζέσε Όουενς στους Ολυμπιακούς.
Ο Χριστοφορίδης παρέμεινε πρωταθλητής Ευρώπης έως την 1η Οκτωβρίου 1939, όταν χάνει για ένα μόλις σημείο τον αγώνα με τον διεκδικητή του τίτλου γάλλο Εντουάρ Τενέ, που έγινε στο Παλέ Ντε Σπορ των Παρισίων. Πεισμώνει και βάζει στόχο να τον επανακτήσει σύντομα. Το 1940 με την εισβολή των Γερμανών στη Γαλλία φεύγει για τις ΗΠΑ και εγκαθίσταται στη Νέα Υόρκη, συνεχίζοντας εκεί τους αγώνες.
Το ντεμπούτο του έγινε στις 5 Ιανουαρίου 1940 με νίκη επί του Αμερικανού Γουίλι Πάβλοβιτς στο «Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν». Στις 13 Ιανουαρίου 1941 νικά τον Ιταλοαμερικανό Μέλιο Μπετίνα στο Κλίβελαντ του Οχάιο και ανακηρύσσεται παγκόσμιος πρωταθλητής στην κατηγορία των ημιβαρέων βαρών.
Η νίκη πανηγυρίστηκε ξέφρενα από τους ομογενείς, καθώς την ίδια μέρα ο ελληνικός στρατός, πολεμώντας του ιταλούς φασίστες του Μουσολίνι, βρισκόταν προ των πυλών της Κορυτσάς.
Τελευταίος αγώνας της καριέρας του ήταν εναντίον του Εσθονού Άντον Ράαντικ στις 18 Φεβρουαρίου 1947. Συνολικά είχε καταγράψει 53 νίκες (13 με νοκ-άουτ), 15 ήττες και 8 ισοπαλίες. Μετά την αποχώρησή του από τα ρινγκ άνοιξε εστιατόριο στην πόλη Γενεύη του Οχάιο, το οποίο διατήρησε για πολλά χρόνια.
Το 1968 πούλησε την περιουσία του στο Οχάιο και εγκαταστάθηκε στη Φλόριντα. Το 1971 επέστρεψε στην Ελλάδα έπειτα από 34 χρόνια και έπαιζε γκολφ για να γεμίζει τον ελεύθερο χρόνο του. Πέθανε στις 31 Οκτωβρίου 1985 από καρδιακό επεισόδιο, σε ηλικία 67 ετών.