Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «τούτο ταπεινού Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ϛ’. «Γρήγορα! Ας το τολμήσουμε!», συνέχισε ο Άδης, «ανθρώπου σώμα είν’ κι αυτό· το ’φεραν μες στον τάφο.
»Τις κλειδωνιές κλειδώστε, μπρος να τον φυλακίσουμε αυτόν που μας κατέφτασε και ας τον παραδώσουμε και τούτον στη φθορά».
Κι ευθύς με το που είπε αυτά, τρέχει και πάει στον νεκρό και άπλωσε τα χέρια του το σώμα για ν’ αρπάξει.
Μα κείνη τη στιγμή ακριβώς σηκώθηκε ο Ιησούς Χριστός και ήταν σαν να ξύπναγε από κανέναν ύπνο.
Κι όπως ξυπνάει ο Χριστός αρπάζει μια τον Άδη, τον δένει χειροπόδαρα και τον αφήνει κάτω, κι όσους ο Άδης σκλάβωσε τους λέει και τους φωνάζει:
«Ώρα να σηκωθείτε, και χάμω να πατήσετε εσείς τώρα τον Άδη!
»Έλα κοντά μου τώρα Αδάμ και πάρε και την Εύα.
»Καθόλου μη δειλιάζετε, όπως θα δείλιαζε ο καθείς που τόσο βαρύ πρόστιμο τυχαίνει να χρωστάει…
»Τα πλήρωσα όλα εγώ, τα τακτοποίησα όλα, γιατί είμ’
»Ζωή κι Ανάσταση.
ζ’. »Μην τον φοβάστε άλλο· τ’ αντίθετο: ελάτε τώρα εδώ θνητοί και κάντε τον σκουπίδι, ώρα να τον πλακώσετε τον Άδη στα χαστούκια και στο λαιμό πατήστε τον,
»και μπείτε εδώ αλαλάζοντας: “γίνανε τώρα μια χαψιά ο Θάνατος κι ο Άδης!”.
»Για χάρη σας ήρθα εγώ, γιατί ολονών σας είμαι Ζωή μα και Ανάσταση.
»Τώρα, λοιπόν, χαρούμενα πείτε ψαλμούς, τραγούδια – εκείνα τ’ αναστάσιμα:
»“Πού πήγε η εξουσία σου; για πες μας άτιμε Άδη! Κι εσύ βρε Θάνατε τρανέ: πού είναι το κεντρί σου;
»”Κείτεστε χάμω αδύναμοι· τι έγινε βρε Θάνατε; Ο θάνατος σε βρήκε;
»”Ο Άδης και του λόγου σου είστε αλυσοδεμένοι…
»”Εσείς που βασιλεύατε τώρα καθίστε δούλοι, καθώς μπροστά στα μάτια σας
»”να καταφθάνει είδατε Χριστός,
»”Ζωή κι Ανάσταση”».
η’. Ακούγοντας τα λόγια αυτά, ο Άδης ο εχθρός μας μαζί και με τον Θάνατο, έτσι όπως ήτανε μαζί σφιχτοδεμένοι χάμω,
κραύγαζε, ωρυότανε, και τους δικούς του διάταζε σαν να ’ν’ ακόμα βασιλιάς:
«Φρουροί της πύλης σπεύσατε, ελάτε αμέσως, τώρα! Δεν βλέπετε το άδικο που τώρα υποφέρω;
»Ελάτε γρήγορα, λοιπόν! Τις χάλκινες τις πύλες μας να κλείσετε και πάλι και να σταθείτε όπως παλιά άγρυπνοι να φυλάτε.
»Τις πύλες ασφαλίστε, και βάλτε τις αμπάρες μας ξανά τις σιδερένιες·
»κι απ’ όσους τώρα ανάστησε, κανέναν μην αφήσετε να βγει απ’ το ταφί του.
»Γιατί σκοπεύω τώρα εγώ το λόγο να ζητήσω και να αντιταχθώ σ’ αυτόν εδώ
»τον εισβολέα που μου ’ρθε. Γι’ αυτό και σας διατάζω, την πύλη ν’ ασφαλίσετε και να κρατήσετε γερά· κανένας μην περάσει απ’ όσους μαζευτήκανε και δυνατά φωνάζουν: “Ήρθε! Μαζί μας είναι Εκείνος που είν’
»”Ζωή κι Ανάσταση”.
θ’. »Μα τι αδικία υφίσταμαι! Εγώ που μέχρι τώρα βασίλευα ακλόνητος απάνω στους ανθρώπους…
»Γιά πες μου, λοιπόν, άνθρωπε ‒εσύ που με κατέστρεψες‒ ποιος είσαι τέλος πάντων; Κι εδώ κάτω πώς μπόρεσες κι έφτασες μοναχός σου;
»Γιατί ότι είσαι άνθρωπος, είναι νομίζω προφανές. Αφού έχεις σώμα ανθρώπινο, τι άλλο θε να είσαι;
»Αλλά πώς γίνεται αυτό; Αφού μου ανήκουν όλοι, όσοι απ’ το γένος του Αδάμ κατάγονται ως τα τώρα.
»Ένας τυχαίος είσαι εσύ; Ένας εσύ όπως όλοι; Τότε πώς με κατέβαλες και λες πως ήρθες ως εδώ για να σωθούνε όλοι;
»Μα είναι ο κάθε άνθρωπος υποχείριο δικό μου.
»Πόσο θα πάει πάνω στη γη, πόσα χρόνια θα ζήσει. Καν λίγα χρόνια καν πολλά, σε μένα καταλήγει.
»Πώς γίνεται λοιπόν εσύ έτσι απλά να ξεπερνάς τ’ ανθρώπινα τα μέτρα
»και να ’σαι η απολύτρωση, λέει, όλων των ανθρώπων· για όλους
»Ζωή κι Ανάσταση;
ι’. »Ορίστε, όμως, θα σου πω τη γνώμη μου για σένα· αδικημένος είμαι εγώ μα δίκαια θα σε κρίνω. Απ’ αυτό που βλέπω σίγουρα ανθρώπου είσαι γέννα,
»αλλά τα έργα που έκανες Θεού είναι, όχι ανθρώπου ‒ αν κι όπως προανάφερα, για άνθρωπος μου μοιάζεις.
»Βλέπω καλά μία πληγή που έχεις στα πλευρά σου, και βλέπω κι άλλα τραύματα από καρφιά στα χέρια.
»Αλλά απ’ την άλλη… μια δύναμη ακτινοβολείς, κι εκπέμπεις ένα φως που είναι αψεγάδιαστο και αστραποβολάει.
»Πάντως, αν είσαι άνθρωπος, θα πρέπει να ’σαι, φυσικά, υπήκοος του Θανατά κι υπήκοος του Άδη.
»Αν όμως έτσι το έκανες, να μοιάζεις εξωτερικά σαν όλους τους ανθρώπους
»αλλά να κρύβεις μέσα σου τη θεϊκή σου φύση,
»έλα τώρα κι εξήγα μου, ώστε κι εμείς να μάθουμε πώς γίνεται αν και άνθρωπος να φαίνεσαι στην όψη, στην πράξη να αποδειχτείς και να είσαι εσύ για όλους Θεός,
»Ζωή κι Ανάσταση».