Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «τούτο ταπεινού Ρωμανού».
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο
Όσοι με τ’ άγιο Βάπτισμα με τον Χριστό μαζί κι εμείς μπήκαμε μες στον τάφο
κι αναστηθήκαμε μ’ Αυτόν, ας ψάλλουμε στεντόρεια, ας ψάλλουμε κι ας πούμε:
Πού πήγε η εξουσία σου, βρε θάνατε, γιά πες μας. Κι εσύ βρε Άδη, το κεντρί που είχες πού ’ναι τώρα;
Γιατί έχει πια αναστηθεί ο Κύριος και Θεός μας, που είν’
Ζωή κι Ανάσταση.
Οίκοι
α’. Εκείνην την παραβολή που είπε ο Χριστός μας κι είν’ μέσα στα Ευαγγέλια ‒ο Λουκάς τα διηγείται‒
όταν θα την ακούσουμε να μην την προσπεράσουμε ως κάτι δευτερεύον, αλλά ας την εξετάσουμε σε βάθος και με πίστη.
Ποια είναι η γυναίκα αυτή και τι είναι οι δραχμές; Ποια είναι που τις έχασε
και τώρα τις γυρεύει, και τρώει τον τόπο να τις βρει μ’ ένα λυχνάρι π’ άναψε και ρίχνει φως και ψάχνει;
Το σπίτι της το σκούπισε όλο απ’ άκρη σ’ άκρη, κι όταν τις βρήκε σήκωσε τη γειτονιά στο πόδι· κάλεσε τις γειτόνισσες κοντά της και τους είπε:
«Ελάτε τώρα όλες σας να μοιραστούμε τη χαρά, ότι τα βρήκα τελικά αυτά που είχα χάσει!»
Γι’ αυτό λοιπόν, τώρα κι εμείς δέηση ν’ αναπέμψουμε προς τον Χριστό
κι ας πούμε: «Κύριε, Εσύ δώσε μας φως, φώτισε τις ψυχές μας,
»γιατί Εσύ είσαι το Φως, εσύ ο φωτισμός μας, που ’σαι
»Ζωή κι Ανάσταση».
β’. Το πόσες είναι οι δραχμές όλος ο κόσμος ξέρει· δέκα είναι στο σύνολο,
στον Κύριο ανήκουν που έπλασε τα σύμπαντα μ’ όλη Του τη σοφία.
Και η γυναίκα, λέει, είν’ η σοφία κι η αρετή του Πλάστη και Δημιουργού·
τουτέστιν είναι ο Χριστός που είν’ του Θεού η δύναμη συνάμα και σοφία.
Και οι δραχμές οι δέκα είν’ οι Εξουσίες κι οι Αρχές, οι Θρόνοι κι οι Δυνάμεις,
είναι οι Κυριότητες, οι Αγγέλοι, οι Αρχαγγέλοι,
τα Χερουβίμ, τα Σεραφίμ
και τέλος κι ο Πρωτόπλαστος, που Του έφυγε απ’ τα χέρια, μ’ Αυτός τον αναζήτησε,
τον βρήκε να ’ν’ πεσμένος· ο Κύριος τον βρήκε που είν’
Ζωή κι Ανάσταση.
γ’. Τον κατανίκησε η στοργή, κατέβηκε στον κόσμο και γύρεψε το πλάσμα Του που ’πεσε πλανεμένο.
Ο Άναρχος, ο Απερίγραπτος, ο που είναι του Θεού Υιός και είναι ο Θεός μας,
το κτίσμα Του αναζήτησε, ωσάν Θεός που είναι, με έναν τρόπο που ’ν’ σοφός και θεϊκός συνάμα:
ήρθε, ενανθρωπίστηκε, και πήρε ανθρώπου σάρκα από Μητέρα εδώ στη γη που την κατέστησε άσπιλη, καθάρια, αγιασμένη.
Και πρόσφερε το σώμα Του ως φωτεινό λυχνάρι με της θεότητας το πυρ και το έλαιον
να καίει, και να φωτίζει με Άγιο Φως τα σύμπαντα, τον κόσμο.
Άλλωστε το λυχνάρι με τον πηλό και τη φωτιά, έτσι το φτιάχνουν πάντα.
Απ’ το Θείο που σαρκώθηκε, έτσι κατέλαμψε, λοιπόν,
το Φως απ’ το Λυχνάρι‒ που είναι, βέβαια ο Χριστός· Αυτός
Ζωή κι Ανάσταση.
δ’. Τότε ανεβαίνει στο Σταυρό ‒σαν λύχνος που κρεμάστηκε πάνω στο λυχνοστάτη. Κι όπως θωρεί απ’ τον Σταυρό βλέπει εκεί πιο κάτω
τον έρμο τον Πρωτόπλαστο ‒λέω τον Αδάμ τον μαύρο‒ να κάθεται στη σκοτεινιά, μες σε βαθύ σκοτάδι.
Και βιάζεται να πάει εκεί για να τον συναντήσει ‒έτσι να πάει, κανονικά, με σάρκα, λέμε, και οστά‒ ο αδιαίρετος Χριστός μας,
που απ’ την αγκάλη του Πατρός ποτέ Του δεν χωρίστηκε, αλλ’ όμως ταυτοχρόνως, είναι παρών σ’ ό,τι συμβεί απανταχού στην πλάση.
Πήρε μαζί Του για να πάει χολή μα και το ξίδι, πήρε μαζί και τα καρφιά, κοντά Του και τη λόγχη.
Τη λόγχη πήρε, τα καρφιά, σε μια στιγμή τον Θάνατο
μ’ αυτά να τον καρφώσει, κι είχε μαζί και τη χολή, για να παραπικράνει
τον Άδη, αυτόν τον άτιμο σαν θα τον συναντήσει· θα του ’δινε και τσούξιμο ύστερα από πάνω
με το αψύ το ξίδι, αυτό που Του ’δωσαν και ήπιε κι ο Ίδιος πάνω στο Σταυρό. Αυτά σχεδίαζε ο Χριστός που ’ναι
Ζωή κι Ανάσταση.
ε’. Όταν μετά τη Σταύρωση κατέβηκε και έφτασε ο Βασιλιάς στον Άδη,
το Φως Του φανερώθηκε μες στο βαθύ σκοτάδι κι όλα τα κάτω φώτισε.
Δεν το μπορεί, δεν δύναται το σκότος να σκεπάσει τον Κύριό μας τον Χριστό· απάνω στο σκοτάδι ο Κύριος υπερίσχυσε.
Και βέβαια σαν τον Ιωνά ήταν κι Αυτός μες στην κοιλιά του μνήματος κλεισμένος.
Στον Τάφο όμως πορεύτηκε, καθώς το ’θελε ο Ίδιος· άγρυπνος όμως ήτανε εκεί μέσα στο μνήμα.
Γιατί δεν ήταν ξέχωρα η Θεότητα απ’ το Σώμα.
Μόλις το είδε, το λοιπόν, το θαύμα Του το μέγα,
ο Άδης βάζει τις φωνές κι αυτά είναι που φωνάζει: «Τρέξε βρε Θάνατε, έλα δω, τώρα μαζί να δούμε
»τι είδους φως είναι αυτό που τώρα ακτινοβολεί Αυτός που λέγεται Χριστός κι είναι
»Ζωή κι Ανάσταση».