Προσφυγιά πάνω στην προσφυγιά. Αυτή ήταν η πραγματικότητα για πολλούς Έλληνες του Πόντου που κυνηγημένοι χρειάστηκε να μαζέψουν τις ζωές τους σε μπόγους και να αντιμετωπίσουν ένα αβέβαιο μέλλον.
Με αφορμή τη 19η Μαΐου, ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων, το pontosnews.gr παρουσιάζει σε αποκλειστική προδημοσίευση μαρτυρίες Ελλήνων από τη Ζέλετσα, το χωριό του Κυβερνείου Καρς Καυκάσου.¹
Πρόκειται για υλικό που συγκέντρωσε ο Κωνσταντίνος Γ. Παυλίδης στο έργο Ζέλετσα Κυβερνείου Καρς Καυκάσου – Ιστορία, λαογραφία, πολιτισμός, το οποίο είναι δίγλωσσο (ελληνικά και ρωσικά). Εκδόθηκε από τον Ινφογνώμωνα, ενώ αναμένεται να γίνει και παρουσίασή του στην Αθήνα.
Το ιστορικό πλαίσιο
Στις 3 Μαρτίου του 1918 υπεγράφη το τρίτο μέρος της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτοφσκ ανάμεσα στην μπολσεβικική Ρωσία και τις Κεντρικές Δυνάμεις, τη Γερμανία και τους συμμάχους της, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η νεοσύστατη Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία παρέδιδε στα χέρια του αντιπάλου τεράστια εδάφη.
Οι περιοχές των πόλεων της Υπερκαυκασίας, Καρς και Αρνταχάν, με πολυάριθμους χριστιανικούς πληθυσμούς (κυρίως Αρμένιους και Έλληνες), μετά από 40 χρόνια παραμονής στα εδάφη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας παραδόθηκαν στους Τούρκους.
Η έξοδος από τη Ζέλετσα ξεκίνησε το 1914, όμως ελάχιστες ήταν οι οικογένειες που έφυγαν εκείνη τη χρονιά. Ωστόσο, μια μέρα του 1918 ήρθε η εντολή οι κάτοικοι της Ζέλετσας και των άλλων χωριών του Κυβερνείου να εγκαταλείψουν το συντομότερο τον τόπο τους, λόγω της επικείμενης επίθεσης Τούρκων και Κούρδων.
Η δραματική έξοδος των τελευταίων από τη Ζέλετσα
Στην Ποντιακή Εστία (τχ. 74, Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1988, σσ: 236-237) ο Θεόφιλος Αγαθονικίδης στο άρθρο με τίτλο «Τραγικά γεγονότα στις επαρχίες Γκιόλια και Αρνταχάν του Καρς Καυκάσου» περιγράφει:
«Τα χαράματα ο λόχος ξεκίνησε για το μέτωπο του Τσουχούρ όπου βρισκόταν και η Ζέλετσα, τους κατοίκους της οποίας κρατούσαν αιχμαλώτους. Δύο μέρες Έλληνες και Αρμένιοι μάχονταν στο Τσουχούρ. Την τρίτη μέρα ο λόχος των Ελλήνων έκανε την εξόρμηση στην κατεύθυνση της Ζέλετσας και την κατέλαβε με έφοδο. Τις δύο μέρες της μάχης του Τσουχούρ οι κάτοικοι της Ζέλετσας βρίσκονταν κλεισμένοι και κρυμμένοι στα σπίτια τους και τους αχυρώνες.
»Όταν κατέλαβε ο ελληνικός λόχος την κορυφή των Αγίων Θεοδώρων, είδαν κάτω στο χωριό στις στέγες και στις πόρτες των σπιτιών λευκές σημαίες. Με ξεφωνητά “Ουράαααα!” (ζήτω!) χύθηκαν κάτω, έτρεχαν να προλάβουν την απαγωγή και τη σφαγή των Ζελετσαλήδων.
»Όταν ο ελληνικός λόχος εισέβαλε στο χωριό είδαν με έκπληξη ότι 100 Τούρκοι άτακτοι είχαν πιάσει αρκετούς κατοίκους, τους έκλεισαν στην εκκλησία και στο σχολείο και ήταν έτοιμοι να τους βάλουν φωτιά και να τους κάψουν ζωντανούς. Μετά από σκληρή μάχη, διέλυσαν τους Τούρκους και έτσι έσωσαν τους κατοίκους του χωριού.
»Οι Κούρδοι, κρυμμένοι στις βουνοπλαγιές, στους βράχους, συνέχιζαν τους τουφεκισμούς.
»Όταν ελευθερώθηκε το χωριό, άρχισαν οι κάτοικοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, να βγαίνουν από τα σπίτια τους. Φοβισμένοι ακόμα, ξετρύπωναν από τις κρυψώνες τους και έτρεχαν στους ελευθερωτές τους. Έπεφταν στα πόδια τους, τους αγκάλιαζαν και τους φιλούσαν κλαίγοντας.
»Έτσι και οι τελευταίοι κάτοικοι της Ζέλετσας πήραν το δρόμο της προσφυγιάς για το Καρς, εκεί που θα συναντιούνταν με τους υπόλοιπους Έλληνες των άλλων χωριών του Κυβερνείου.
»Ερχόμενοι στο Καρς, οι πρόσφυγες πλέον Ζελετσαλήδες επιβιβάζονταν στα τρένα για την Τιφλίδα».
Η διαδρομή που ακολουθούσαν ήταν Καρς-Γκιουμρί (τότε Αλεξανδρούπολη, Αρμενία)-Τιφλίς (Γεωργία).
«Θάψαμε τη μητέρα μας, δεν ξέρουμε πού»
Συγκλονίζει η μαρτυρία της οικογένειας Χατζη(γ)ερίδη, της οποίας ο πατέρας Κωνσταντίνος και η μητέρα Κυριακή μαζί με τα πέντε τους παιδιά, Μαρία, Αναστασία, Σοφοκλή, Σωκράτη και Νικόλαο,² επιβιβάστηκαν επίσης στο τρένο στο Καρς.
«Μπήκαμε στο τρένο από το Καρς, το οποίο κατευθυνόταν προς την Τιφλίδα. Στο δρόμο αρρώστησε πάρα πολύ η μητέρα μας, δεν μπορούσαμε να της προσφέρουμε καμία βοήθεια, λόγω έλλειψης γιατρού. Τελικά η μητέρα μας πέθανε.
»Εμείς αποκρύψαμε το θλιβερό αυτό γεγονός από τις Αρχές του τρένου, επειδή σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις άφηναν όλη την οικογένεια στη μέση της διαδρομής. Γι’ αυτό εμείς μεταφέραμε τη λύπη μας, έτσι ώστε κανένας δεν μας αντελήφθη.
»Στην πρώτη μας στάση, κάπου στα σύνορα της Γεωργίας, δεν θυμόμαστε πού ακριβώς, την παραδώσαμε στη γη. Πού την θάψαμε δεν ξέρω. Ο τάφος της μητέρας μας, μάς είναι άγνωστος».³
«Μου πήρε το παιδί ζητώντας ό,τι χρυσαφικό είχα»
Άλλη τραγική μαρτυρία ήταν της Ζαραφείας Μελισσανίδη το γένος Παυλίδη:
«Ανέβηκα με τα τρία μικρά παιδιά μου στη σκεπή του τρένου, το οποίο πήγαινε από το Καρς για την Τιφλίδα. Μαζί μου είχα μόνο ένα τσαμπί με λίγα χρυσαφικά. Αφού το τρένο ήταν εν κινήσει ένας ένοπλος ανέβηκε πάνω στη σκεπή του τρένου, άρπαξε το ένα από τα παιδιά μου και κρατώντας το από το σβέρκο στο κενό με απείλησε να του δώσω ό,τι χρυσαφικό είχα, αλλιώς θα το πετούσε κάτω.
»Δεν άντεξα και του πέταξα το τσαμπί στο πρόσωπο, καταράσσοντάς τον. Έτσι έσωσα το παιδί μου από το θάνατο…».
Ερχόμενοι στην Τιφλίδα οι πρόσφυγες με τα χρήματα που είχαν αγόραζαν κάρα, έζευαν τα ζώα τους και από εκεί και πέρα ο καθένας έπαιρνε τον δικό του δρόμο. Άλλοι πεζοί συνέχισαν για τον βόρειο Καύκασο και το Βλαδικαυκάζ, άλλοι προς το Βατούμ (τον Βαθύ Λιμένα των Αρχαίων) με την ελπίδα να επιβιβαστούν σε καράβια που θα τους πήγαιναν στην Ελλάδα, ενώ ελάχιστοι παρέμειναν σε χωριά της Γεωργίας.
Όσοι κατευθύνθηκαν στο Βλαδικαυκάζ, επί του Στρατιωτικού Δρόμου της Γεωργίας (βοέννο-γκρουζίνσκαγια ντορόγκα), κάπου μεταξύ Τσμι, Λάρσα και Μπάλτα, δέχθηκαν επίθεση από κλέφτες της περιοχής. Τους αφαίρεσαν τα ρούχα, τα ζώα και τα χρήματά τους, με αποτέλεσμα να φτάσουν στο Βλαδικαυκάζ τελείως άκληροι.
___