Με το άκουσμα του ονόματός του, οι νεώτεροι κυρίως θα αναρωτηθούν ποιος είναι. Με το που θα δουν όμως φωτογραφία του ή τον δουν σε ένα από τα αποσπάσματα ελληνικών ταινιών που έχουν κατακλύσει το διαδίκτυο, θα τον αναγνωρίσουν και φυσικά θα χαμογελάσουν.
Ο Γιώργος Κάππης ήταν η περίπτωση δευτεραγωνιστή μεν που όμως έπαιζε και πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Και στο θέατρο, κυρίως στην επιθεώρηση, αλλά και στο σινεμά όπως για παράδειγμα στην Αρχόντισσα της κουζίνας που ήταν παρτενέρ της Δέσποινας Στυλιανοπούλου.
Τις μεγάλες επιτυχίες τις έζησε με την άνθηση της επιθεώρησης στα 60s και στα 70s. Στην πορεία, το είδος πήγε μεν αλλού, αλλά ο ίδιος ήταν όνομα στο χώρο που έχαιρε σεβασμού και εκτίμησης, ενώ στη δεκαετία του ’80, βρέθηκαν στο δρόμο του οι βιντεοκασέτες και συντηρήθηκε κυρίως οικονομικά. Μετά όμως…
Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες
Γεννήθηκε το 1929 στην Θεσσαλονίκη και εκεί έκανε τα πρώτα βήματα του στο σανίδι. Στη συνέχεια μπήκε σε διάφορους θιάσους και ξεκίνησαν τις περιοδείες που τον έφτασαν μέχρι την Αφρική. Έτσι είχε δηλώσει ο ίδιος σε μια από τις απειροελάχιστες συνεντεύξεις που είχε δώσει. Στην πρωτεύουσα κατεβαίνει στις αρχές του ’60 και είναι στην ουσία σαν να συστήνεται από την αρχή. Τον εντοπίζει ο θεατρικός επιχειρηματίας Βασίλης Μπουρνέλης, που τότε έλυνε και έδενε και τον παίρνει στους θιάσους του. Παρόλο που έβλεπε το ταλέντο του, αλλά και το γκελ που έκανε στον κόσμο, του δίνει μικρά πράγματα. Ο ηθοποιός επαναστατεί και ετοιμάζεται να φύγει από τις επιχειρήσεις του. Τότε ο Μπουρνέλης του δίνει το πρώτο του ντουέτο και αρχίζει η αναγνώριση. Το δε μεροκάματό του, ήταν γύρω στις 130 δραχμές.
Τότε τον φωνάζει η Μαρία Καλουτά, όπου μαζί με την αδελφή της Άννα και μεταξύ άλλων τους: Ορέστη Μακρή, Τάκη Μηλιάδη, Αλέκο Λειβαδίτη, Μπέτυ Μοσχονά και Ρένα Ντορ είχαν φτιάξει το «Θίασο των Επτά» και είχαν ανεβάσει την επιθεώρηση Ντόλτσε βίτα στην Αθήνα στο θέατρο Περοκέ. Η Καλουτά αντί για μισθό του προτείνει να μπει συνέταιρος με ποσοστά. Ο ηθοποιός δέχεται και γίνεται ο «Θίασος των Οκτώ». Η παράσταση σκίζει και ο Κάππης βγάζει πολύ καλά λεφτά. Συν ότι ζει και έναν προσωπικό, θεατρικό θρίαμβο.
Λίγο πριν τελειώσουν οι παραστάσεις τον καλεί ένας επιχειρηματίας για συνεργασία. Όταν φτάνει η ώρα των χρημάτων, το ποσό που του λέει ο Κάππης, αφήνει αμίλητο τον επιχειρηματία. Και φυσικά η συνεργασία δεν έγινε ποτέ. Και όχι μόνο, αλλά ο Κάππης μένει περίπου δύο σεζόν άνεργος. Τότε τον φωνάζει ξανά ο Μπουρνέλης και αυτή την φορά του δίνει μεροκάματο κάτι λιγότερο από 170 δραχμές. Φυσικά ο Κάππης δέχεται.
Επιθεώρηση αγάπη μου
Μεταπολίτευση. Το ελληνικό θέατρο –και όχι μόνο– ύστερα από μια 7ετία που παίζει με τη λογοκρισία και τα υπονοούμενα, αισθάνεται την ελευθερία να λέει ότι θέλει. Σ’ ένα πειραϊκό θέατρο ανοίγοντας η αυλαία, το σκηνικό παρουσίαζε μια μεγάλη κλειστή γροθιά με ανασηκωμένο όμως το μεσαίο δάκτυλο στη κορυφή του οποίου φερόταν να κάθεται ο Κάππης, χωρίς να μιλάει. Μετά παρέλευση 2-3 λεπτών και ενώ το κοινό γέλαγε έντονα προκαλούμενος πειραχτικά έλεγε: «Γελάτε ε!…, Γελάστε!…, Γελάστε!… Όλοι σας 7 χρόνια καθόσασταν εδώ πάνω»!
Το νούμερο γίνεται γκραντ σουξέ και ο Κάππης παραμένει στην επιθεώρηση, έχοντας συνέχεια δουλειά. Μόνο που ήδη το είδος έχει αρχίσει να αλλάζει και να μπαίνουν νέοι παίκτες στο είδος. Σιγά-σιγά οι δευτεραγωνιστές, αλλά και οι πρωταγωνιστές του είδους, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων μπαίνουν σε μικρότερα θέατρα. Ευτυχώς στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 μπαίνουν στο παιχνίδι οι βιντεοκασέτες και κάποιοι ηθοποιοί επιβιώνουν. Άσχετα με το παραγόμενο αποτέλεσμα.
Πέφτει η αυλαία
Στα χρόνια της ιδιωτικής τηλεόρασης ο Κάππης είχε μόνο μια συμμετοχή, στη σειρά Και οι 4 ήταν υπέροχες του Γιώργου Κωνσταντίνου. Επίσης πρωταγωνιστούσε σε μια πετυχημένη παράσταση το Πέτα τη μαμά από το παράθυρο. Πέραν τούτου… Κάποιες περιοδείες, κάποια μικρά θέατρα και ένα τηλέφωνο που δεν χτυπάει. Ο ίδιος όπως φαίνεται δεν ήταν ο άνθρωπος που θα σήκωνε το τηλέφωνο ή θα έκανε δημόσιες σχέσεις. Ελάχιστα πράγματα ήταν γνωστά για την προσωπική του ζωή, όπως ότι είχε παντρευτεί δύο φορές και είχε μια κόρη.
Λίγο πριν από το θάνατό του είχε μιλήσει σε εκπομπή ότι είχε χρέη και πως ότι χρήματα έβγαζε πήγαιναν αρχικά σε αυτά και με τα υπόλοιπα ζούσε. Επίσης είχε αφἠσει να εννοηθεί ότι αυτά τα χρέη ήταν από δουλειές που είχε χρηματοδοτήσει, ενώ διακριτικά είχε πει ότι αισθανόταν μεγάλη μοναξιά.
Μάιος 1999. Ένα πρωί μια γειτόνισσά του, τον ακούει να ζητάει βοήθεια. Είχε πέσει στην μπανιέρα του. Επιστρατεύεται η Πυροσβεστική και τελικά όταν τον απεγκλωβίζουν και τον πηγαίνουν στο Γενικό Κρατικό. Εκεί ύστερα από λίγες μέρες αφήνει την τελευταία του πνοή. Μια μέρα σαν τη σημερινή.
Σπύρος Δευτεραίος