Θεωρούνταν ένας από τους πλέον ικανούς στρατηγούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: Ο Τουρκαλβανός Ομέρ Βρυώνης, πασάς του Βερατίου, μαζί με τον Κιοσέ Μεχμέτ μπήκε επικεφαλής ισχυρών τουρκικών δυνάμεων και στάλθηκε στην ανατολική Στερεά προκειμένου να καταπνίξει την Επανάσταση. Στα μέσα Απριλίου 1821 πέρασαν νικηφόρα από την Αλαμάνα, παρά την ηρωική αντίσταση του Αθανάσιου Διάκου και των στρατιωτών του. Η προέλαση συνεχίστηκε με μια ακόμα νίκη της τουρκικής στρατιάς, στο Ελευθεροχώρι.
Το ηθικό των επαναστατημένων Ελλήνων είχε αρχίσει να κλονίζεται και το μέλλον της επανάστασης σε Στερεά και Πελοπόννησο κινδύνευε.
Στις αρχές Μαΐου 1821 ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, παλιός γνώριμος του Ομέρ Βρυώνη, μετακινήθηκε από το Γαλαξίδι όπου κρυβόταν στο Χάνι της Γραβιάς, μαζί με το πρωτοπαλίκαρό του Ιωάννη Γκούρα.
Όταν ο Τουρκαλβανός στρατηγός έμαθε πού βρισκόταν, του έστειλε επιστολή προτείνοντάς του συμμαχία και την οπλαρχηγία όλης της ανατολής Στερεάς. Τόπος συνάντησης ορίστηκε το χάνι.
Σε πολεμικό συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε ο Ανδρούτσος επέμενε ότι οι ελληνικές δυνάμεις έπρεπε να αμυνθούν μέσα από το πλινθόκτιστο πανδοχείο, παρά τον κίνδυνο να γκρειμιστεί, διότι οι αντίπαλοι (περίπου 9.000 άνδρες είχε στη διάθεσή του ο Ομέρ Βρυώνης) θα ήταν ακάλυπτοι και θα δέχονταν πυρά κατά μέτωπο.
Οι Έλληνες ήταν 1.300, και ο Ανδρούτσος ανέλαβε να πολεμήσει ο ίδιος από το χάνι μαζί με 117 παλικάρια.
Ο Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιά που διαφωνούσαν και ήθελαν να αμυνθούν δεξιά και αριστερά από το χάνι αποφασίστηκε, ως μέση λύση, να πάρουν θέση αριστερά από αυτό στο δρόμο προς το βουνό Χλωμό. Στα δεξιά, στη λεγόμενη Κρήνη του Σίντσικα, τοποθετήθηκε ο έμπιστος του Ανδρούτσου, Κοσμάς Σουλιώτης.
«Παιδιά, όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας πιαστεί στο χορό», λέγεται ότι δήλωσε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, και άρχισε να τραγουδάει το γνωστό κλέφτικο «Κάτω στου βάλτου τα χωριά» εμψυχώνοντας όσους αργότερα ταμπουρώθηκαν μαζί του.
Οδυσσέας Ανδρούτσος εναντίον Ομέρ Βρυώνη
Στις 8 Μαΐου 1821 η μάχη ξεκίνησε περιφερειακά από το χάνι. Οι ισχυρές δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη έκαμψαν εύκολα την ελληνική αντίσταση, και οι πολεμιστές σκόρπισαν στα ορεινά.
Ο Τουρκαλβανός έστειλε έναν έφιππο δερβίση στον Ανδρούτσο προκειμένου να επαναλάβει την πρότασή του για σύμπραξη.
Ο αγγελιοφόρος έπεσε νεκρός, από πυρά του Ανδρούτσου ή του Γκίκα Μουσταφά κατά άλλες πηγές, κάτι που εξόργισε τον Ομέρ Βρυώνη ο οποίος διέταξε νέα επίθεση και έταξε μεγάλη αμοιβή σε αυτούς που θα έμπαιναν πρώτοι στο χάνι.
Με τη δύση του ηλίου, και ενώ συνεχίζονταν οι συγκρούσεις με σημαντικές απώλειες στην τουρκική πλευρά, ο Ομέρ Βρυώνης διέταξε να φέρουν πυροβόλα από τη Λαμία προκειμένου να ισοπεδώσουν το χάνι.
Ο ευφυής Ανδρούτσος, που έβλεπε ότι τα πυρομαχικά είχαν τελειώσει και γνώριζε ότι τα πυροβόλα θα σήμαιναν και το τέλος τους, διέταξε να θάψουν πρόχειρα τους νεκρούς και να φύγουν τα ξημερώματα. Υπό την κάλυψη ενός σπαρμένου χωραφιού έφτασαν στο Χλωμό όπου συναντήθηκαν με τους υπόλοιπους Έλληνες πολεμιστές.
Η μάχη της Γραβιάς είχε τελειώσει με απολογισμό 6 Έλληνες νεκρούς και από την άλλη μεριά 600 νεκρούς και 600 τραυματίες.
Το «Βατερλό» του Ομέρ Βρυώνη στη Γραβιά οφειλόταν κυρίως στο γεγονός ότι υποτίμησε τις ελληνικές δυνάμεις αλλά και την ίδια την επανάσταση. Κατά συνέπεια δεν χρησιμοποίησε από την αρχή το πυροβολικό, γεγονός που θα μπορούσε να του εξασφαλίσει εύκολη νίκη.
Στο ελληνικό στρατόπεδο η νίκη αναπτέρωσε το ηθικό των επαναστατημένων. Παράλληλα, η «ενασχόληση» του Ομέρ Βρυώνη με τη Στερεά έδωσε τη δυνατότητα καλύτερης οργάνωσης στην Πελοπόννησο, όπου η επανάσταση εδραιώθηκε προτού συνεχιστεί στη δυτική Στερεά.
Σε προσωπικό επίπεδο, η νίκη αυτή αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές επιτυχίες του Στερεοελλαδίτη οπλαρχηγού, καθώς του εξασφάλισε τον τίτλο του αρχιστρατήγου της ανατολικής Στερεάς. Ωστόσο, στη διάρκεια των εμφύλιων συγκρούσεων, ο Ανδρούτσος στοχοποιήθηκε, απομονώθηκε από την κυβέρνηση και τελικά το 1825 δολοφονήθηκε, ενώ βρισκόταν φυλακισμένος στην Ακρόπολη της Αθήνας.