Από την Κίο της Μικράς Ασίας στη Νέα Κίο της Αργολίδας· η καύση του Βαραββά την ώρα της περιφοράς του Επιταφίου, με τον ουρανό να φωτίζεται από πολύχρωμα βεγγαλικά, είναι ένα έθιμο μοναδικό στο είδος του, το οποίο ήρθε στην Ελλάδα μαζί με τους Μικρασιάτες πρόσφυγες και φέτος θα αναβιώσει για μια ακόμα χρονιά.
Ο Βαραββάς, ένα μεγάλο ομοίωμα ανθρώπου, κατασκευάζεται από τη Μεγάλη Πέμπτη. Υπάλληλοι του Δήμου Άργους-Μυκηνών και εθελοντές έστησαν ένα ικρίωμα 8 μέτρων στην αυλή του σχολείου και το τοποθέτησαν στην κορυφή, έτοιμο να παραδοθεί στις φλόγες.
Ο Ευρυσθένης Λασκαρίδης στο δίτομο έργο του Κιανά αναφέρει ότι η συνήθεια της καύσης «επικρατούσε από παλαιοτάτην εποχήν». Όπως εξηγεί, χρησιμοποιούσαν ξερά χόρτα (ρούμια) τα οποία μετέφεραν από τα βουνά με γαϊδούρια, ενώ ο πάσσαλος έπρεπε «να εξευρεθεί διά κλοπής είτε από ημικατεστραμμένας οικίας, είτε από κανένα νταλιάνι [σ.σ. κατασκευή μέσα στη θάλασσα για αλιεία]».
Όταν το ομοίωμα ήταν έτοιμο, ο αρχηγός –υπό τον φόβο ότι παιδιά από άλλη ενορία θα του βάλουν φωτιά πριν από την ώρα του Επιταφίου–, όριζε σκοπούς «από τους ισχυρότερους και θαρραλεωτέρους νέους».
Όταν η περιφορά του Επιταφίου περνούσε από το σημείο όπου βρισκόταν ο Βαραββάς, ο αρχηγός έδινε την εντολή και «χιλιάδες αναμμένα κεριά τον επλησίαζαν και τον έδιδον φωτιά. Αι φλόγες, λόγω του μεγέθους του, ανήρχοντο εις μέγα ύψος και αι σπίθες αυτού προκαλούσαν θέαμα φαντασμαγορικόν», γράφει ο Ευρυσθένης Λασκαρίδης.