Από την επομένη της Λοζάνης, ίσως και νωρίτερα, η Τουρκία, παίζοντας κατάλληλα το χαρτί των εκβιασμών και των απειλών, χωρίς πάντα να είναι αποφασισμένη να τις υλοποιήσει, καταφέρνει και κερδίζει στον μακρύ αναθεωρητικό κατάλογο που συνέταξε.
Η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση δεν τελείωσε με την ήττα στην Μικρά Ασία. Συνεχίσθηκε αμέσως μετά και ενόσω στα Μουδανιά συνεκλήθη στρατιωτική σύσκεψη ανακωχής στις 20 Σεπτεμβρίου/3 Οκτωβρίου 1922.
Παρόλο που Γάλλοι και Ιταλοί είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα από τον πόλεμο, ήδη, και οι Βρετανοί βρίσκονταν σε αδύναμη θέση υπερασπιζόμενοι τα Στενά, για τον εαυτό τους, όχι για την Ελλάδα, ο Κεμάλ δεν ήθελε να έρθει σε αντιπαράθεση με τα βρετανικά στρατεύματα. Απειλούσε, όμως, και πέτυχε την άνευ όρων παράδοση της Ανατολικής Θράκης. Και στη Λοζάνη επιχείρησε να εφαρμόσει την ίδια μέθοδο για τη Δυτική Θράκη αλλά υποχώρησε μετά την αποφασιστικότητα της ελληνικής πλευράς με τον στρατό του Έβρου.
Αυτή η τακτική έγινε παράδοση στην νεότερη τουρκική ιστορία και εφαρμόζεται, επιτυχώς, από τους διαδόχους του Κεμάλ.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η απειλή casus belli, σε περίπτωση που η Ελλάδα ασκήσει κυριαρχικό δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα μέχρι τα 12 μίλια κάτι που έχουν πράξει όλα τα παράκτια κράτη στον κόσμο.
Έγκυροι διπλωματικοί παρατηρητές τολμούν, ακόμη και την εκτίμηση μιας Ελλάδας ως χώρας περιορισμένης κυριαρχίας.
Πρόκειται για μια πολιτική την οποία εγκρίνει σημαντικό μέρος του ελληνικού λαού με το επιχείρημα ότι θα αποφευχθεί έτσι ο πόλεμος. Αλλά η υποχωρητικότητα είναι η πιο ασφαλής μέθοδος που οδηγεί στον πόλεμο.
Δεν έχει γίνει συνείδηση ούτε στην κοινή γνώμη, ούτε στους ανθρώπους που διαμορφώνουν την κρατική πολιτική ότι η Τουρκία έχει τρία είδη συμπεριφοράς, αναλόγως, των περιστάσεων.
Έχει ολοκληρωμένα σχέδια κατά της Ελλάδας και του ελληνισμού αλλά περιμένει την κατάλληλη στιγμή να τα εφαρμόσει.
Τα σχέδια εξόντωσης του ελληνισμού της Πόλης και της απέλασής του παρόλο που είχε το καθεστώς των μη ανταλλάξιμων (établi), είχαν καταστρωθεί το 1957 αλλά εφαρμόσθηκαν το 1964, όταν η Ελλάδα βρισκόταν σε εσωτερική ρευστότητα και με αδύναμες διεθνείς συμμαχίες. Και η Τουρκία επικαλέστηκε, προσχηματικά, τα γεγονότα στην Κύπρο για να τονώσει το φρόνιμα του πληθυσμού της.
Φέτος συμπληρώνονται 60 χρόνια από εκείνον τον ξεριζωμό των Ελλήνων της Πόλης χωρίς το ελληνικό κράτος να αντιδράσει. Η πικρία των Ελλήνων της Πόλης καταγράφηκε πριν λίγες ημέρες σε εκδήλωση που έγινε στην Καλαμαριά. Έλληνες που έζησαν τα γεγονότα τα εξιστόρησαν με τραγικό τρόπο και από τις αφηγήσεις τους ανέδειξαν και την αδιαφορία του ελληνικού κράτους. Είναι χαρακτηριστικό, όπως είπε μια από τις Πολίτισσες που εξιστορούσαν την περιπέτειά τους, πως οι Τούρκοι είχαν σταματήσει τις απελάσεις για ένα διάστημα όταν η Ελλάδα αντέδρασε με ανάλογο τρόπο, με την απέλαση, δηλαδή, ενός μικρού αριθμού τουρκογενών από τα Δωδεκάνησα αλλά η Αθήνα δεν συνέχισε.
Το συμπέρασμα από την παρακολούθηση της συμπεριφοράς της Τουρκίας είναι πως η ηγεσία της γειτονικής χώρας, διαχρονικά, επιτίθεται στην Ελλάδα όταν τη βρει αδύναμη και διχασμένη, τη φοβάται όταν είναι ισχυρή στρατιωτικά, οικονομικά και κοινωνικά και αναζητά ήρεμα νερά όταν έχει [η Τουρκία] εσωτερικά προβλήματα ή επιδιώκει ανοίγματα προς τη Δύση, ή φοβάται τις εξελίξεις στον περίγυρό της. Όπως σήμερα.
Η ανταπόκριση του Κεμάλ στην πρόταση Βενιζέλου για ελληνοτουρκική προσέγγιση έγινε λόγω του φόβου που διακατείχε τον Τούρκο ηγέτη από τις πιθανές εξελίξεις. Κατά τη διάρκεια της προσέγγισης έγινε προσπάθεια για ένα είδος ελληνοτουρκικού αμυντικού συμφώνου που έμεινε, μόνο, στις πολιτικές προθέσεις. Στο σύμφωνο περιλαμβανόταν όρος να μην επιτρέψει η μια χώρα τη διέλευση από το έδαφός της δύναμης που θα ήθελε να επιτεθεί στην άλλη. Η Τουρκία είχε λόγους να ανησυχεί. Στην Ελλάδα δεν επρόκειτο να επιτεθεί καμιά χώρα που θα έπρεπε να διέλθει από το έδαφος της Τουρκίας.
Την ίδια ανησυχία είχε και ο Βενιζέλος και αυτή ήταν η κύρια αιτία που επεδίωξε τη σύγκλιση με την Τουρκία. Ανησυχούσε από τον αναθεωρητισμό της Βουλγαρίας η οποία δεν αποδεχόταν την Συνθήκη του Νεϊγύ.
Η Τουρκία όπως έχει δομηθεί, με τα ιδεολογήματα για το αήττητο του τουρκικού στρατού και για την υπερηφάνεια τού να είναι κανείς Τούρκος, είναι ανελαστικό κράτος. Δεν μπορεί να αντέξει μια ήττα. Γι’ αυτό είναι ιδιαίτερα προσεκτική.
Εν κατακλείδι, πρέπει να προβληματίσει η πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση με το άνοιγμα που κάνει προς την Τουρκία.
Η Τουρκία για να σεβαστεί την Ελλάδα και να αναδιπλωθεί από τις αναθεωρητικές απαιτήσεις της πρέπει να αισθανθεί αντίσταση.
Δεν καταλαβαίνει από καλές προθέσεις. Νιώθει, μόνο, τη δύναμη του αντιπάλου της.