Η Λαμπρή, όπως είναι το ελληνικό όνομα του Πάσχα, είναι η μεγαλύτερη γιορτή της Ορθοδοξίας. Έχει συνυφανθεί με την ιστορία του έθνους μας που πολλά χρόνια κάτω από την οθωμανική σκλαβιά ζούσε με την ελπίδα της Ανάστασης γιατί πίστευε σε Εκείνον, στον τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο συγχρόνως. Αυτόν που υπέφερε τους βασανισμούς και τους εξευτελισμούς από το δημιούργημά Του και αδιαμαρτύρητα οδηγήθηκε στη σταυρική θυσία για να ξεπλύνει την ανθρωπότητα από τις αμαρτίες της.
Με την Ανάστασή Του ο Θεάνθρωπος συνέτριψε το κράτος του σκότους· έτσι και η Ρωμιοσύνη με την ανάστασή της συνέτριψε τα δεσμά της. Γι’ αυτό στη συνείδηση του Έλληνα η Λαμπρή έγινε η μεγαλύτερη γιορτή, η γιορτή της υπόσχεσης της Σωτηρίας μας.
Όπως σε ολόκληρη την Ελλάδα, έτσι και στον Πόντο η Μεγάλη Παρασκευή θεωρούνταν μέρα βαρύτατου πένθους. Με μεγάλη θρησκευτική κατάνυξη γινόταν η αποκαθήλωση του Χριστού από το Σταυρό και η εναπόθεσή Του στο κατάφορτο από κάθε λογής λουλούδια κουβούκλιο του Επιταφίου.
Ο Ξενοφών Άκογλου, γνωστός με το προσωνύμιο Ξένος Ξενίτας, μας διηγείται για την ημέρα αυτή στα Κοτύωρα του Πόντου:
Στην εκκλησία πήγαιναν όλοι οι χριστιανοί, ακόμα και αυτοί που ήταν άρρωστοι. Κάθε μια εκκλησία από τις τρεις των Κοτυώρων, της Υπαπαντής, του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Νικολάου, έβγαζε τον Επιτάφιό της, τον οποίο στόλιζαν από το πρωί νεαρά κορίτσια με μεγάλη ευλάβεια, στο προαύλιο του ναού. Το στολισμό ολοκλήρωναν οι επίτροποι της εκκλησίας τοποθετώντας στις δάφνινες αψίδες του Επιταφίου 5 μεγάλες λαμπάδες αλλά κι άλλες μικρότερες τριγύρω του.
Την ώρα που οι ψάλτες έψαλαν το «Έραναν τον τάφο», όσοι ήταν κοντά στον Επιτάφιο έπαιρναν μια από τις μικρές λαμπάδες και τις φυλούσαν στο εικονοστάσι του σπιτιού όλον το χρόνο, μαζί με τα λουλούδια από τον Επιτάφιο, χρησιμοποιώντας τα ως γιατρικό, θυμιάζοντας τον άρρωστο ή αυτόν που είχε «βλαφτεί» με τα καιόμενα άνθη.
Στα Σούρμενα σύμφωνα με τον Ερμόλαο Ανδρεάδη, τα μαγαζιά ήταν κλειστά καθ’ όλη την διάρκεια της ημέρας. Η καμπάνα χτυπούσε όλη την ημέρα πένθιμα. Ο κόσμος πήγαινε νηστικός να προσκυνήσει τον Επιτάφιο, και οι μητέρες έβαζαν τα παιδιά τους να περάσουν τρεις φορές κάτω από αυτόν για να έχουν ευλογία.
Στο χωριό Μουλκάντων της περιφέρειας Σουρμένων η περιφορά του Επιταφίου γινόταν τα ξημερώματα του Μ. Σαββάτου, τυπικό που ακολουθούν πολλά μοναστήρια στον ελλαδικό χώρο ακόμα και σήμερα. Μετά το τέλος της ακολουθίας ο κόσμος γυρνούσε στα σπίτια του κρατώντας μικρούς πυρσούς, τα λεγόμενα μασάλα, για να φωτίζεται ο δρόμος καθώς δεν είχε ακόμα φέξει.
Στη Σάντα οι πιστοί βιάζονταν να περάσουν πρώτοι κάτω από τον Επιτάφιο γιατί θεωρούσαν πως θα λάβουν μεγαλύτερη ευλογία, αφού ερμήνευαν με αυτόν τον τρόπο την ευαγγελική ρήση «ο εμβάς πρώτος εις το ύδωρ υγιής εγίνετο».
Στην περιοχή της Μεσοχαλδίας κατά τον Παντελή Μελανοφρύδη αυτή ήταν η ημέρα που γινόταν συνήθως η ανακομιδή των νεκρών.
Η Ακολουθία των Ωρών τελούνταν το απόγευμα και πιστοί προσέφεραν στο προαύλιο του ναού παξιμάδια και όσπρια στους φτωχούς, για ανάπαυση των ψυχών των κεκοιμημένων τους. Αυτή ειδικά την ημέρα οι πιστοί δεν έτρωγαν ούτε έπιναν τίποτα μέχρι την ώρα της Ακολουθίας των Ωρών.
Στο χωριό Τσίτη νεαρά κορίτσια ευπρέπιζαν το ναό, ενώ πολλά παιδιά αγρυπνούσαν καθώς η Αποκαθήλωση γινόταν μετά τα μεσάνυχτα.
Για τα άνθη δε που χρησιμοποιούνταν στο στολισμό του Επιταφίου ο Μελανοφρύδης μάς πληροφορεί πως στη Χαλδία ήταν μανουσάκια, τα πιο χαρακτηριστικά λουλούδια του Πόντου, τα οποία ανέδιδαν μια λεπτή και ευχάριστη μυρωδιά. Μάλιστα στο χωριό του, την Άδυσσα της Αργυρούπολης, η οποία βρισκόταν σε υψόμετρο άνω των 1.200 μ., τα μανουσάκια μαζεύονταν από τον Μάρτιο ακόμα και παραδίδονταν στους ιερείς οι οποίοι τα φύλαγαν για την ιερή μέρα της Μεγάλης Παρασκευής.
Γι’ αυτό το λόγο οι μικροί κάτοικοι της Άδυσσας που ήταν επιφορτισμένοι με το ρόλο της συλλογής των μανουσακιών, τα ονόμαζαν «τ’ Επιταφί τα τσιτσέκια», τα λουλούδια του Επιταφίου δηλαδή.
Και για το Σταυρίν, όπως μας πληροφορεί ο Δημήτριος Παπαδόπουλος (Σταυριώτης), η Μεγάλη Παρασκευή ήταν ημέρα αφιερωμένη στη μνήμη των οικείων κεκοιμημένων, γι’ αυτό και οι Σταυριώτες ετοίμαζαν κολόθεα, ψωμάκια δηλαδή, όπως και κόλλυβα – ιδιαιτέρως όσοι είχαν πρόσφατη απώλεια αγαπημένου τους προσώπου. Άναβαν τα καντήλια στους τάφους και εναπόθεταν τις προσφορές πάνω στο μνήμα μέχρι να περάσει ο ιερέας και να κάνει το τρισάγιο. Κατόπιν μοίραζαν τις προσφορές για τη συγχώρεση των ψυχών των νεκρών τους.
Στα Κοτύωρα καθ’ όλη την διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, αλλά κυρίως τη Μεγάλη Παρασκευή, άδονταν από μικρούς και μεγάλους, άνδρες και γυναίκες το εξής μοιρολόι:
«Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα,
Σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερον έβαλαν βουλήν οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι, παράνομοι κ’ οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν τον Χριστόν τον πάντων Βασιλέα…».
Στην Τραπεζούντα, γράφει η Έλσα Γαλανίδου-Μπαλφούσια, στο Σεμηρτσηλέρ-Μπασή διασταυρώνονταν οι Επιτάφιοι των ενοριών του Αγίου Γεωργίου Τσαρτακλή, του Αγίου Βασιλείου και της Υπαπαντής.
Η ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής ήταν μεγάλη αργία για τους Ποντίους· θεωρούσαν ασέβεια προς το Πάθος του Κυρίου εάν κάποιος πήγαινε στην εργασία του ή έκανε κάποιο πάρεργο. «Τη Μεγαλ’ Παρασκευήν φύλλον δεντρού πα κι’ λαΐσκεται» δηλαδή την Μεγάλη Παρασκευή ούτε φύλλο δέντρου δεν κουνιέται, έλεγαν.
Καλή Ανάσταση και ειρήνη στον κόσμο.
Αλεξία Ιωαννίδου