Πηγαίνοντας στην εκκλησία τη Μεγάλη Πέμπτη και τη Μεγάλη Παρασκευή, οι νοικοκυρές στον Πόντο έπαιρναν μαζί τους αλάτι, για να ευλογηθεί κυρίως από την ανάγνωση των Δώδεκα Ευαγγελίων – εξού και η ονομασία βαγγελί’ άλας (αλάτι του Ευαγγελίου).
Λίγο από αυτό το ευλογημένο αλάτι το έδιναν στα ζώα, ενώ το υπόλοιπο το χρησιμοποιούσαν σε άλλες περιστάσεις, για παράδειγμα στο γήτεμαν και το αχπάραγμα.
Οι γητεύτρες έπαιρναν στη χούφτα τους βαγγελί’ άλας και το περνούσαν πάνω από το κεφάλι του ματιαγμένου τρεις φορές, ψιθυρίζοντας ευχές. Στη συνέχεια άνοιγαν την παλάμη και ανάδευαν το αλάτι με ένα κλειδί (για να ξεκλειδωθεί το δαιμόνιο) και με μαυρομάνικο μαχαίρι – ως απειλή, για να εγκαταλείψει το δαιμόνιο τον πάσχοντα. Ως γιατρικό για το αχπάραγμαν, δηλαδή για τη φοβία, το άγχος ή την ψύχωση, το βαγγελί’ άλας χορηγούνταν στον πάσχοντα διαλυμένο σε νερό.
Εκτός από αλάτι, όμως, έφερναν για «διάβασμα» και μικρές ποσότητες σιτηρών, καθώς και αυγά. Τα σιτηρά αυτά τα ανακάτευαν οι γεωργοί με το σπόρο για να ευλογηθεί η σπορά – έθιμο που επιβιώνει ακόμη σε ορισμένα ποντιοχώρια της Μακεδονίας.
Υπήρχαν και τα βαγγελί’ σακούλα που περιείχαν αλεύρι, που τα πήγαιναν οι νοικοκυρές στην εκκλησία το βράδυ της Μ. Πέμπτης και τα άφηναν μπροστά στην Ωραία Πύλη. Εκεί διαβάζονταν επάνω τους τα Δώδεκα Ευαγγέλια της Ακολουθίας των Παθών, καθώς και των Μεγάλων Ωρών και του Εσπερινού (το πρωινό της Μ. Παρασκευής). Απ’ αυτό το αλεύρι έβαζαν στο ζυμάρι με το οποίο έφτιαχναν το ψωμί του Πάσχα, τις λαμπροκουλούρες.