Μια κλοτσιά Γερμανού στρατιώτη τού έσωσε τη ζωή στη διάρκεια της Κατοχής. Και όπως λέει ο ίδιος, στη συνέχεια η καλή διατροφή, η γυμναστική και η αγάπη τού εξασφάλισαν έναν αιώνα ευτυχισμένης και δραστήριας ζωής.
«Δύο πράγματα χρειάζεται ο άνθρωπος», ανέφερε ο Διονύσης Γκέντης, προσπαθώντας να αποσαφηνίσει τα μυστικά της μακροζωίας του σε συνέντευξή του στην ομογενειακή ιστοσελίδα Νέος Κόσμος: «Υγιεινή ζωή, δηλαδή καλή διατροφή και γυμναστική, και αγάπη. Αυτά τα δύο συμπληρώνουν τον άνθρωπο και τον βοηθάνε να ζήσει περισσότερο».
Αυτό που τον χαρακτηρίζει όμως είναι η θετική στάση του απέναντι στα πράγματα. Από τα ξέγνοιαστα παιδικά χρόνια στην Κέρκυρα, όπου γεννήθηκε πριν από 100 χρόνια, μέχρι τον πόλεμο και την απόφασή του να φύγει για την Αυστραλία, σε κάθε στροφή της ζωής του, διακρίνεται σταθερά η πίστη ότι όλα θα πάνε καλά.
Τα παιδικά χρόνια και η κατοχή στην Κέρκυρα
Ο Διονύσης Γκέντης γεννήθηκε το 1924 στην πόλη της Κέρκυρας. «Η μάνα μου και ο πατέρας μου, ο Κωνσταντίνος και η Αλεξάνδρα Γκέργκη, κλέφτηκαν. Για ποιον λόγο, δεν μας είπαν ποτέ. Ήταν και οι δύο από την Παλάσα της Χειμάρρας στη Βόρειο Ήπειρο. Το σκάσανε και παντρεύτηκαν στην Κέρκυρα».
Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που από Γκέργκη, ο πατέρας του τον έγραψε με το επώνυμο Γκέντη στο Ληξιαρχείο όταν γεννήθηκε.
«Τα παιδικά μου χρόνια ήταν υπέροχα. Σχολείο, παιχνίδι και αγάπη μέσα στην οικογένειά μου. Λάτρευα από μικρός τη γυμναστική. Να παίζω, να πηδάω, να παίζω μπάλα. Έφτιαχνα ακόμα και ακόντια από ξύλο». Στη γειτονιά τους, το Καντούνι, όλοι ήταν γνωστοί και ο Δ. Γκέντης θυμάται τα ατέλειωτα καλοκαίρια όταν πήγαιναν όλα τα παιδιά μαζί για μπάνιο στη θάλασσα.
Το πρώτο βαθύ πλήγμα το έφερε ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα του όταν ήταν μόνο 12 χρόνων. Δύο χρόνια αργότερα, και παρά το γεγονός ότι ονειρευόταν να γίνει γυμναστής, αναγκάστηκε να φύγει για την Αθήνα, προκειμένου να μάθει κάποια τέχνη ώστε να στηρίξει τη μητέρα και την αδελφή του.
Φοίτησε στη Σιβιτανείδιο Σχολή και έμενε στο Ιωσηφόγλειο Οικοτροφείο στη Νέα Σμύρνη, όπου τελικά πέρασε όμορφα, κάνοντας φιλίες με τα μεγαλύτερα παιδιά και ανακαλύπτοντας το αγαπημένο του άθλημα, το μπάσκετ. Τα σχέδιά του όμως τα διέκοψε ο πόλεμος, και ο δεκαεξάχρονος πια Διονύσης επέστρεψε στην Κέρκυρα.
«Με το που μπήκαν οι Ιταλοί, κόπηκαν τα κουπόνια και τα βοηθήματα και έπρεπε να βρούμε τρόπο να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον. Αλλά τελικά οι Ιταλοί προσπάθησαν να βοηθήσουν τον κόσμο με συσσίτια, και ιδιαίτερα στα παιδιά, μας έδιναν φαγητό όταν μας έκοβε η πείνα».
Την πείνα τη μεγάλη την αισθάνθηκαν μόλις μπήκαν οι Γερμανοί, συμπλήρωσε. «Οι οικογένειες από την πόλη έστελναν τα παιδιά τους στα χωριά για να βρουν μια πατάτα, ένα κρεμμύδι».
Κι εκτός από την πείνα, οι Κερκυραίοι είχαν να αντιμετωπίσουν τους βομβαρδισμούς από τα αεροπλάνα. Για να γλιτώσουν, όπως αναφέρει ο Δ. Γκέντης, κατέφυγαν στα δύο φρούρια που είχε η πόλη. «Ούτε μπάνιο, ούτε τουαλέτες δεν υπήρχαν, ψείρα, κακό!…» θυμάται για τις συνθήκες που επικρατούσαν.
Αλλά μέσα στην απελπισία στάθηκε τυχερός, καθώς από θαύμα γλίτωσε το θάνατο. Δίπλα τους, οι Γερμανοί στρατιώτες είχαν φτιάξει έναν δικό τους χώρο με βρύσες για να πλένουν τις καραβάνες τους, αλλά και να τρώνε όλοι μαζί.
«Εμείς πεινούσαμε. Είπα στη μάνα μου θα βγω έξω μήπως μας δώσουν κάτι να φάμε. Παρά τα παρακάλια της, πήγα σιγά-σιγά και βλέπω δώδεκα στρατιώτες σε μια γραμμή να πλένουν τις καραβάνες τους. Πάω στον πρώτο και του κάνω νόημα ότι πεινάω. Πιάνω την άκρη της καραβάνας του και του λέω άσε να σου το πλύνω για να μου δώσεις κάτι να φάω».
Η κλοτσιά που δέχθηκε ως απάντηση, του έσωσε τελικά τη ζωή. Την ίδια ακριβώς ώρα που προσγειώθηκε με το κεφάλι στο σανό που υπήρχε πιο δίπλα, πολεμικό αεροσκάφος γάζωσε με σφαίρες τους Γερμανούς στρατιώτες και σκοτώθηκαν όλοι επιτόπου. «Σηκώθηκα και ήμουν σαν φάντασμα. Από πάνω μέχρι κάτω μέσα στο θειάφι», περιγράφει.
Δεν ήταν όμως η μόνη εμπειρία που χαράχτηκε στη μνήμη του από τον πόλεμο. Θυμάται ακόμη τους Εβραίους που συγκέντρωσαν στην πλατεία και τους έβαλαν στα πλοία, μόνο για να τα βομβαρδίσουν. Ή όταν για να εκδικηθούν τους Ιταλούς, οι Γερμανοί έριξαν τους αξιωματικούς ζωντανούς μέσα σε σακιά ζάχαρης, στο λιμάνι, για να πεθάνουν έναν μαρτυρικό θάνατο.
Μια δεκαετία στις παιδοπόλεις
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο νεαρός Κερκυραίος άρχισε να εργάζεται ως ταχυδρόμος, γυρνώντας όλο το νησί με το ποδήλατο, παραδίδοντας γράμματα και δέματα. Γράφτηκε στο γυμναστήριο και παράλληλα με τη δουλειά του, γυμναζόταν για το δίπλωμα και συγκέντρωνε παιδιά για να τα μάθει μπάσκετ.
«Κανένας τότε δεν ήξερε μπάσκετ, οπότε άρχισα μόνος μου να μαζεύω παιδιά για να κάνουμε την πρώτη ομάδα μπάσκετ Κερκύρας. Παίζαμε με τους Άγγλους ναύτες που έφταναν με τα καράβια και μας καλούσαν σε αγώνα», τονίζει.
Ήταν επίσης αρχηγός της ομάδας υδατοσφαίρισης. «Κερδίσαμε και τα έξι νησιά στα Επτάνησα και φτάσαμε σε τουρνουά στην Αθήνα για να παίξουμε με τον Παναθηναϊκό».
Τότε όμως ξέσπασε ο Εμφύλιος και όλα διακόπηκαν. Παιδιά ορφανά, φτωχά, ή που οι γονείς τους είχαν φυλακιστεί, άρχισαν να φιλοξενούνται στις παιδοπόλεις της βασίλισσας Φρειδερίκης.
Με την εμπειρία που είχε ο Γκέντης ως πρόσκοπος προ πολέμου και ύστερα ως αθλητής, του ζητήθηκε μαζί με άλλους δύο Κερκυραίους, τον Ανδρέα Μαντζαβίνο και τον Χρήστο Γκερέκο να βοηθήσουν στην διαπαιδαγώγηση αυτών των παιδιών στην Κέρκυρα.
Και έτσι τα επόμενα δέκα χρόνια θα τα περάσει στις Παιδοπόλεις. Τα πρώτα δύο στο Αχίλλειο στην Κέρκυρα και ύστερα στην Παιδόπολη «Άγιος Αλέξανδρος» στο Ζηρό Φιλιππιάδας, όπου εκατοντάδες παιδιά μεγάλωσαν στις ομάδες του.
Εκεί ήταν που γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του, Ιωάννα, που είχε έλθει να επισκεφθεί τον αδελφό της.
«Επειδή ήμουν και εγώ ορφανός από πατέρα και υπέφερα ένα χρονικό διάστημα, όχι μόνο από την πείνα και τον πόλεμο, αλλά και ψυχικά λόγω της απώλειας του πατέρα μου, τα πονούσα ιδιαίτερα αυτά τα παιδιά» ομολογεί ο ίδιος.
Αυτά ήταν και τα πρώτα λόγια που έλεγε στα παιδιά, τα οποία αναλάμβανε να φροντίσει.
«”Δεν είμαι δάσκαλός σας, δεν είμαι κοινοτάρχης σας. Θα σας φερθώ σαν μεγάλος αδελφός, αλλά θέλω να ακούτε τι θα σας λέω μέσα από την καρδιά μου”, τους έλεγα. Τα έβλεπα αναστατωμένα και τους υποσχόμουν ότι αν έχουν οποιοδήποτε πρόβλημα θα προσπαθούσα να τα βοηθήσω όπως μπορώ. Ήθελα να με θεωρούν αδερφό, όχι παιδονόμο να τα διατάζω».
Πολλά από εκείνα τα αγόρια τον θυμούνται μέχρι σήμερα. Όταν ο Βασίλης Σάνδρης ξεκίνησε μία ιστορική μελέτη για την Παιδόπολη Ζηρού, μίλησε με πάνω από 200 ανθρώπους που είχαν περάσει τα παιδικά τους χρόνια εκεί, και έλεγε ότι όλοι τους είχαν κάτι καλό να πουν για τον κύριο Νιόνιο, όπως τον αποκαλούσαν.
Παθιασμένος όπως ήταν πάντα με τον αθλητισμό, ο Δ. Γκέντης μαγεύτηκε όταν είδε πρώτη φορά φωτογραφίες και φιλμ από τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αυστραλία το 1956 και σύντομα γεννήθηκε μέσα του ένα νέο όνειρο. Να έφευγε για την Αυστραλία, ώστε να έβλεπε από κοντά τις αθλητικές εγκαταστάσεις που θαύμαζε στα φιλμ.
Η μεσολάβηση της Φρειδερίκης για την Αυστραλία
«Είδα ότι η Αυστραλία είχε αθλητισμό και χωρίς να σκεφτώ ότι δεν ήξερα αγγλικά και ότι δεν ξέρω κανέναν εκεί, είπα θα πάω να δω και αν δεν μου αρέσει θα γυρίσω. Έκανα αίτηση αλλά απορρίφθηκε, επειδή δεν είχα πρόσκληση. Και επίσης η Αυστραλία τότε ζητούσε εργάτες κι εγώ δεν πληρούσα τις προϋποθέσεις» προσθέτει. Παρά την απόρριψη όμως, δεν το έβαλε κάτω. Μια μέρα που η βασίλισσα Φρειδερίκη είχε έρθει επίσκεψη στην παιδόπολη, ο Δ. Γκέντης την υποδέχθηκε και της έδωσε ένα σημείωμα, ζητώντας της να παρέμβει, ώστε να μπορέσει να ταξιδέψει.
Κι έτσι, μέσα σε έξι μήνες, ήρθαν τα χαρτιά. «Όταν ανακοίνωσα στα παιδιά ότι θα φύγω, στεναχωρήθηκαν πολύ». Την άλλη μέρα το πρωί, όπως πέρναγε το λεωφορείο του για την Αθήνα, μέσα από τη Φιλιππιάδα, είδε ότι όλη η παιδόπολη είχε κατέβει και τα παιδιά είχαν κλείσει τον δρόμο μπροστά τους.
«Κατέβηκα από το λεωφορείο και τους χαιρέτησα έναν-έναν. Τα παιδιά με αγκάλιαζαν και μου έλεγαν “κύριε Νιόνιο δεν θα σας αφήσουμε να φύγετε!”».
Πολλά από αυτά τα παιδιά τα συνάντησε ξανά το 1995 σε μια γιορτή επανασύνδεσης που είχαν οργανώσει.
Τέσσερις άνδρες σε ένα πλοίο γεμάτο νύφες
Στο πλοίο για την Αυστραλία, το ιταλικό «Castel Felice», ήταν όλο υποψήφιες νύφες. «Ήμασταν μόνο 3-4 άνδρες όλοι και όλοι. Μία από τις κοπέλες, θυμάμαι, μου έδειχνε τη φωτογραφία ενός νεαρού άντρα που της είχαν προξενέψει. Όταν φτάσαμε στη Μελβούρνη και πήγα να κατεβώ, την είδα να κοιτάζει στην προβλήτα και να κλαίει. Έβλεπε ότι ο άντρας που την περίμενε δεν ήταν νέος όπως στη φωτογραφία, αλλά ηλικιωμένος, και δεν ήθελε να κατέβει, αλλά ούτε ήξερε τι να κάνει.
»Έψαξα τότε και βρήκα τον καπετάνιο και του είπα στα ιταλικά αυτό που είχε συμβεί στην κοπέλα. Κι εκείνος συμφώνησε να την γυρίσει πίσω, με την προϋπόθεση να δουλέψει λίγο στο καράβι για να μπορέσει να δικαιολογήσει την επιστροφή της. Και πράγματι, η κοπέλα γύρισε πίσω με το καράβι και δεν την ξαναείδα. Εγώ κατέβηκα στη Μελβούρνη. Ήταν κοντά στα Χριστούγεννα του 1958».
Χωρίς να ξέρει κανένα, και μόνο με δυο λέξεις αγγλικών, η τύχη τον έφερε στο Όκλι, όπου νοίκιασε ένα δωμάτιο στο σπίτι μιας οικογένειας Ελλήνων. Βρήκε δουλειά στην General Motors, όπου γρήγορα πρόκοψε χάρη στην εφευρετικότητά του.
Στο μυαλό του όμως είχε πάντα την Ιωάννα που είχε αφήσει στην Ελλάδα. Όταν έφτασε ο καιρός και αποφάσισε ότι του άρεσε η Αυστραλία και θα έμενε, έστειλε στην αδερφή του μήνυμα να μάθει αν η Ιωάννα ήταν ακόμα ελεύθερη.
Ούτε εκείνη τον είχε ξεχάσει. «Ήξερα ότι δεν θα παντρευόμουν, αν δεν ήταν με τον Διονύση», εκμυστηρεύθηκε η Ιωάννα Γκέντη στον «Νέο Κόσμο». Εκείνη τον ακολούθησε κι από τότε είναι αχώριστοι.
«Στην Ελλάδα δεν θα έφτανα 100 χρόνων»
«Τώρα, από τη θέση που είμαι και κοιτάζω πίσω, αν έμενα στην Ελλάδα, δεν νομίζω να έφτανα 100 χρονών. Το λέω με όλη μου την καρδιά. Με όλα αυτά που βλέπω να συμβαίνουν εκεί… το πώς τσακώνονται μεταξύ τους» επισημαίνει.
«Εκτός από τη ιατρική περίθαλψη που έχουμε», συνεχίζει, «εδώ ζήσαμε μια ζωή ήρεμη, με τις δουλειές μας, τους φίλους μας».
«Στην Ελλάδα είτε το θέλεις είτε δεν το θέλεις, είσαι πάντα μέσα σε κόσμο, μπερδεμένος. Εδώ είναι πιο ήρεμα. Ύστερα ο κύκλος που κάναμε… γνωρίσαμε οικογένειες που ήταν σαν εμάς και τα παιδιά μας μεγάλωσαν σε αυτό το οικογενειακό περιβάλλον. Με φίλους και ουσιαστικές σχέσεις».
Κάθε Σάββατο συναντούσαν τους φίλους τους σε σπίτια και χορεύανε. Μια φορά το μήνα είχανε πάρτι στο σπίτι τους. Τις Κυριακές πηγαίνανε βόλτα στα βουνά για περπάτημα, και τα απογεύματα του καλοκαιριού, στη θάλασσα μετά τη δουλειά. Κι έτσι κύλησε μια ολόκληρη ζωή.
«Όλα έρχονταν σε μένα ρόδινα», εξομολογείται, και ετοιμάζεται για το 101ο κεράκι στην τούρτα του.