Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «εις το πάθος ψαλμός Ρωμανού». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιγ’. Και μόλις είπε αυτά ο Ιησούς, ο αιμοδιψής κι ανήμερος
λαός που τα ακούει, θύμωσε και ωρυότανε,
βρυχόταν σαν λιοντάρι που πεινασμένο, νευρικό γυρεύει την ψυχή τ’ αμνού· γύρευαν τώρα τον Χριστό, να Τον κατασπαράξουν.
Και ο Πιλάτος έσπευσε άμεσα να εκπληρώσει ό,τι αποφασίσανε, και είπε «να μαστιγωθείς Εσύ ο Πράος τότε».
Αυτός απεργαζότανε τη ράχη Σου να οργώσει σκληρά με το μαστίγιο.
Μα Εσύ τον πλευροκόπησες, έδειξες την ισχύ Σου· τον βρήκες στην πλευρά ανοιχτό και βάσανο του δίνεις.
Πλευρά λέω τη γυναίκα του, που καθαρά και ξάστερα του φώναξε και του ’πε: «Ξέρεις ποιον κρίνεις; Τον Κριτή! Αυτόν που θα σε κρίνει· μα έτσι είναι να γίνει,
»για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του».
ιδ’. Μαστίγωση στον Λυτρωτή· δεσμά σ’ Αυτόν που όλους μάς λευτερώνει απ’ τα δεσμά.
Γυμνώσανε την πλάτη Του, Τον δένουν απλωμένο σε στύλο απάνω… Ποιον;
Αυτόν, που ως στύλος φωτεινός που βγαίνει από νεφέλη, κάποτε φανερώθηκε σε Μωυσή και Ααρών ‒στους δυο τους‒ να μιλήσει.
Αυτόν που στέριωσε τη γη στέρεα απά’ σε στύλους ‒καθώς προείπε ο Δαυίδ‒, Τον δέσανε σε στύλο.
Αυτόν που ολάκερο λαό οδήγησε στην έρημο ‒τους έδειχνε τον δρόμο,
καθώς προπορευότανε σαν ένας στύλος πύρινος κι αυτοί ακολουθούσαν‒ τώρα Τον φέρανε μπροστά στου μαρτυρίου το στύλο.
Η Πέτρα απάν’ σε στύλο· πάνω σ’ αυτά τα υλικά είναι που οικοδομήθηκε για εμέ η Εκκλησία,
για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.
ιε’. Αφού λοιπόν μαστίγωσε τον Μέγα Ιατρό, τα χέρια του ύστερα ένιψε
το κρίμα να ξεπλύνει, κι έτσι μ’ αυτό το σχήμα
τον εαυτό του θέλησε αθώο ν’ αναδείξει· θέλει – δεν θέλει όμως, αυτός θα είναι πάντα υπεύθυνος γι’ αυτό που έχει κάνει.
Τον στέλνει στο μαστίγωμα κι ύστερα Τον παρέδωσε να πάν’ να Τον σταυρώσουν· κι έπειτα ο αθεόφοβος «Αθώος είμαι», είπε.
Μωρ’ άκουσες ποτέ φονιά το όπλο, το μαχαίρι του να πιάνει και να λέει:
«Μαχαίρι μου θανατερό με σένα που σκοτώνω, κρίμα βαρύ έχω στο λαιμό και πρέπει να πληρώσω»;
Το ξίφος για το φονικό στα χέρια του Πιλάτου το ’βαλε ο άνομος λαός· και με αυτό εκείνος έπραξε τ’ αδιανόητο και έσφαξε τον Πλάστη,
για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.
ιϛ’. «Σταύρωσ’ Τον», άκουσε ο φονιάς οι ασεβείς να κράζουν,
και ό,τι του ζητούσανε το έκανε όπως θέλαν.
Δεν τον ανάγκασε κανείς να Τον καταδικάσει, Αυτόν που εκουσίως πορεύτηκε προς στο Σταυρό.
Μόνο που άκουσε ο δειλός εκείνους να του λένε «θα ’σαι του Καίσαρα εχθρός τη χάρη αν δεν μας κάνεις», κιτρίνισε απ’ το φόβο του.
Ποιον προτιμάς απέναντι να έχεις βρε καημένε; Καίσαρα ή Παντοκράτορα;
Και τώρα… αντί για την αληθινή ‒την όντως, λέω‒ τη Ζωή, τη ζωούλα σου προτίμησες…
Δεν πρέπει να γελιέσαι… Λοιπόν, δεν είν’ αθώος με τίποτα, όποιος τον Ζώντα Κύριο για χάρη των ανόμων διέταξε και Τον σκότωσαν,
για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.
ιζ’. Ρίχνει το φόνο πάνω τους και τον Χριστό σκοτώνει ‒καθώς λέει‒ εξαιτίας τους.
Τους βρήκε χρησιμότατους ως συνεργούς εκείνους που του είπανε ξεκάθαρα πως
το αίμα ας είναι πάνω τους και πάνω στα παιδιά τους.
Πάνω σ’ αγέννητους υιούς ρίξανε οι πατεράδες βαριά κατάρα να φορούν, να ’χουν για πανωφόρι.
Πληγή απάνω στην πληγή δώσανε στα παιδιά τους·
ότι όλες οι κατοπινές γενιές τους μέχρι τέλους θα τιμωρούνται με δεινά.
Όμως εμείς που παραλάβαμε το αίμα του Σωτήρα, πάντοτε λύτρο θα έχουμε εάν το χρειαστούμε, για να ’μαστε ελεύθεροι και να μην σκλαβωθούμε,
για να χορεύει ο Αδάμ απ’ την πολλή χαρά του.