Τις πείραζε ο παπα-Ζαχαρίας, όταν τις έβλεπε όλες μαζί καθισμένες να πίνουν το καφεδάκι τους: «Δεν πιστεύω να γυρίσουν τούμπα τα φλιτζάνια, τώρα που φεύγω….». Η Αρχοντούλα του Πυρλάκη, που δεν μπορούσε να κρυφτεί, γινόταν κατακόκκινη απ’ την ντροπή. Η παπαδιά του, η Βασιλοπούλα, έκανε την παρεξηγημένη και του ’λεγε, τάχα, να μείνει στην παρέα τους. Να δει και μόνος του, μαθές, πως κείνες δεν κάνανε καφεμαντείες.
«Πού να σταθεί ένας παπάς μες σε Βασίλισσες και Αρχόντισσες;» έκανε το χωρατό του εκείνος, για τα παράξενα ονόματά τους.
Ξεκαρδιζότανε στα γέλια η Χάιδω του Ζαρίφη κι η Σμαραγδή του Λάμπρου, κι ας ήτανε παλιό το αστείο. Με το που έφευγε εκείνος, χωνόντουσαν στο σπίτι και οι άλλες. Αναστενάζαν τα φλιτζάνια. «Όλα τα έθνη μαζί!». Σερμπέτι τον πίναν τον καφέ τους οι Τουρκάλες, και μέχρι το κατακάθι. Τους άρεσαν τα γλυκά της παπαδιάς, μα κάποιες φορές έφερναν τα δικά τους.
Έτσι ήταν τότε. Όλες μαζί. Μα η καθεμιά με τον Θεό της, τη νηστεία της, τα συνήθειά της και τη γνώμη της. Σ’ αυτά τα καφεδομαζώματα αντάλλαζαν χαμπέρια, γνώμες, συνταγές και τσιγάρα. Άνοιγε η Βασιλοπούλα το παράθυρο να μην ντουμανιάσει ο τόπος, και τράβαγε τις κουρτίνες.
Πέρναγε κι άλλο γύρο τα κεράσματα, και τρίτο κάμποσες φορές, σαν ήταν δύσκολα τα πράγματα.
Κι εκεί, μες τα σιρόπια, τον καφέ και τα τσιγάρα γινόντουσαν εκείνες οι κουβέντες. Αυτές που σώζουν την ψυχή και τη ζωή τού κάθε ανθρώπου. «Όλα τα έθνη» μαζεμένα, που ’λεγε ο παπάς για χωρατό, πασχίζανε να διώξουνε της καθεμιάς την μπόρα και τη δυσκολία. Μέχρι που άρχιζε να σουρουπώνει, κι έπαιρνε η καθεμιά το δρόμο για το σπίτι.
Έκλεινε το παράθυρο η Βασιλοπούλα κι έμεναν στο δωμάτιο ζωντανές οι μυρωδιές και οι σκέψεις – αρώματα ακριβά εκείνης της συνύπαρξης.
Αντωνία Γκίνη,
από τις αφηγήσεις της γιαγιάς Διαλεκτής