Η δήλωση Μπάιντεν ότι «η Ρωσία προσπάθησε να “φινλανδοποιήσει” το ΝΑΤΟ αλλά εκείνο που κατάφερε ήταν να καταστήσει την Φινλανδία μέλος της Συμμαχίας» δείχνει την αμερικανική ικανοποίηση από την επαναλειτουργία του ΝΑΤΟ, μετά τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά και την απογοητευτική κατάσταση της Ατλαντικής Συμμαχίας πριν. Με αφορμή δε τα 75 χρόνια από της ιδρύσεώς της, αποκαλύπτονται οι εσωτερικές αντιθέσεις ως προς τον μελλοντικό της ρόλο.
Δεν είναι μόνο η Τουρκία που το εργαλειοποιεί προς όφελός της.
Η αίσθηση που δίνεται από δημοσιεύματα στα διεθνή ΜΜΕ είναι ότι η Ευρώπη αναζητά στρατιωτική και στρατηγική αυτοδυναμία αλλά δεν είναι σίγουρο αν την αναζητά ως επιλογή ή της επιβάλλεται από τις ΗΠΑ διότι θέλουν να εστιάσουν το ενδιαφέρον τους στην αντιπαράθεση με την Κίνα. Και, κυρίως, δεν υπάρχει κοινός τόπος ως προς το είδος αυτής της αυτονομίας και αν θα επιτευχθεί με μια μετεξέλιξη του ΝΑΤΟ, με τη Συμμαχία να περνά στα χέρια των Ευρωπαίων ή ως μια συγκροτημένη ευρωπαϊκή συνιστώσα στο εσωτερικό του.
Αλλά ούτε και οι ΗΠΑ έχουν ενιαία πολιτική. Είναι τραγικό μια χώρα η οποία ηγείται του Δυτικού κόσμου να μην έχει διαμορφωμένη ενιαία αντίληψη μεταξύ των δύο κομμάτων που διεκδικούν τη διακυβέρνησή της. Άλλη είναι η πολιτική των Δημοκρατικών σε σχέση με την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ, και άλλη των Ρεπουμπλικανών. Μπορεί η Ευρώπη να βασίζεται για την ασφάλειά της σε αυτήν την αβεβαιότητα; Αλλά δεν είναι εύκολη και η απάντησή της ως προς το ΝΑΤΟ. Είναι πολλά τα ζητήματα που χωρίζουν τα σημαντικότερα μέλη της.
Για την Ουάσινγκτον, το ΝΑΤΟ ήταν στην αρχή ένα απλό πολιτικό παράρτημα του Σχεδίου Μάρσαλ που στόχευε στην αποκατάσταση της αίσθησης ευρωπαϊκής ασφάλειας, αλλά σήμερα αποτελεί βασικό εργαλείο προβολής της αμερικανικής σκληρής ισχύος.
Θα συνεχίσει να είναι; Οι δημόσιες δηλώσεις των Αμερικανών αυτό δείχνουν, αλλά δεν αποκαλύπτουν τις προθέσεις τους –δεν είναι σίγουρο και ότι έχουν– ως προς το ΝΑΤΟ που επιδιώκουν. Σίγουρα δεν θέλουν μια συγκροτημένη ευρωπαϊκή παρουσία στο εσωτερικό του. Και επίσης, ούτε και οι βαλτικές χώρες –που κατά κάποιον τρόπο αισθάνονται να κινδυνεύουν περισσότερο από τη ρωσική απειλή, με εργαλειοποίηση των εσωτερικών ρωσικών μειονοτήτων που διαθέτουν– συμφωνούν να αφεθούν στην Ευρώπη για την ασφάλειά τους. Δεν τις είναι αξιόπιστη η Ευρώπη. Προτιμούν την αμερικανική ομπρέλα.
Η ευρωπαϊκή άμυνα δεν διαθέτει τα απαραίτητα στρατιωτικά μέσα. Απέχει ακόμη πολύ από το να έχει ενοποιημένα όπλα – καθώς έχει έξι φορές περισσότερα οπλικά συστήματα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι άγνωστο για ποιους λόγους η Γερμανία προτιμά την προμήθεια F-35 για την αεροπορία της, και όχι του ευρωπαϊκού Eurofighter. Για ένα τέτοιο, μείζονος σημασίας θέμα, ο παραδοσιακός γαλλογερμανικός ανταγωνισμός υπερισχύει της στρατηγικής αναγκαιότητας.
Ίσως όμως η προμήθεια αμερικανικών οπλικών συστημάτων να είναι η κύρια αιτία που ακόμη και ο Τραμπ δεν θα εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ και την Ευρώπη. Θα άφηναν οι πολεμικές βιομηχανίες των ΗΠΑ τον Τραμπ –σε περίπτωση που εκλεγεί– να τις στερήσει την ευρωπαϊκή αγορά;
Όλα αυτά είναι μερικά ερωτήματα και προβληματισμοί που περιορίζουν τον πιθανό ρόλο της Συμμαχίας στον πόλεμο της Ουκρανίας.
Έναν ρόλο που υπερτονίστηκε τις προηγούμενες μέρες και ανάγκασε έναν από τους πιο διακεκριμένους Αμερικανούς ακαδημαϊκούς, τον Stephen M. Walt να γράψει στο Foreign Policy: «Οι προειδοποιήσεις της Δύσης για τα μελλοντικά σχέδια του Βλαντίμιρ Πούτιν γίνονται όλο και πιο δυνατές – αλλά όχι πιο πειστικές… Αυτό που με ενοχλεί είναι ο αντανακλαστικός πληθωρισμός της απειλής που εμπνέει τέτοιες δηλώσεις, μαζί με την τάση να αντιμετωπίζονται αυτές οι ζοφερές προβλέψεις σαν να ήταν καθιερωμένες αλήθειες και να παρουσιάζεται όποιος τις αμφισβητεί ως αφελής, ως φιλορώσος ή και τα δύο».
Η Δύση αρνείται να αναγνωρίσει την πραγματικότητα στην Ουκρανία και να επιδιώξει μια ορθολογική λύση, με αποτέλεσμα να συνεχίζεται το δράμα του ουκρανικού λαού.
Αδυνατεί επίσης η Δύση να πιέσει την ισραηλινή ηγεσία –δεν είναι μόνο ο Νετανιάχου– να αποδεχθεί μια λύση δύο κρατών στο παλαιστινιακό, που θα επέφερε σταδιακά την ειρήνευση στην αιματοβαμμένη Παλαιστίνη και θα σταθεροποιούσε μια περιοχή στην οποία το ενδιαφέρον και της Κίνας και της Ρωσίας αυξάνεται.
Οι παράμετροι που επηρεάζουν την περιοχή μεταβάλλονται, και χαρακτηριστικό παράδειγμα της μεταβολής αυτής είναι η ήττα του Ερντογάν στις δημοτικές εκλογές. Ο Ερντογάν πηγαίνει στις ΗΠΑ με κομμένα τα φτερά και οι Αμερικανοί δέχτηκαν να του παράσχουν σανίδα σωτηρίας με την προϋπόθεση ότι θα παίξει το παιχνίδι τους.
Το επόμενο διάστημα θα δούμε έναν Ερντογάν και μια Τουρκία διαφορετική από αυτήν που γνωρίσαμε ως σήμερα.
Τηρουμένων των αναλογιών, θα δούμε μια Τουρκία όπως την Ελλάδα του Ανδρέα Παπανδρέου μετά την κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού. Μια νέα πραγματικότητα αναδύεται στην περιοχή την οποία, σίγουρα, θα επηρεάσει και το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών.