Η στρατιωτική θητεία, ακόμα και σήμερα που έχει μειωθεί χρονικά κατά πολύ συγκριτικά με το παρελθόν, αποτελεί μια περίοδο στη ζωή των ανδρών την οποία ελάχιστοι περιμένουν με λαχτάρα. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που «ξεφεύγουν», λόγω νομικών διατάξεων, ενώ όλοι οι υπόλοιποι ξέρουν ότι θα περάσουν κι από αυτό το… σχολείο. Παρόλα αυτά λίγοι είναι προετοιμασμένοι να αποχωριστούν το σπίτι και τις οικογένειές τους, αν και συχνά το χρέος προς την πατρίδα και τη σημαία υπερισχύει όλων.
Όπως σήμερα, έτσι και στον Πόντο ο αποχαιρετισμός των στρατεύσιμων που όμως έφευγαν για χρόνια και όχι για λίγους μήνες, ήταν συγκινητικός και προετοιμαζόταν καιρό.
Εξάλλου οι νεαροί νεοσύλλεκτοι, ίσως, ήταν η πρώτη φορά που έφευγαν μακριά από τα σπίτια τους.
Στα έθιμα που τηρούσαν οι Πόντιοι του Καυκάσου ενόψει της στράτευσης των νεαρών ανδρών αναφέρεται και ο νομικός και πολιτικός Ισαάκ Λαυρεντίδης (1911-1997) από το Ορτάκιοϊ του Κυβερνείου Καρς, σε κείμενό του στα Χρονικά του Πόντου (Έτος A’, Τεύχος 8, Απρίλιος 1944, σ. 170-171) που εκδιδόταν από το Σύλλογο Ποντίων «Αργοναύται-Κομνηνοί». Ακολουθεί αυτούσιο το κείμενο.
≈
Ο αείμνηστος Νικόλαος Πολίτης στη μελέτη του, τη δημοσιευμένη με τον τίτλο «Λαογραφία» στο «Δελτίο Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρίας» τόμ. Α’, σελ. 3-18, καθορίζοντας τ’ αντικείμενα τα οποία εξετάζει η λαογραφία, καταλέγει μεταξύ αυτών και τον «στρατιωτικόν βίον».
Με μια πλευρά της ζωής αυτής των συμπατριωτών μου θ’ ασχοληθώ σε τούτο μου το σημείωμα, με την ελπίδα πως θα μου δοθεί ευκαιρία ν’ ασχοληθώ μελλοντικά και με άλλες εκδηλώσεις της ζωής των Ποντίων του Καυκάσου.
Ο Πρόεδρος της Κοινότητας – ο γιούζπασης– κάθε χρόνο ειδοποιούσε τους κληρωτούς – εκεινούς π’ εσύρν’ ναν σα μέτρικας (=μητρώα)– και ήταν υποχρεωμένος να τους συνοδεύει στον τόπο του προορισμού τους, όπου εξεταζόντανε από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή. Όσοι κρίνονταν ικανοί, κατατασσόντανε· και όσους είχαν λόγους απαλλαγής, τους συνόδευε πάλι ο Πρόεδρος της Κοινότητας πίσω στα σπίτια τους.
Στα χωριά, εκεί, το περιβάλλον ήτανε περιορισμένο· οι δεσμοί μεταξύ των συγχωριανών στενοί· ο τόπος πλούσιος· κοινωνικές διαβαθμίσεις και διαφορές δεν υπήρχαν· ο βίος ήταν αμέριμνος και τα ήθη κ’ έθιμα τέτοια που καθιστούσαν όλους μέτοχους της χαράς και της λύπης του καθενός.
Οι νέοι που καλούντανε στο στρατό, έβγαιναν, συνήθως, για πρώτη φορά έξω από τον περιορισμένο κύκλο του χωριού τους.
Η στρατιωτική τους θητεία διαρκούσε 4 και πλέον χρόνια· και για να φτάσουνε στον τόπο όπου ήταν να καταταχτούν, είχανε να ταξιδέψουνε 15-20 μερόνυχτα με το τραίνο.
Ανάλογα με τις παραπάνω συνθήκες ήσαν και τα συναισθήματα και η ψυχολογική ατμόσφαιρα που επικρατούσε ανάμεσα στους στρατευομένους, τους συγγενείς και φίλους των.
Διοργάνωναν αποχαιρετιστήριο γλέντι και με την πολύ φυσική σκέψη πως ο χωρισμός αυτός μπορούσε για μερικούς να ‘ναι παντοτεινός, η διασκέδαση φούντωνε, η εγκαρδιότητα γενικευότανε και η θρυλική λύρα με τα επίκαιρα τραγούδια ερμήνευαν τις ανησυχίες και τους πόθους των στρατευομένων.
Ο Πρόεδρος της Κοινότητας έκανε ονομαστική κατάσταση των κληρωτών και την έδινε σε κείνον που ήτανε γραμμένος πρώτος στην κατάσταση, δύο μέρες πριν να επιβιβαστούνε στην αμαξοστοιχία· για να ειδοποιήσει και τους συνομήλικούς του –τα συνέλ’ κα τ’. Ο πρώτος αυτός, με την κατάσταση στο χέρι, ειδοποιούσε άλλους δυο τρεις, παίρνανε κ’ ένα λυράρη –τον λυριτζήν– και γυρίζαν έπειτα στα σπίτια των άλλων συγκληρωτών τους και τους έπαιρναν μαζί. Από κάθε σπίτι που περνούσαν, παίρνανε και από μια κόττα· μάζευαν έτσι 50-60 πουλερικά, συγκεντρώνονταν έπειτα στο πιο ευρύχωρο σπίτι και άρχιζαν όλοι, μαζί με τους φίλους και γνωστούς, το γλέντι και το φαγοπότι.
Στο διάστημα αυτό των δύο ημερών αποχαιρετούσαν όλους και αν ήτανε ψυχραμένοι με κανένα, φρόντιζαν ν’ αγαπήσουν. Η τελευταία αυτή περίπτωση σπάνια παρουσιαζότανε, γιατί δυο φορές το χρόνο, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, με τη μεσολάβηση των προεστών –μειζετέρ’– συμβιβαζόντανε και λύνανε κάθε είδους διαφορές, έχθρες και πάθη, που πολύ σπάνια άλλωστε αναπτυσσόνταν μεταξύ τους. Τελευταία αποχαιρετούσαν τον παπά, του φιλούσαν το χέρι κ’ εκείνος τους έδινε την ευχή του.
Από τους στρατευόμενους τυχεροί θεωρούνταν όσοι αποσπόντανε στα μεταγωγικά και την Επιμελητεία –απόζα–με δικά τους κάρρα και ζώα.
Κατά την αναχώρησή τους συνόδευαν τους κληρωτούς ο Πρόεδρος της Κοινότητας και οι στενοί τους συγγενείς σε αρκετή απόσταση έξω από το χωριό.
Με συγκίνηση και δάκρυα συνήθως οι γονείς αποχαιρετούσαν τα παιδιά τους με τις ευχές:
Σο καλόν, ρίζα μ’, σο καλόν.
Τ’ έμπρα σ’ μέλ’ και γάλαν να κόφκουν.
Το ποδάρι σ’ σο λιθάρ’ να μη κρούει.
Απ’ όσα ξέρω, τόσο τα παραπάνω έθιμα του εορταστικού αποχαιρετισμού των κληρωτών, όσο και τα σχετικά τραγούδια, ήσαν κοινά και στα 72 ελληνικά χωριά της περιοχής του Καρς, που εποικίστηκαν στα 1876 με 1887 από Ποντίους των περιφερειών Αργυρούπολης, Χαιριάνων, Κρώμνης κ.λ.π.
Τα λίγα δίστιχα που θυμήθηκα και σημειώνω παρακάτω, με άλλα σχετικά, τραγουδιόνταν όταν γυρίζανε στα σπίτια για να μαζευτούν οι στρατεύσιμοι, καθώς και κατά τη διάρκεια του γλεντιού:
1) Ο Θεός το μίρ’ έκρυψεν αφκακέσ’ σα λιθάρα,
Αραεύ ‘νε και ‘κ‘ ευρίκ ‘ν ατο τα νέικα παληκάρα.
2) Μάνα, παρακάλ’ τον Θεόν σαλτάτος να μη πάγω,
Σάπκαν να μη σκεπάγουμαι, ταλίμ’ να μη εφτάγω.
3) Αχπάσκουμαι σο σαλτατλίχ’, πάγω σην αρεσεία, (ή εβγάε σα ‘ρδανία),
Μανάδες κλαίνε σ’ οσπίτα, νυφάδες σα μαντριά.
4) Η μαχίνα εσύριξεν κ’ εσέβεν σο τουνέλι,
Τη σαλτάτου το σάβανον πώς εν’ και το σινέλι!
Λεξιλόγιο
μίρ’= λ. ρούσικη, ειρήνη, αραεύ ‘νε= λ. τ. aramak=γυρεύω, ζητώ, σαλτάτος= λ. ρ. στρατιώτης, σάπκα= λ. τ. sapka πηλίκιο, ταλίμ’= λ. talim ασκήσεις, αχπάσκουμαι=ξεκινώ, σαλτατλίχ’= λ. ρωσοτούρκικη, στρατιωτική υπηρεσία, αρεσεία= αποχαιρετισμός (αρ’ έεις είαν= έχε γεια), ‘ρδανία και ορδανία=δώματα, μαχίνα= το τραίνο, σινέλι= λ. ρ. χλαίνη, μανδύας στρατιωτικός.
Ισαάκ Ν. Λαυρεντίδης
Από το χωριό Ορτάκιοϊ του Καρς