Σε ένα από τα πλέον ιστορικά κτήρια της Αθήνας, εκεί όπου από 1875 έως το 1935 φιλοξενήθηκε το ελληνικό Κοινοβούλιο, στο Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής, οι πρόσφυγες συνεχίζουν να αφηγούνται τη… διαδρομή «Από τη Μεγάλη… στη Σύγχρονη Ελλάδα». Πρόκειται για το δεύτερο μέρος της περιοδικής έκθεσης του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, η οποία φωτίζει τέσσερις μεγάλες ενότητες: Τα αίτια, τον ξεριζωμό, το στέριωμα και τη μνήμη.
Ίσως να μην υπάρχει πιο κατάλληλος χώρος γι’ αυτό το κομμάτι της Ιστορίας· εκεί ψηφίστηκε στις 16 Ιουλίου 1922 ο «Νόμος περί διαβατηρίων», με τον οποίο η κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη επιχείρησε να σφραγίσει τις πύλες εισόδου απέναντι στον ελληνισμό που ψυχορραγούσε στις πανάρχαιες εστίες του της Ανατολής. Και εκεί δικάστηκαν οι πρωταίτιοι της Μικρασιατικής Καταστροφής, στη Δίκη των Έξι.
Βέβαια, στην ξενάγηση που έκαναν στο pontosnews.gr οι επιμελήτριες της έκθεσης, Νατάσα Καστρίτη και Ρεγγίνα Κατσιμάδρου, γίνεται σαφές ότι προσφυγικές ροές υπήρχαν από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης – η καταστροφή της Χίου το 1822, έναν αιώνα πριν από την καταστροφή της Σμύρνης, ξερίζωσε χιλιάδες ανθρώπους.
Οι πόλεμοι, οι διωγμοί, οι αλλαγές συνόρων και οι ανταλλαγές πληθυσμών είναι μερικά από τα αίτια που οδηγούν τους πληθυσμούς να εγκαταλείψουν ξαφνικά και απροσδόκητα έναν τόπο. Εκεί εστιάζει η έκθεση· στην αναγκαστική και ελάχιστα προετοιμασμένη φυγή, στο δύσκολο ταξίδι που δεν επιβίωναν όλοι, στα πολύτιμα που δεν αποχωρίζονταν, στην υποδοχή που συναντούσαν οι πρόσφυγες, και στις πρώτες προσπάθειες περίθαλψης.
Και αργότερα στην προσωρινή και μόνιμη στέγαση, την υγειονομική περίθαλψη, την εκτίμηση των περιουσιών, τις αποζημιώσεις, την επαγγελματική αποκατάσταση αστών και αγροτών, την εκπαίδευση. Τελευταία στάση για τους επισκέπτες η μνήμη και η συλλογική συνείδηση των προσφύγων μέσα από τη μουσική, τον αθλητισμό, τους συλλόγους, τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο.
Η ξενάγηση ξεκινά χρονολογικά: Χίος, Ψαρά, Κάσος «υποδέχονται» το κοινό – το ενδιαφέρον είναι πολύ μεγάλο, και από τους ξένους επισκέπτες που σιγά-σιγά γεμίζουν την Αθήνα. Σε μια από τις πρώτες προθήκες που συναντά κανείς εκτίθενται ανθρώπινα κρανία από τη Χίο.
Σημαντικό ρόλο έχουν και οι αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο. «Επειδή θέλαμε ο επισκέπτης να έρθει σε επαφή με τις εμπειρίες των προσφύγων, αλλά δεν θέλαμε να τις δώσουμε με πολλή πληροφορία, γι’ αυτό έχουμε τις βάλει σε ντοσιέ, ώστε ο καθένας και η καθεμία να επιλέξει εάν θέλει να τις διαβάσει» εξηγεί η Ρεγγίνα Κατσιμάδρου.
Στα κόκκινα ντοσιέ περιλαμβάνονται οι μαρτυρίες των χριστιανικών και στα μαύρα των μουσουλμανικών πληθυσμών που ακολούθησαν την αντίθετη πορεία – «αντιλαμβανόμαστε τα κοινά στοιχεία» σημειώνει η Ρεγγίνα Κατσιμάδρου.
Η ιδέα της έκθεσης, λέει η Νατάσα Καστρίτη, ξεκίνησε όταν οι δύο επιμελήτριες ετοίμαζαν το αφιέρωμα στα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση· τότε είδαν την ταύτιση, ότι ακόμα και αν άλλαζαν τις ημερομηνίες κατά έναν αιώνα πάνω-κάτω η προσφυγική εμπειρία ήταν σχεδόν ίδια, και ότι αν δεν έδιναν χρονικό πλαίσιο δύσκολα κάποιος θα μπορούσε να προσδιορίσει την εποχή. «Για παράδειγμα, τους Χιώτες που πάνε να τους μαζέψουν οι Ψαριανοί τους αποκαλούν “Τουρκόσπορους”. To 1822, και έμεναν απέναντι», συμπληρώνει.
Και η Ρεγγίνα Κατσιμάδρου προσθέτει: «Αν διαβάσει κανείς την καταστροφή των Κυδωνιών το 1821 είναι σαν να βρίσκεται στη Σμύρνη το 1922».
Οι δύο επιμελήτριες τονίζουν ότι στον πυρήνα είναι αφενός η ιδέα ότι ο πληθυσμός της Ελλάδας διαμορφώθηκε μέσω των ροών ομοεθνών πριν από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους –«και αυτό συμβαίνει για πάνω από έναν αιώνα, το φαινόμενο είναι σαφώς πιο έντονο το 1922, αλλά δεν είναι μοναδικό» λέει η Νατάσα Καστρίτη–, και αφετέρου τονίζεται ο τρόπος που το βιώνει ο πρόσφυγας, καθώς ανεξαρτήτως τόπου και εποχής είναι ο ίδιος.
Μετά χρονολογικά έρχονται οι επαναστάσεις στην Κρήτη, καθώς το νησί βρισκόταν για τουλάχιστον 40 χρόνια σε αναβρασμό που οδήγησε σε μεγάλα προσφυγικά ρεύματα προς την ενδοχώρα, η Ανατολική Ρωμυλία, η Θεσσαλία που ακόμα δεν είχε απελευθερωθεί, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, οι διώξεις από τους Βούλγαρους, και φτάνουμε στη Φώκαια του 1914, περνάμε στον Καύκασο και καταλήγουμε στο 1922.
«Σε όλες τις ενότητες έχουν τοποθετηθεί οθόνες, ώστε να υπάρχει διάδραση και ταυτόχρονα ένας διαφορετικός τρόπος πρόσληψης του υλικού. Τα βίντεο με τις μαρτυρίες είναι από το Μουσείο “Φιλιώ Χαϊδεμένου”, ενώ τα βίντεο animation είναι σε συνεργασία με τριτοετείς του ΑΚΤΟ. Δώσαμε κάποια αποσπάσματα, αλλά έφτασαν να χρησιμοποιήσουν και δικές τους εμπειρίες» αναφέρει η Νατάσα Καστρίτη.
Η μέχρι τώρα ανταπόκριση δείχνει ότι το κοινό πηγαίνει στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο για να αφιερώσει χρόνο· «αυτό που διαπιστώνουμε βέβαια είναι ότι οι Έλληνες δεν είναι τόσο εξοικειωμένοι με το να αγγίζουν και να εξερευνούν ό,τι υπάρχει στο χώρο» παρατηρεί η Ρεγγίνα Κατσιμάδρου.
Επόμενο «στάδιο» στην ξενάγηση είναι οι ανταλλαγές των πληθυσμών: από την πρώτη προσπάθεια του 1914 με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου που δεν ολοκληρώθηκε, στην εθελούσια Ελληνοβουλγαρική του 1919 που άρχισε να εφαρμόζεται περίπου δύο χρόνια αργότερα, σε μια παράλληλη πορεία με την υποχρεωτική ανταλλαγή της Συνθήκης της Λοζάνης.
«Ξεκινάμε με αποσπάσματα του πώς φεύγουν, τη συνήθεια να θάβουν τα πολύτιμα αντικείμενα, αλλά και να παίρνουν τα κλειδιά μαζί. Είναι ακόμα ένα κοινό σημείο, η πεποίθηση ότι θα γυρίσουν πίσω» εξηγεί η Νατάσα Καστρίτη.
Στις προθήκες έχουν τοποθετηθεί αντικείμενα που επέλεξαν να κουβαλήσουν στους μπόγους της προσφυγιάς, κυρίως θρησκευτικές εικόνες – προέρχονται από τις συλλογές του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, συλλόγους και ιδιώτες.
Ο χώρος που στενεύει για λίγο όσο προχωρά κανείς ήταν το ιδανικό σημείο για τη μουσειακή αφήγηση που έχει να κάνει με το ταξίδι· δίνει την αίσθηση ενός καταστρώματος καραβιού γεμάτο πρόσφυγες. «Εξίσου ενδιαφέρον είναι και οι διαδρομές που ακολουθούν, αλλά και οι τόποι όπου καταλήγουν. Είναι κοινοί» σημειώνει η Ρεγγίνα Κατσιμάδρου.
Η περίθαλψη των προσφύγων αποτελεί ξεχωριστή υποενότητα, με το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, σύμφωνα με τις επιμελήτριες, να είναι το ότι μέχρι το 1922 είχε αφεθεί κυρίως σε φιλανθρωπικές οργανώσεις, ιδιωτικές πρωτοβουλίες και συλλόγους κυριών. Μετά ανέλαβε το κράτος.
Και εκεί η έκθεση εστιάζει πλέον στην άλλη πλευρά, σε αυτούς που υποδέχθηκαν τους προσφυγικούς πληθυσμούς. «Η μαρτυρία της Πηνελόπης Δέλτα δείχνει ότι το 1922 προσπαθούσε να φτιάξει συσσίτια για να βοηθήσει, αλλά την είχαν αποκλείσει από τα υπουργεία διότι ήταν βενιζελική. Τελικά βρήκε άκρη με τους Αμερικανούς, τη Near East Relief» αναφέρει η Νατάσα Καστρίτη.
Ακολουθεί η ενότητα με την εγκατάσταση, για τις ανάγκες της οποίας δημιουργήθηκε σε ένα από τα θεωρεία μια αυλή. «Είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά σημεία των προσφυγικών σπιτιών, εκεί εξελισσόταν όλη η οικογενειακή και κοινωνική ζωή» σημειώνουν οι δύο επιμελήτριες. Ο χώρος όσο προχωράς στενεύει και πάλι, και μοιάζει με εσωτερικό σπιτιού, με αυθεντικά αντικείμενα.
Στην υποενότητα της αστικής και αγροτικής αποκατάστασης αυτό που γίνεται σαφές είναι ότι υπάρχει μια πρόβλεψη οι πληθυσμοί να εγκατασταθούν σε περιοχές που προσομοιάζουν με αυτές που άφησαν πίσω. «Βέβαια από τις επιστολές που έχουμε από τις αρμόδιες επιτροπές φαίνεται ότι τελικά τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι. Για παράδειγμα, είχαμε εγκαταστάσεις σε ελώδεις περιοχές, με τους πρόσφυγες να προσπαθούν μόνοι τους να τις αποξηράνουν» σημειώνει η Νατάσα Καστρίτη.
Από τη μεριά της η Ρεγγίνα Κατσιμάδρου τονίζει ότι ναι μεν η υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών έβαλε ταφόπλακα στην όποια προοπτική επιστροφής, ωστόσο υπάρχουν μαρτυρίες που δείχνουν ότι και οι ίδιοι οι πρόσφυγες αντιλαμβάνονταν πως και να έμεναν η κατάσταση θα ήταν πάρα πολύ δύσκολη. «Και οι μουσουλμάνοι που έφυγαν από εδώ εκεί όπου πήγαν αντιμετωπίστηκαν ως ξένοι, μην το ξεχνάμε. Έχουμε ένα απόσπασμα από τον Βενέζη, ο οποίος περιγράφει ότι οι Έλληνες αιχμάλωτοι έδιναν ψωμί στους μουσουλμάνους πρόσφυγες, μιας και βρίσκονταν σε χειρότερη μοίρα» προσθέτει.
Τελευταίο έκθεμα που βλέπει κανείς είναι ένα κλειδί, το οποίο σηματοδοτεί μια κάποιου είδους επιστροφή. Συνοδεύεται από τη μαρτυρία για τον δισέγγονο που γυρίζει στα μέρη των προγόνων στα Αλάτσατα· περιγράφει πώς πήγε στο πλαίσιο οργανωμένης εκδρομής με τη μητέρα του, επισκέφθηκαν το σπίτι και ζήτησαν από τους Τούρκους που κατοικούσαν εκεί να τους πουλήσουν ένα κλειδί που βρισκόταν κρεμασμένο και οι ίδιοι δεν το είχαν προσέξει ποτέ. Εκείνοι τους το χάρισαν και μετά από 95 χρόνια έκλεισε ένας κύκλος.
Ακριβώς δίπλα η μαρτυρία της Φιλιώς Χαϊδεμένου, η οποία στις αρχές του 2000 επισκέφθηκε τα Βουρλά και ξεναγήθηκε από έναν Τουρκοκρητικό που της είπε δακρυσμένος: «Πιστεύεις ότι και εγώ δεν θέλω να δω την πατρίδα μου;».
Γεωργία Βορύλλα
• Διάρκεια έκθεσης έως τις 30 Ιουνίου.
• Ώρες λειτουργίας: Τρίτη-Παρασκευή: 9:00-16:00, Σαββατοκύριακο: 10:00-16:00.
• Εθνικό Ιστορικό Μουσείο: Μέγαρο Παλαιάς Βουλής, Σταδίου 13, Αθήνα.