«Τι ήτο λοιπόν το ρίγος εκείνο το οποίο διέδραμε το σώμα των χιλιάδων πολιτών των δύο πόλεων, οι οποίοι ευρέθησαν προ του θεάματος των ανθρωπίνων σκιών και των ανθρωπίνων κουρελλιών τα οποία επλημμύρισαν τας Αθήνας και τον Πειραιάν», έγραφε η εφημερίδα Εμπρός στις 5 Απριλίου 1923 για να περιγράψει την άθλια κατάσταση των πρώτων Ελλήνων στρατιωτών αιχμαλώτων των κεμαλικών που αποβιβάστηκαν στον Πειραιά, αφού πρώτα πέρασαν από το λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου, στις αρχές Απριλίου του 1923.
Η ελληνοτουρκική Σύμβαση της Λοζάνης που υπογράφηκε στις 30 Ιανουαρίου του 1923, εκτός από την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, περιλάμβανε και τη σύμβαση «περί αποδόσεως πολιτικών κρατουμένων και ανταλλαγής αιχμαλώτων πολέμου».
Η σύμβαση αυτή προέβλεπε την ανταλλαγή περίπου 10.000 Ελλήνων και Τούρκων αιχμαλώτων πολέμου «στρατιώτην προς στρατιώτην, αξιωματικών προς αξιωματικόν». Ο αριθμός βέβαια των Ελλήνων στρατιωτών που αιχμαλωτίστηκαν από τους Τούρκους ήταν πολύ μεγαλύτερος από τις 10.000.
Σύμφωνα με το ελληνικό Υπουργείο Στρατιωτικών μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή έλειπαν από τη Στρατιά της Μικράς Ασίας 54.000 οπλίτες και 2.521 αξιωματικοί. Από τον Απρίλιο του 1923 έως την άνοιξη του 1924 επέστρεψαν περίπου 16.000 με 17.000 Έλληνες στρατιώτες αιχμάλωτοι.
Οι υπόλοιποι 40.000, σύμφωνα με τους αριθμούς του Υπουργείου Στρατιωτικών, είτε πέθαναν κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας από τους Τούρκους εξαιτίας εκτελέσεων, λιντσαρίσματος από τον τουρκικό όχλο, άθλιων συνθηκών διαβίωσης και επιδημιών είτε δεν ήταν γνωστή καμία πληροφορία για την τύχη τους.
Το δράμα των συγγενών των αγνοούμενων στρατιωτών και Μικρασιατών ομογενών της Μικρασιατικής Καταστροφής, το οποίο συμπυκνώνεται στη φράση «έκτοτε αγνοείται η τύχη του» που συναντάται σε αγγελίες σε εφημερίδες, σε αιτήσεις προς κρατικές Αρχές και στις αναζητήσεις του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, θα στοιχειώνει για πολλά χρόνια την ελληνική κοινωνία.