Το καλοκαίρι του 1940, όταν εκδηλώθηκε η ασθένεια της αγαπημένης του συζύγου, Μαρίας, ο μεγάλος Αϊβαλιώτης Φώτης Κόντογλου έζησε ένα διάστημα στη Νέα Ερυθραία, σε ένα σπιτάκι προσφυγικό. Τα βράδια, όπως περιγράφει, έκανε βόλτες στο Καστρί, ανάμεσα στις μεγαλόπρεπες επαύλεις και τις βίλες. Τις σκέψεις του για όλα αυτά τα πλούτη αποτυπώνει στο κείμενο που ακολουθεί.
Όπως γράφουν και οι απόγονοί του στη σελίδα τού facebook «Fotis Kontoglou Original – Φώτη Κόντογλου Αρχείο», που δημοσίευσαν το κείμενο:
«Ο Κόντογλου δεν αγάπησε ποτέ τα χρήματα και τα πλούτη, γι’ αυτό και τα απαρνήθηκε εκούσια ενώ μπορούσε να τα αποκτήσει, για να μην προδώσει τις ιδέες του. Πλείστες όσες φορές παρέδωσε έργα που έμειναν στην αιωνιότητα και υμνήθηκαν από σημαντικούς ανθρώπους αλλά δεν πληρώθηκαν ποτέ! Το κείμενο που δημοσιεύουμε σήμερα είναι σκληρό, όπως σκληρή ήταν και η γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Κόντογλου αλλά και όπως η αλήθεια είναι πολλές φορές σκληρή.
»Έχει γραφτεί τον Ιούλιο του 1940, όταν εκδηλώθηκε η σοβαρή ασθένεια της αγαπημένης του Μαρίας που την ταλαιπώρησε για όλη της τη ζωή. Το καλοκαίρι αυτό στη Νέα Ερυθραία το θυμότανε πάντα η μητέρα μας η Δεσπούλα και μας διηγότανε διάφορες ιστορίες. Έτσι όπως το έζησε εκείνη, με τα δικά της, πολύ διαφορετικά, μάτια, ενός παιδιού δώδεκα ετών. Έστω κι αν η πραγματικότητα προμηνούσε θύελλες και δυστυχίες.
»Πριν από έναν μήνα η Γαλλία είχε παραδοθεί, κι η Αγγλία προσπαθούσε να σταθεί όρθια μ’ ό,τι της είχε απομείνει μετά τη Δουνκέρκη (Dunkerque).
»Η τρομερή σκιά του ναζισμού και του φασισμού απλωνότανε πάνω απ’ όλη την Ευρώπη. Και πολύ γρήγορα θα σκέπαζε και την Ελλάδα.
Ρεμβασμοί στο Καστρί – Ιούλιος 1940
Καθόμουνα στην Ερυθραία σ’ ένα σπίτι προσφυγικό, για ν’ αλλάξει τον αέρα της η Μαρία που ήτανε άρρωστη. Από κει έκανα κατά το βράδυ καμιά βόλτα στο Καστρί και σεργιάνιζα τις βίλες, σα να ’τανε δικές μου. Πίσω από την Πεντέλη έβγαινε το φεγγάρι, σαν κρύο μαρμαρένιο κεφάλι. Συλλογιζόμουνα πού τα βρίσκουνε τόσα λεφτά και κάνουνε μεγάλα κι ακριβά σπίτια. Ένα έργο μου δεν κάνει ούτε όσο ένα σκαλοπάτι. Τι λουλούδια, τι νερά, τι μάρμαρα, τι σιντριβάνια, τι αυτοκίνητα, γυαλιστερά σα μπουκάλια, τι υπηρεσίες, παραμάνες, περιβολαρέοι.
Τρυπωμένοι μέσα στην πρασινάδα, που δεν την τρυπά ο ήλιος, σα να μη θέλουνε να τους βλέπει κανένας, μηδέ και θέλουνε να δούνε κανέναν. Περιζωσμένοι με κάγκελα αψηλά, σα να λένε στο φουκαρά που περνά απ’ όξω και κοιτάζει ανάμεσα από τα κάγκελα «σου απαγορεύω και να βλέπεις ακόμη μέσα». Καμιά υπηρέτρια φαίνεται, οι νοικοκυραίοι όμως είναι πάντα άφαντοι. Καμιά φορά στη βεράντα βλέπεις και καμιά κυρία, μέσα, βαθιά, μα δεν προσέχει σε τίποτα, μονάχα τον εγωισμό της και τον άρχοντα τον άντρα της και τους έξυπνους πλούσιους φίλους, που λένε αξιοπρεπείς ανοησίες. Απ’ όξω η χοντρή παραμάνα έχει μέσα σ’ ένα καρότσι ένα μωρό και το σεργιανά. Του μιλά σε ξένη γλώσσα (εδώ στα πόδια της Πεντέλης, ακόμα σώνει και καλά κάνουνε τους Γάλλους αφού διαλύθηκε η Γαλλία και τους Εγγλέζους που ψυχομαχάνε).
Περιφρονημένος περπατώ στο δρόμο και κοιτάζω τα λουλούδια μιας μεγαλόπρεπης βίλας, που και κείνα είναι βαμμένα με χτυπητά χρώματα σαν τη φτιασιδωμένη κυρά τους. Δε ζουλεύω, γιατί για μένα είναι κείνα τα ογρά κάστρα σα νεκροταφεία.
Αν μου χαρίζανε μια τέτοια έπαυλη δε θα την έπαιρνα. Το πλούτος που ξοδέψανε θα ’θελα να το είχα στα χέρια μου, για να το κάνω όχι χοντροφάναρα νεόπλουτα, μα πράματα ωραία, αιώνια, πνευματικά έργα.
Γυρίζω στο φτωχό σπιτάκι που με περιμένει η Μαρία, η Δεσπούλα και το μικρό γατάκι μας, η Γκιουζέλ, που τη φέραμε με τη μάνα της νιογέννητη μέσα σ’ ένα καλάθι. Σ’ ένα καμαράκι φτιάνω κάτι εικονίσματα που μου παραγγείλανε. Η βιβλιοθήκη μου είναι ένα κασόνι.
Ξεμακραίνω τα βήματά μου από την πλούσια εκείνη νεκρούπολη, μουρμουρίζοντας μέσα στο νου μου το συγκινητικό τραγουδάκι ενός ξεχασμένου ποιητή:
δεν μου αρέσουν λείρια
και κρίνοι κηπευτοί
μόνον μ’ αρέσει η οσμή
του επανθούντος θύμου
μ’ αρκεί αυτή
15 Ιουλίου 1940
Φώτης Κόντογλου