Μια «ζωντανή γέφυρα» με τον αρχαίο κόσμο χαρακτηρίζονται τα ρωμαίικα, η διάλεκτος που παραμένει ζωντανή στα ελληνόφωνα χωριά στα ορεινά της Τραπεζούντας του Πόντου – αλλά όχι για πολύ. Καθώς οι εναπομείναντες ομιλητές γερνούν, η Ιωάννα Σιταρίδου εκπέμπει… SOS και γι’ αυτό δημιούργησε ένα εργαλείο crowdsourcing «τελευταίας ευκαιρίας», για να καταγράψει τις μοναδικές γλωσσικές δομές της διαλέκτου προτού να είναι πολύ αργά.
Τα ρωμαίικα ως διάλεκτος είναι σε ευθεία σύνδεση με την ποντιακή και «αδερφή –παρά κόρη– των νέων ελληνικών», σύμφωνα με την καθηγήτρια στο Κέιμπριτζ, το ερευνητικό έργο της οποίας έχει να κάνει με την ιστορική επανασύνδεση της ποντιακής διαλέκτου και της μικρασιατικής ελληνικής με βάση την επιτόπια έρευνα που πραγματοποίησε στις ποντιόφωνες κοινότητες της Τουρκίας.
Μιλώντας στην εφημερίδα Guardian η Ιωάννα Σιταρίδου παρουσίασε το Crowdsourcing Romeyka, μέσω του οποίου προσκαλεί όσους και όσες έχουν τα ρωμαίικα ως μητρική γλώσσα να ανεβάσουν μια ηχογράφηση, λέγοντας οτιδήποτε – πιστεύει ότι πολλοί είναι πιθανό να βρίσκονται σε διάφορες γωνιές του κόσμου.
«Υπάρχει μια πολύ σημαντική διασπορά που διαχωρίζεται από τη θρησκεία και την εθνική ταυτότητα [σ.σ. από τις κοινότητες στην Τουρκία], αλλά εξακολουθεί να μοιράζεται τόσα πολλά», εξήγησε.
Είπε ακόμα ότι τα ρωμαίικα προέρχονται από την ελληνιστική μορφή της γλώσσας και μοιράζονται ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά με τα αρχαία ελληνικά. Ένα παράδειγμα είναι ο αόριστος τύπος ρημάτων, ο οποίος στα ρωμαίικα εξακολουθεί να χρησιμοποιεί τη μορφή που βρίσκεται στα αρχαία ελληνικά – «αυτή η δομή είχε καταστεί απαρχαιωμένη σε όλες τις άλλες ελληνικές [γλωσσικές] ποικιλίες από τους πρώιμους μεσαιωνικούς χρόνους» τόνισε. Με βάση αυτό η Ιωάννα Σιταρίδου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «τα ρωμαίικα είναι αδερφή, παρά κόρη, της νέας ελληνικής», ένα εύρημα που αλλάζει τον ισχυρισμό ότι τα νέα ελληνικά είναι μια «απομονωμένη» γλώσσα που δεν σχετίζεται με καμία άλλη ευρωπαϊκή, σύμφωνα με την Guardian.
Αν και η ιστορία της ελληνικής παρουσίας στον Εύξεινο Πόντο χάνεται μέσα στην αχλύ των μύθων, η ελληνική γλώσσα επεκτάθηκε με την εξάπλωση του χριστιανισμού. «Η μεταστροφή στο ισλάμ σε όλη τη Μικρά Ασία συνήθως συνοδεύτηκε από μια γλωσσική στροφή προς τα τουρκικά, αλλά οι κοινότητες στις κοιλάδες διατήρησαν τα ρωμαίικα», εξήγησε η καθηγήτρια του Κέιμπριτζ.
Αντιθέτως, οι ελληνόφωνες κοινότητες που παρέμειναν χριστιανικές ήρθαν πιο κοντά στη νέα ελληνική, ειδικά λόγω της εκτεταμένης εκπαίδευσης στα ελληνικά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα.
Και το δημοσίευμα συνεχίζει ως εξής: «Η Συνθήκη της Λοζάνης του 1923 που προέβλεπε την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δεν συμπεριέλαβε τους όσους και όσες μιλούσαν ρωμαίικα, καθώς οι κοινότητες αυτές της Τραπεζούντας είναι μουσουλμανικές και έτσι παρέμειναν. Ως αποτέλεσμα της εκτεταμένης επαφής με τα τουρκικά, του πολιτιστικού στιγματισμού και της μετανάστευσης, η γλώσσα κινδυνεύει πλέον, σύμφωνα με τη Σιταρίδου».
Σχετικά με το αν το Crowdsourcing Romeyka μπορεί να βοηθήσει στη διάσωση της διαλέκτου, είναι σαφής: «Δεν είμαι από αυτούς τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι οι γλώσσες πρέπει να διατηρηθούν με κάθε κόστος. […] Αν οι ομιλητές το αποφασίσουν, θαυμάσια. Εάν όχι, είναι δική τους επιλογή». Όπως εξήγησε, το σημαντικότερο για τις μειονοτικές κοινότητες είναι η αίσθηση του ανήκειν και της ταυτότητας. Τόνισε όμως ότι η γλώσσα συνδέει με το παρελθόν, και ενδεχομένως το να μην μπορείς να μιλήσεις στη μητρική σου γλώσσα δημιουργεί κάποιο είδους τραύμα που υπονομεύει την ενσωμάτωση.