Η λέξη ντουρντουβάκι έχει μια περίεργη… αύρα. Είναι γνωστή στη βόρεια Ελλάδα (ανατολική Μακεδονία και Θράκη, κυρίως), και μάλιστα στο πέρασμα του χρόνου έχει αποκτήσει αρνητική ή περιπαικτική χροιά· ως συνώνυμά της βρίσκουμε τα επίθετα αφελής, μπουνταλάς, άβουλος, υποτακτικός και άλλα συναφή.
Πρόκειται για ελληνοποιημένη παραφθορά των βουλγαρικών λέξεων τρούντοβι βόιτσκι (τάγματα εργασίας – τα γνωστά στους Ποντίους αμελέ ταμπουρού), ή τρούντοβ βόινικ (φαντάρος αγγαρείας).
Η λέξη δηλώνει όλους εκείνους τους άνδρες –κατοίκους των περιοχών που υπέστησαν τη βουλγαρική κατοχή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου– που επιστρατεύτηκαν από τον βουλγαρικό στρατό και εργάστηκαν στην κατασκευή δρόμων, σιδηροδρόμων, και άλλα έργα βαριάς σωματικής εργασίας.
Αρχικά κλήθηκαν στρατεύσιμοι του ελληνικού στρατού των κλάσεων 1941-1942 που δεν είχαν πολεμήσει στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, αλλά η στρατολόγηση σταδιακά επεκτάθηκε και σε άλλες ηλικιακές ομάδες καθώς και σε ανθρώπους που είχαν αντιστασιακή δράση ή που καταγγέλθηκαν ότι είχαν. Οι όμηροι στάλθηκαν στη Βουλγαρία και στη βουλγαροκρατούμενη Γιουγκοσλαβία όπου εργάζονταν με στρατιωτική οργάνωση σε καταναγκαστικά έργα σε συνθήκες ιδιαίτερα άσχημες σχετικά με τη διατροφή, την ένδυση, την υγιεινή και τα ωράρια εργασίας. Παρέμειναν εκεί το ελάχιστο 6 μήνες, αλλά η θητεία τους μπορεί να διαρκούσε μέχρι 2 χρόνια.
Και εκείνους που γύρισαν, ωστόσο, αλλά και εκείνους που άφησαν την τελευταία τους πνοή στα τάγματα αυτά, η επίσημη ιστοριογραφία παρέλειψε να τους τιμήσει.
Λεπτομερή στοιχεία γι’ αυτούς τους ανθρώπους και τα όσα υπέφεραν βρίσκουμε σε έκθεση του Αθανάσιου Χρυσοχόου, τότε Γενικού Επιθεωρητή Νομαρχιών Μακεδονίας, με ημερομηνία 30 Ιουλίου 1942 (ιδ. σ. 3, στο τέλος του κειμένου). Ο Χρυσοχόου αναφέρεται στα μέτρα που οι βουλγαρικές αρχές κατοχής συνέχιζαν να παίρνουν σε βάρος του εκεί ελληνικού πληθυσμού, και γράφει ότι οι όμηροι αναγκάζονταν σε εξαντλητική εργασία, ότι αρκετοί είχαν χάσει τη ζωή τους σε ατυχήματα (κυρίως πτώσεις σηράγγων), ότι υποσιτίζονταν (οι φωτογραφίες αποδείκνυαν την κατάσταση των ομήρων) και ότι κανείς δεν ήξερε πού βρίσκονταν.
Τα τάγματα εργασίας ήταν συνώνυμο της εξόντωσης καθώς πολλοί δεν άντεχαν τις δοκιμασίες και πέθαναν από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια. Ο επιζών Κώστας Χατζησπάσου, που μίλησε στην εκπομπή «Μηχανή του Χρόνου» θυμάται την καθημερινή κακοποίηση και τους ξυλοδαρμούς: «Από ξύλο περάσαμε όλοι. Όποιος Βούλγαρος είχε κέφι να δείρει, μπορούσε να δείρει. Εμείς ήμασταν απροστάτευτοι σε ένα άγνωστο μέρος. Αυτοί είχαν τουφέκια και ραβδιά. Αν έπεφτες στο παραμικρό παράπτωμα έτρωγες 25 βουρδουλιές»…
Λιγοστά είναι ωστόσο τα βιβλία που έχουν γραφτεί σχετικά: Το δυσεύρετο ιστορικό μυθιστόρημα Τα ντουρντουβάκια του Δημήτρη Μπατσιούλα, και η πιο πρόσφατη ομότιτλη μονογραφία της Σοφίας Αυγέρη.