Ο Γάλλος περιηγητής, ζωγράφος και εικονογράφος Θεόφιλος Ντεϊρόλ (Theophile Deyrolle) περιγράφει στο βιβλίο του Το ταξίδι στον Πόντο και στην Αρμενία πώς προσέγγισε την Αργυρούπολη μέσω της Άρδασσας και του ποταμού Σαρσούτ Σου.
Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής το τοπίο ήταν ξερό και άγονο και όπου έστρεφε το βλέμμα του έβλεπε λευκούς ασβεστοποιημένους βράχους, μέχρι που μετά από μια στροφή του φανερώθηκε ένας παραδεισένιος τόπος. Στις όχθες ενός χειμάρρου, καταμεσής ενός ειδυλλιακού τοπίου με αγρούς από οπωροφόρα δέντρα, διέκρινε χάνια και μύλους.
Όταν έφτασε μετά από λίγο στην Αργυρούπολη παραδέχτηκε πως όσα είχε ακούσει για τους κήπους της αρχοντικής αυτής πόλης ήταν πέρα για πέρα αληθινά.
Η Αργυρούπολη ήταν χτισμένη αμφιθεατρικά σε υψόμετρο 1.227 μ., σε μια απόκρημνη πλαγιά μιας πλατιάς χαράδρας και απείχε 65 χλμ από την Τραπεζούντα. Τα σπίτια δεν διακρίνονταν από μακριά, καθώς ήταν φτιαγμένα με υπόλευκη λάσπη που τα έκανε να γίνονται ένα με το έδαφος. Τα μόνα που ξεχώριζαν ήταν τα αρχοντικά πλούσιων Ελλήνων.
Σύμφωνα με τον Ντεϊρόλ, στο δεύτερο μισό του 19ου αι. υπήρχαν 800 περίπου σπίτια (300 ελληνικά, 300 τούρκικα και 200 αρμένικα), ενώ ο πληθυσμός έφτανε τα 5.000 άτομα, με τις δύο κοινότητες, την ελληνική και την τούρκικη, να είναι οι πολυπληθέστερες. Να σημειωθεί πως την εποχή κατά την οποία επισκέφτηκε ο περιηγητής την Αργυρούπολη είχε υπάρξει σημαντική μείωση του ελληνικού πληθυσμού – στα μέσα του 18ου αι., εποχή ακμής των μεταλλείων, έσφυζε από ελληνική παρουσία σε πληθυσμό 60.000 ατόμων.
Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε στον Γάλλο περιηγητή το γεγονός πως δεν υπήρχαν μνημεία –σε αντίθεση με τις γαλλικές πόλεις–, και το ενδιαφέρον του κέρδισε ο ποταμός Καν που διέσχιζε την περιοχή.
Η Αργυρούπολη ήταν μητρόπολη και κέντρο της επαρχίας Χαλδίας. Σύμφωνα με τον Αργυροπουλίτη λόγιο Δημοσθένη Οικονομίδη, υπήρχαν 6 εκκλησίες, Φροντιστήριο από το 1723 (Γυμνάσιο αρρένων) και Παρθεναγωγείο (Σχολείο θηλέων) με νηπιαγωγείο.
Η πόλη ήταν χωρισμένη στις εξής ενορίες: του Τιμίου Προδρόμου, του Αγίου Γεωργίου (Μητρόπολη), του Αγίου Στεφάνου ή Λειβαδίου, της Παναγίας, του Τίμιου Σταυρού και του Αγίου Θεοδώρου. Επίσης υπήρχε και η αρμενική εκκλησιά της Αγίας Σοφίας καθώς και δύο τζαμιά στο κέντρο της πόλης, το Ουλού τζαμί και το Κιουτσούκ τζαμί.
Ο Καν (ή Χαρσιώτης ποταμός) έδωσε το όνομά του στους κατοίκους αυτής της πόλης, οι οποίοι ήταν γνωστοί με το προσωνύμιο Κανέτ’. Ο Κάνις σε περίοδο βροχοπτώσεων ήταν πολύ ορμητικός· σύμφωνα με τον Γ.Φ. Κανδηλάπτη, ο οποίος έλκυε και αυτός την καταγωγή του από την Αργυρούπολη, γι’ αυτό και έμεινε γνωστός και ως «Κάνις», φούσκωνε και κατέστρεφε στο πέρασμά του τοιχία και παραπήγματα. Στα νερά του ζούσαν δύο ειδών ψάρια, οι πέστροφες και οι κοκκινοπτέρυγες.
Ο Κανδηλάπτης δεν παραλείπει να αναφερθεί στα «ευώδη μήλα» και στα αχλάδια της Αργυρούπολης, τα οποία εξάγονταν μέχρι τη Γαλλία και την Αίγυπτο!
Το εμπόριο φρούτων ήταν πολύ σημαντική ασχολία για τους κατοίκους της Αργυρούπολης. Οι εξαγωγές ανέρχονταν κατά μέση ετήσια παραγωγή στις διακόσιες χιλιάδες πιάστρα¹.
Λογής-λογής ήταν οι ποικιλίες των αχλαδιών, τα οποία όταν έφταναν σε ικανοποιητικό μέγεθος στοιβάζονταν σε καφάσια και σε καλάθια και αποστέλλονταν στην Κωνσταντινούπολη, στην Τραπεζούντα, στο Ερζερούμ και σε άλλα μεγάλα κέντρα της εποχής. Η διαδικασία αυτή γινόταν όταν ακόμα τα φρούτα δεν είχαν ωριμάσει πολύ καλά, κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο, για να είναι ευκολότερη η συντήρησή τους.
Άλλος εξαίσιος καρπός των δέντρων της Αργυρούπολης ήταν τα μήλα που ανταγωνίζονταν αυτά της Αμάσειας και ήταν γνωστά για την ποιότητά τους και τη νοστιμάδα τους. Αυτά τα δέντρα που είχαν φρούτα με πυρήνα, μας λέει ο Γάλλος περιηγητής, ήταν τα μόνα δεκτικά στο μπόλιασμα.
Η τεχνική του μπολιάσματος ήταν πολύ προχωρημένη στην Αργυρούπολη. «Είδα σε κήπους κορμούς δέντρων από όπου φύονταν κλαδιά το καθένα με διαφορετικό είδος φρούτου» γράφει στο ημερολόγιό του έκπληκτος με το θέαμα που αντίκρισε, και συνεχίζει: «Τα ροδάκινα, τα κεράσια και τα βερίκοκα που είναι πεντανόστιμα και έχουν πολλές διαφορετικές ποικιλίες παράγονται από δέντρα ανεμπόλιαστα και σχεδόν αφρόντιστα. Τα δαμάσκηνα, τα βερίκοκα και τα άσπρα μούρα στεγνώνουν σε μεγάλες ποσότητες μέσα σε σχάρες που τις απλώνουν στον ήλιο στους εξώστες των σπιτιών».
Δεν παραλείπει να αναφέρει πως δοκίμασε και πολλά είδη αμυγδάλων με σκληρό ή μαλακό κέλυφος, ενώ στα βουνά υπήρχαν πολλά άγρια δέντρα όπως αχλαδιές, μηλιές και σουρμπιές με μεγάλους καρπούς.
Στα περίχωρα της Αργυρούπολης ο Θεόφιλος Ντεϊρόλ δοκίμασε και ένα «ελαφρύ κρασί» που όμως μάλλον, συγκρίνοντάς το με τα περίφημα γαλλικά κρασιά, το βρήκε μέτριο, και επισήμανε ότι η μη σωστή συντήρησή του το κάνει να παίρνει γρήγορα μια δυσάρεστη γεύση μέσα στα δοχεία μεταφοράς. Ακόμα του έκανε εντύπωση πως τα αμπέλια αναρριχούνταν ελεύθερα στα δέντρα των περιβολιών, χωρίς κάποια ιδιαίτερη φροντίδα.
Ένας άλλος τομέας που τόνωνε την οικονομική ανάπτυξη της Αργυρούπολης ήταν η βυρσοδεψία. Δέρματα κατσικιών, προβάτων, λαγών, αλλά και γούνες αρκούδας, λύκων, αλεπούδων, κουναβιών, νυφίτσων, ενυδρίδων, ακόμα και από ευρασιατικό λύγκα –του «τίγρη» της Ευρώπης–, διακινούνταν στο εμπόριο και μπορούσες να τα βρεις στο παζάρι της Αργυρούπολης.
Η Αργυρούπολη όμως πρωτίστως ήταν η πόλη-κέντρο των ορυχείων και αυτό δεν θα μπορούσε να τον αφήσει αδιάφορο. Όπως καταγράφει, κάθε χρόνο κατασκευάζονταν τριάντα με σαράντα χιλιάδες αγγεία με ανεπεξέργαστο άργιλο που προμηθεύονταν από το βουνό, τα οποία βαφόνταν με κόκκινο, πράσινο και κίτρινο σμάλτο.
Την εποχή που ο Ντεϊρόλ επισκέφτηκε την Αργυρούπολη η εκμετάλλευση των ορυχείων αργυροφόρου μολύβδου που χάρισε στην πόλη το όνομά της είχε σχεδόν σταματήσει. Το 1810 απέδιδαν στην κυβέρνηση 30.000 πιάστρα το μήνα, το 1845 το συνολικό προϊόν σε ολόκληρο έτος δεν ξεπερνούσε τις 100.000 πιάστρα και στα τέλη του 19ου αι. είχε πια εκμηδενιστεί. Τα περίφημα ορυχεία της Αργυρούπολης που διοικούνταν από Έλληνες δεν ήταν πια κερδοφόρα, και η οθωμανική κυβέρνηση, η οποία εισέπραττε το ήμισυ του ακαθάριστου προϊόντος, δεν ήταν ικανοποιημένη με τις λίγες χιλιάδες πιάστρα που απέδιδαν πλέον.
Αλεξία Ιωαννίδου