Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «του ταπεινού Ρωμανού». Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
Προοίμιο
Μπροστά στον τάφο στάθηκες, Κύριε, του Λαζάρου
κι αυτόν που ήταν τέσσερις ημέρες πεθαμένος, απ’ τους νεκρούς τον γύρισες ξανά αναστημένο,
δένοντας χειροπόδαρα κείνον τον μαύρο Άδη, ότ’ είσαι Παντοδύναμος.
Τα δάκρυα που έχυναν η Μαρία και η Μάρθα, τα είδες, τις συμπόνεσες
και τους φωνάζεις τότε: «Μην κλαίτε
»θα αναστηθεί κι ολόρθος πάλι θα σταθεί κι αυτό θα μολογήσει:
»Ζωή κι Ανάσταση είσαι Εσύ».
Οίκοι
α’. Σαν πάμε στις κηδείες, όταν θα δούμε την ταφή κι αυτούς που πάν’ στον τάφο, κλαίμε,
μα δεν χρειάζεται· γιατί τα ξέρουμε καλά και τ’ από πού αναχώρησαν
και το πού είναι τώρα και σε ποιου χέρια βρίσκονται εκεί ψηλά που πήγαν.
Από την πρόσκαιρη ζωή αυτοί φύγανε τώρα· απ’ τα βάσανά της γλίτωσαν
κι είναι αναπαυμένοι και προσδοκούν καρτερικά το θείο Φως να λάμψει.
Τους έχει εκεί ο Φιλάνθρωπος ξέντυτους από το παλιό, το πρόσκαιρο ένδυμά τους,
για να τους δώσει νέο: το σώμα το αιώνιο που θα φορούν για πάντα.
Προς τι λοιπόν ο οδυρμός; Μάταιος πέρα ως πέρα. Γιατί δεν Τον πιστεύουμε; Το λέει ξεκάθαρα ο Χριστός:
«Όποιος πιστεύει σε εμέ, δεν θα χαθεί ποτέ του·
»κι αν έρθει κάποτε η φθορά κι ο θάνατος τον εύρει, έπειτα
»θα αναστηθεί κι ολόρθος πάλι θα σταθεί κι αυτό θα μολογήσει:
»Ζωή κι Ανάσταση είσαι Εσύ».
β’. Ο άνθρωπος που ‘ναι πιστός, ό,τι κι αν βάλει στο μυαλό πάντα το κατορθώνει,
γιατί έχει κάνει κτήμα του κείνην εκεί την πίστη που είναι τόσο δυνατή που υπερισχύει στα πάντα.
Μ’ αυτή την πίστη απ’ τον Χριστό, ό,τι ζητάει το παίρνει.
Το πιο σπουδαίο απόκτημα είναι μια τέτοια πίστη που άμα την έχει ο άνθρωπος σε όλα υπερισχύει.
Την είχαν και καμάρωναν και η Μαρία κι η Μάρθα
κι έτσι, τον αδερφό τους τον πιστό τον Λάζαρο σαν είδαν να πέφτει από αρρώστια,
στείλαν στον Πλάστη μήνυμα: «Δέσποτα», λέγαν, «γρήγορα, σπεύσε να ‘ρθείς αμέσως!
»Ο αγαπημένος φίλος Σου, είν’ άρρωστος, να ξέρεις.
»Μόν’ πρόφτασε και θα σωθεί·
»το πρόσωπό Σου αν θα δει, μόνο να τ’ αντικρίσει,
»θα αναστηθεί κι ολόρθος πάλι θα σταθεί κι αυτό θα μολογήσει:
»Ζωή κι Ανάσταση είσαι Εσύ».
γ’. Τον κάλεσε των γυναικών η πίστη η μεγάλη κι Αυτός ανταποκρίθηκε,
γιατί είναι ο Μέγας Ιατρός ψυχών μα και σωμάτων που σπεύδει εθελοντικά για να μας θεραπεύει.
Κι έτσι, αμέσως φώναξε στους φίλους Του και είπε:
«Ώρα να σηκωθείτε, άντε κι έχει περπάτημα· πάμε από εκεί που ήρθαμε, πίσω στην Ιουδαία.
»Γιατί μόλις παρέλαβα ένα γράμμα που μου ‘γράψαν· το διάβασα και χάρηκα,
»γιατί όπως μου φαίνεται η πίστη το υπαγόρευε κι η στέρεη ελπίδα καθόταν και το έγραφε·
»ήρθε και η αγάπη στο τέλος και το σφράγισε.
»Αλλά γιατί τα λέω κρυφά; Γιατί μιλάω με γρίφους; Νά, το λοιπόν, τι έγινε: η Μάρθα κι η Μαρία με πίστη
»με παρακαλούν τον Λάζαρο να σώσω,
»γιατί είναι τώρα άρρωστος· ώστε αν λοιπόν ασχοληθώ
»θα αναστηθεί κι ολόρθος πάλι θα σταθεί κι αυτό θα μολογήσει:
»Ζωή κι Ανάσταση είσαι Εσύ».
δ’. Κι αφού τους είπε όλα αυτά, Αυτός που κάθε σκέψη που είναι μέσα στο μυαλό
τ’ ανθρώπου την γνωρίζει, δυο μέρες κάθισε εκεί
στον τόπο όπου ήταν, καθώς το γράφει κι η Γραφή.
Κάθισε εκεί επίτηδες, ώστε να γίνει φανερό το φρόνημα που είχανε οι που Τον αγαπούσαν.
Γιατί τον αγαπούσανε όλοι τους τον Δεσπότη: κι η Μάρθα και ο Λάζαρος ομού και η Μαρία.
Και όχι την μια σε αγαπώ κι άλλοτε πάλι όχι… Είχαν αγάπη σταθερή που ήταν πάντα ακλόνητη
στα εύκολα και στα δύσκολα, σε άνεση ή σε ανάγκη.
Κι έτσι, καθώς αυτή αγάπη τους κι η διάθεση που είχαν την ώρα της υπομονής θέριεψε αντί να σβήσει, ήρθε ο Χριστός που το ‘βλεπε
και έσωσε τη μια αδερφή, επαίνεσε την άλλη.
Και όσο για τον Λάζαρο ξεκάθαρα τους μίλησε κι αυτό είναι που τους είπε:
«Θα αναστηθεί κι ολόρθος πάλι θα σταθεί κι αυτό θα μολογήσει:
»Ζωή κι Ανάσταση είσαι Εσύ».
ε’. Αλλ’ όμως με το δίκιο σας τώρα θ’ αναρωτιέστε: «Ποια εννοείς πως παίνεψε;
»Πότ’ έσωσε την άλλη; Το άλλο για τον Λάζαρο δεν θέλει εξηγήσεις· ξέρουμε
»όλοι μας καλά πως ο Χριστός τον άρπαξε μέσα απ’ τα χέρια τ’ Άδη».
Η Μαρία ήτανε αυτή, όπως το λέει η Γραφή, που έσωσε ο Κύριος από επτά δαιμόνια.
Γι’ αυτό, στα πόδια του έπεσε και άλειφε με μύρο Αυτόν που δημιούργησε τ’ αρώματα της πλάσης.
Γι’ αυτό με τα μαλλιά της ύστερα Του εσκούπισε τα πόδια η καημένη, τα πόδια Αυτού που εξάγνισε ολόκληρο τον άνθρωπο και τον καθάρισε καλά απ’ την κηλίδα του εχθρού ‒ στίγμα καταραμένο.
Τη Μάρθα πάλι επαίνεσε ‒και το ‘χει αυτή στεφάνι‒ τότε που τους διακόνησε με πόθο και μ’ αγάπη·
κι όταν απαρηγόρητη έκλαιγε και θρηνούσε πολύ θάρρος της έδωσε,
καθώς την διαβεβαίωσε ότι ο αδερφός της στα σίγουρα
θα αναστηθεί κι ολόρθος πάλι θα σταθεί κι αυτό θα μολογήσει:
Ζωή κι Ανάσταση είσαι Εσύ.
ς’. Γυρίζει πάλι ο Κύριος στους μαθητές Του λέει:
«Ο φίλος μας ο Λάζαρος, να τώρα δα κοιμήθηκε
»και θέλω σαν θα πάω από τον ύπνο τον βαθύ εγώ να τον ξυπνήσω».
Κι εκείνοι δεν κατάλαβαν τι είπε τότε ο Λυτρωτής: τον θάνατο είπε ύπνο.
Αν ήτανε εκεί κοντά ο Παύλος να τ’ ακούσει, αυτός θα καταλάβαινε του Λόγου αυτόν τον λόγο.
Καθώς διδάχτηκε απ’ Αυτόν, έτσι κι αυτός συστήνει, μ’ επιστολές που έστειλε στις άγιες εκκλησίες:
τους πεθαμένους να τους λέν’ όλοι κεκοιμημένους.
Μωρ’ γίνεται να αγαπάς Χριστό και να πεθαίνεις; Πώς γίνεται να πέσεις, όταν Χριστό μπορείς και τρως στη Θεία Ευχαριστία;
Ετούτο το Μυστήριο άγρυπνο φυλακτήριο
για την ψυχή υπάρχει· κι αν έρθει κάποτε η φθορά ο που αγαπάει τον Χριστό το ξέρει πως
θα αναστηθεί κι ολόρθος πάλι θα σταθεί κι αυτό θα μολογήσει:
Ζωή κι Ανάσταση είσαι Εσύ.