Τη διαβεβαίωση ότι η μεταρρύθμιση του υπουργείου Παιδείας για τα μη κρατικά πανεπιστήμια έχει ως στόχο την ανάταξη και την ενίσχυση του δημόσιου πανεπιστημίου, «απελευθερώνοντας το από την αγκύλωση της γραφειοκρατίας και της ιδεοληψίας», έδωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το νομοσχέδιο ψηφίζεται το βράδυ, και ο πρωθυπουργός βρέθηκε στη Βουλή για να το υπερασπιστεί.
Κάνοντας επίθεση στην αντιπολίτευση, σημείωσε ότι υπάρχει πρόβλεψη για χρηματοδότηση που αθροιστικά θα φτάσει κοντά στο 1,5 δισ. έως το 2027, «από ευρωπαϊκούς πόρους και από τις χρηματοδοτήσεις μέσω τους σχήματος των συμπράξεων μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Και αυτό πέρα από τα χρήματα που καταβάλλονται ετησίως για μισθούς, λειτουργικά και υποδομές, τα οποία ξεπερνούν το 1 δισεκατομμύριο.
Πρόσθεσε ότι αυξάνεται και η ανώτατη αμοιβή διδασκόντων και ερευνητών από τον εθνικό λογαριασμό κονδυλίων έρευνας – «σε έναν προγραμματισμό ο οποίος ενισχύει το διδακτικό προσωπικό όχι μόνο αριθμητικά αλλά και εισοδηματικά με αυξήσεις οι οποίες φθάνουν το 15% των αποδοχών», δήλωσε. Είπε ακόμα ότι διευρύνεται ο όρος «συνεργαζόμενος καθηγητής» με στόχο την προσέλκυση Ελλήνων καθηγητών και επιστημόνων από το εξωτερικό.
«Προχωράμε και ένα βήμα πιο πέρα με την οργάνωση και κοινών μεταπτυχιακών μεταξύ ελληνικών πανεπιστημίων και ξένων», είπε ακόμη ο πρωθυπουργός.
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο και Ανοιχτό Πανεπιστήμιο
Συνεχίζοντας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε με το νομοσχέδιο βελτιώνονται οι τρόποι εκλογής, εξέλιξης αλλά και προκήρυξης θέσεων του διδακτικού προσωπικού, ότι επιταχύνεται ο ψηφιακός μετασχηματισμός των πανεπιστημίω,ν και ότι για πρώτη φορά δρομολογείται η απογραφή της κινητής αλλά πρωτίστως της ακίνητης περιουσίας «με ένα πολύ αυστηρό χρονοδιάγραμμα 18 μηνών».
Μίλησε ακόμη για δύο ακόμη «εμβληματικές αποφάσεις», και αναφέρθηκε πρώτα στην ανάδειξη του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου σε Μητροπολιτικό – «παίρνει τη θέση του αξίζει και λόγω της γεωστρατηγικής του σημασίας μεταξύ των κορυφαίων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων της χώρας» είπε.
Και πρόσθεσε: «Και η δεύτερη είναι ο δυναμικός εκσυγχρονισμός του Ανοιχτού Πανεπιστημίου, 30 χρόνια μετά την ίδρυσή του ώστε η χώρα να αποκτήσει έναν δυναμικό πυλώνα για τη διά βίου μάθηση, την εξ αποστάσεως εκπαίδευση και την επιμόρφωση των πολιτών που θέλουν να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους».
Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, όλες αυτές οι αλλαγές είναι τα απαραίτητα εργαλεία ώστε τα δημόσια πανεπιστήμια «ν’ αποκτήσουν ακόμη περισσότερη αυτονομία και να συνδέονται πιο αποτελεσματικά με την αγορά εργασίας, ν’ αναπτύξουν περισσότερο την έρευνα». Υποστήριξε δε ότι αυτές είναι αλλαγές που δρομολογούνται έχουν την αποδοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας της κοινωνίας.
«Οι εποχές που κάποιοι έκαναν καριέρα φωνάζοντας “Έξω οι εταιρείες από τα Πανεπιστήμια” έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Τα πανεπιστήμια είναι εδώ για να παρέχουν εξειδικευμένη γνώση και να συνδέουν αυτή τη γνώση με την αγορά εργασίας», τόνισε.
«Να μείνουν δεκάδες χιλιάδες Ελληνόπουλα στην Ελλάδα»
Προφανής επιδίωξη του νομοσχεδίου, όπως είπε ο πρωθυπουργός, είναι «να πάψουν δεκάδες χιλιάδες Ελληνόπουλα που φεύγουν κάθε χρόνο για σπουδές εκτός των συνόρων να ξοδεύουν πολύτιμο συνάλλαγμα και πολύτιμους πόρους αλλού εκτός της πατρίδας μας και παράλληλα να επενδύσουν στον τόπο μας εκπαιδευτικοί οργανισμοί που με την τεχνογνωσία τους θα βοηθήσουν στη συνολική ανάπτυξη της εκπαίδευσης». Τόνισε μάλιστα ότι δεν μπορούμε πλέον να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας.
Επεσήμανε ότι «τα θετικά αποτελέσματα είναι πολλά και προφανή, από την ανακούφιση των οικογενειακών προϋπολογισμών μέχρι τα πρόσθετα σημαντικά έσοδα από ξένες επενδύσεις και από τη βελτίωση των σπουδών που προκαλεί η ακαδημαϊκή άμιλλα, μέχρι τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας που προφανώς θα φέρει αυτή η νέα οικονομική δραστηριότητα».
Σύμφωνα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η κυβέρνηση δεν έρχεται να ανακαλύψει τον τροχό, αλλά απλώς να καθιερώσει «αυτό που ισχύει ακόμη και στη Βόρεια Κορέα, γιατί δυστυχώς είμαστε μάλλον οι τελευταίοι μαζί ίσως με την Κούβα που έχουμε ένα σκληρό κρατικό μονοπώλιο στη γνώση της ανώτατης εκπαίδευσης».
Και κατέληξε: «Οι προδιαγραφές και οι εγγυήσεις που μπαίνουν είναι ίσως οι αυστηρότερες στην Ευρώπη».