Η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας γιορτάζεται κάθε χρόνο σε όλον τον κόσμο στις 8 του Μάρτη. Ο εορτασμός της έχει θεσπιστεί από το 1977 στο Συμβούλιο του ΟΗΕ, με σκοπό να αναδείξει στην παγκόσμια κοινότητα τα προβλήματα των έμφυλων διακρίσεων και να προωθήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Ο νους μας αυτή την ημέρα δεν μπορεί να μην ανατρέξει στις γιαγιάδες μας και τις προγιαγιάδες μας, τις γυναίκες εκείνες που μπήκαν στο στόχαστρο της Γενοκτονίας και της απάνθρωπης κτηνώδους πολιτικής των Νεότουρκων, αφού οι γενοκτονίες στρέφονται πρωτίστως εναντίον των μητέρων που φέρουν μέσα τους τη ζωή.
Ως φόρο τιμής λοιπόν στις μάνες μας, στις μάνες των μανάδων μας, μανάδων προς μανάδων εάν είναι δόκιμο να παραφράσουμε την ευχή της Εκκλησίας μας «γονέων προς γονέων», ας ανάψουμε το θυμίαμα της μνήμης και ας ευωδιάσουμε τη θύμησή μας με τις αγαπημένες ανιούσες συγγενείς μας, τις γιαγιάδες και τις προγιαγιάδες μας που εξαναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους στο Πόντο, τον τόπο τους για 2.500 χρόνια, για να έρθουν στην Ελλάδα και να γεννηθούμε όλοι εμείς, οι απόγονοί τους. Ελάχιστο χρέος μας να μην ξεχάσουμε ποτέ την ιστορία και τον πολιτισμό που μας κληροδότησαν.
Η Τασία (Αναστασία) Λαΐδου παντρεύτηκε σε μικρή ηλικία –όπως ήταν η συνήθεια τότε– τον Γιάννη Λαΐδη από το Κιουλαπέρτ του Καρς. Ήταν ένα όμορφο χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 850 μ., το οποίο ιδρύθηκε το 1830 από 200 περίπου οικογένειες προερχόμενες από την Αργυρούπολη του Πόντου.
Ήταν μικροκαμωμένη, αδύνατη και κοντούλα με πολύ λευκή επιδερμίδα και πλούσια καστανά μαλλιά. Ο άντρας της ο Γιάννης Λαΐδης, ένα ψηλό και γεροδεμένο παλικάρι, συνήθιζε να την πειράζει λέγοντάς της: «Εγώ εθάρρ’να θα τρανύν’ς και θα παίρτς πόι. Αν εξέρνα ντο θα επομείνες κοντέσσα κι’ θα επαίρνα σε» (Εγώ νόμιζα ότι θα μεγαλώσεις και θα ψηλώσεις. Αν ήξερα ότι θα μείνεις κοντούλα δεν θα σε έπαιρνα).
Ήταν όμορφη μέχρι τα βαθιά γεράματα, συνήθιζε να λέει όμως από ταπεινοφροσύνη: «Έμορφος πολλά ‘κι είμαι. Τ’ άστρο μ’ εν χαμηλά και ομματάουμαι» (Δεν είμαι και τόσο όμορφη. Το άστρο μου είναι χαμηλά και ματιάζομαι)!
Το ζευγάρι αγαπιόταν πολύ και σε σύντομο διάστημα απέκτησαν έξι παιδιά: τον πρωτότοκό τους Κοσμά, τον Κωνσταντίνο, τον Χαράλαμπο, τον Δημήτρη, τον Στυλιανό και την Ελισάβετ. Ο Κωνσταντίνος, ο Χαράλαμπος και η Ελισάβετ πέθαναν με τα γεγονότα της Γενοκτονίας στον Πόντο και στην καραντίνα στην Καλαμαριά.
Πριν να αρχίσει ο σκληρός διωγμός εναντίον των Ελλήνων, η Τασία μαζί με τον άντρα της τον Γιάννη και τους δύο κουνιάδους της επισκέφτηκαν την Παρέσα την Χαναχλήσσα που ήταν γνωστή για το προορατικό της χάρισμα.
Εκεί που μιλούσαν η Παρέσα είπε χαμηλόφωνα: «Ε, ναϊλί σε ατά τα παλικάρ(ε)α, ο είς οπίσ’ α σον άλλον θα χάται» (Ε, ναϊλί σε αυτά τα παλικάρια, ο ένας πίσω από τον άλλον θα πεθάνει). Τότε η Τασία αναστατωμένη την ρώτησε: «Ντο είπες;». Η Παρέσα δεν επανέλαβε αυτό που ξεστόμισε και τάραξε την Τασία, αλλά την καθησύχασε λέγοντας: «Τιδέν πα νέψα, τιδέν πα» (Τίποτα κορίτσι μου, τίποτα).
Όπως προέβλεψε η Παρέσα η Χαναχλήσα, μετά από λίγο καιρό οι αδελφοί Λαΐδη δολοφονήθηκαν από τους Τούρκους στα τάγματα εργασίας, ο ένας σε μικρό διάστημα πίσω από τον άλλον.
Έτσι λοιπόν η Τασία έμεινε μόνη της, να μεγαλώνει τα παιδιά της. Βοήθεια σε αυτόν τον σκληρό αγώνα ζωής είχε άλλη μια Πόντια γυναίκα, τη συννυφάδα της που έχασε και αυτή τον άντρα της. Αυτή η αλληλεγγύη μεταξύ των δύο γυναικών ήταν καθοριστική για την επιβίωσή τους. Η Τασία έλειπε όλη την μέρα στο παρχάρ’ και η συννυφάδα της πρόσεχε το νοικοκυριό και τα παιδιά τους στο σπίτι. Μέχρι τα βαθιά γεράματα είχαν μείνει τα σημάδια από το σφιχτό δέσιμο των δερμάτινων κορδονιών των τσαρουχιών της στις κάτασπρες γάμπες της Τασίας.
Δείγμα του μεγαλείου της ψυχής των δύο συννυφάδων ήταν η «αναδοχή» ενός ορφανού Αρμενόπουλου, του τρίχρονου Λάζαρου που οι δυο γυναίκες μεγάλωσαν μαζί με τα δικά τους παιδιά. Όταν αισθάνονταν κίνδυνο συνήθιζαν να κρύβουν τα χάταλα (τα μικρά) μαζί με το Αρμενόπουλο μέσα στο παχνί. Ο μικρός ήρθε μαζί με την οικογένεια της Τασίας στην Ελλάδα, του δόθηκε το επίθετο Νεοφυτίδης γιατί αγνοούσαν το κανονικό του, μεγάλωσε και έκανε τη δική του οικογένεια.
Η Τασία εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά της στη Μεταμόρφωση του νομού Κιλκίς. Ήταν ένα τουρκικό χωριό στα σύνορα της χώρας μας με το όνομα Τσιτεπλί· οι Πόντιοι το διάλεξαν γιατί η αντιπροσωπεία που έστειλαν για να ψάξει τόπο εγκατάστασης θεώρησε ότι η πυκνή συστάδα από πλατάνια στις όχθες του ρέματος που το διέτρεχε ήταν καρυδιές.
Όταν ήρθαν οι Κιλεπερτιώτες και διαπίστωσαν το λάθος της επιτροπής που έστειλαν, δεν άλλαξαν μέρος. Ήταν τόσο ταλαιπωρημένοι από το διωγμό και την καραντίνα της Καλαμαριάς που αποφάσισαν να μην μετακινηθούν άλλο και να βάλουν εκεί τα θεμέλια για την καινούργια τους ζωή.
Το μόνο που δεν τους άρεσε ήταν ένας μιναρές που τους θύμιζε την κτηνωδία που βίωσαν από τους διώκτες τους. Έτσι όπως τους υπαγόρευε το δυναμικό τους ταπεραμέντο, έβαλαν πυρομαχικά και τον ανατίναξαν. Έφτιαξαν το σχολείο τους και μετά την εκκλησία τους που την ονόμασαν –όπως και στο χωριό τους το Κιουλαπέρτ– Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Από την εκκλησία τους ονόμασαν και το χωριό τους Μεταμόρφωση.
Η Τασία έμενε μαζί με την οικογένεια του πρωτότοκου γιου της Κοσμά. Είχαν περάσει τα χρόνια και βοηθούσε όπως μπορούσε την οικογένειά της, αλλά κι όλο τον κόσμο. Μεγάλωνε τα εγγόνια της όταν τα παιδιά της πήγαιναν για να ξεχερσώσουν και να καλλιεργήσουν τα χωράφια που έλαβαν κλήρο από την ελληνική πολιτεία ως αντάλλαγμα για τις περιουσίες τους στον Πόντο. Έκανε κήπο ανοίγοντας αυλάκια για να τον ποτίσει από το ρέμα που περνούσε πίσω από το σπίτι τους, και έδινε τα περισσότερα από την παραγωγή της στους συγχωριανούς της για τις ψυχές των κεκοιμημένων της.
Μια μέρα πέρασε από το χωριό ένας παλιατζής· η Τασία απονήρευτη όπως ήταν και απλή, τον έβαλε στο σπίτι της να του ψήσει καφέ. Εκείνος είδε την εικόνα της Παναγιάς αγιογραφημένη από ρώσικο εργαστήρι, την οποία είχε φέρει από τον Πόντο μαζί με τα λίγα υπάρχοντά της. «Δώσ’ την μου θεία να στην καθαρίσω και θα στην ξαναφέρω» της είπε, και εκείνη τον πίστεψε χάνοντας για πάντα την «Παναγία της».
Έκανε αυστηρή νηστεία. Κρατούσε το τριήμερο στην αρχή της Σαρακοστής που κρατάνε οι μοναχοί στα μοναστήρια τους. Στο «Θοδώρισμαν», στο πρώτο τριήμερο δηλαδή της νηστείας της Σαρακοστής, απαγορευόταν η λήψη όχι μόνο τροφής αλλά και νερού.
Όταν γεννήθηκε η τελευταία εγγονή της ο παπάς του χωριού της είπε: «Τασία θα βάλω τ’ όνομα ‘ σ» (Τασία θα βάλω το όνομά σου), αλλά εκείνη του απάντησε: «Όχι πόπα μ’, πασίμ ντο θα πεθάνω»; ‘Κι θέλω να εμπαίν τ’ όνομα μ’» (Όχι παπά μου, μήπως πρόκειται να πεθάνω; Δεν θέλω να μπει το όνομά μου). Τελικά η εγγονή της βαφτίστηκε Αντιγόνη (το πρότεινε η μεγάλη της αδελφή-δασκάλα που είχε διαβάσει την τραγωδία του Σοφοκλή).
Η Τασία αγαπούσε πολύ όλα τα ζώα. Μεριμνούσε ακόμα και για «τη θεού τα πουλία». Όταν έλιωναν τα χιόνια οι λαμαρίνες πάνω από το στάβλο τους είχαν πολύ σιτάρι γιατί κατά τη διάρκεια του χειμώνα η Τασία έριχνε με τις χούφτες σπόρους για να φάνε τα πουλάκια. «Μέτα ντο εποίκες; Όλεν το σιτάρ’ έσυρές ατο σα πουλία;» (Μητέρα τι έκανες, έριξες όλο το σιτάρι μας στα πουλιά) της έλεγε ο γιος της ο Κοσμάς. «Κια πούλι ‘μ τη Θεού είναι τα πουλία, τη Θεού τα κοκκία πα» (Αφού πουλάκι μου του Θεού είναι τα πουλιά, του Θεού είναι και το σιτάρι), απαντούσε σοφά!
Η Τασία ήταν συνηθισμένη να λέει τη γνώμη της και να «ανακατεύεται» στις κουβέντες των αντρών. Έτσι μια φορά που ο γιος της συζητούσε με έναν ξάδελφό του για πολιτική, μπλέχτηκε και αυτή στην κουβέντα γεγονός που εκνεύρισε τον συνομιλητή του γιου της που της είπε αδιάκριτα: «Οι γαρήδες κι πρέπ’ να ταράουνταν όνταν καλατσεύνε οι αγούρ’. Εσύ θεία πρέπ’ να λες σωτηρία και παράδεισος και θα γουρταρεύκεσαι» (Οι γυναίκες δεν πρέπει να μπλέκονται στις συζητήσεις των αντρών. Εσύ θεία πρέπει να λες σωτηρία και παράδεισος και θα σωθείς).
Από τότε η Τασία άρχισε να επαναλαμβάνει τη φράση αυτή «Σωτηρία και Παράδεισος» σαν ευχή, σε σημείο που στέγνωνε το στόμα της. Ήταν και τα τελευταία λόγια της πριν εγκαταλείψει αυτήν την ζωή πλήρης ημερών.
Ο Θεός να αναπαύσει τις ψυχές των γιαγιάδων μας και να μας αξιώσει να τους μοιάσουμε στην ψυχική τους δύναμη και στην καλοκαρδία τους!
Αλεξία Ιωαννίδου