Μπορεί να φαίνεται μακάβριο, αλλά η σημερινή μέρα είναι η επίσημη του θανάτου του Μανώλη Ρασούλη. Και λέμε επίσημη γιατί σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής πέρασε καιρός μέχρι να βρεθεί νεκρός στο σπίτι του. Μάλιστα οι δημοσιογράφοι έκαναν και ένα… παζάρι για το πότε ακριβώς πέθανε.
Όπως και να ‘χει, ο Ρασούλης ακόμα και στην τελευταία πράξη της ζωής του έκανε ντόρο, χωρίς φυσικά να το επιδιώξει – όπως έκανε και στο βίο του. Αυτός κατέθετε το έργο του και μετά ο κόσμος ό,τι μπορούσε να δεχθεί το δεχόταν.
Ξεχωριστή περσόνα, πολύπλευρο ταλέντο που υπερνίκησε το χρόνο, έχει αφήσει μουσική και στιχουργική παρακαταθήκη. Και ήταν από τους ανθρώπους που αυτά που πρέσβευε αυτά ζούσε. Με το οποιοδήποτε κόστος.
Τον καιρό των αναζητήσεων
Γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 1945 στο Ηράκλειο της Κρήτης όπου και έζησε ως τα 18. Τα παιδικά του χρόνια ήταν όμορφα και γεμάτα εμπειρίες. Βοηθούσε τον πατέρα του που ήταν χρυσοχόος, έψελνε στον πολιούχο Άγιο Μηνά και διάβαζε Καζαντζάκη. Χόρευε, έπαιζε ποδόσφαιρο και στο σχολείο ήταν άριστος μαθητής και σημαιοφόρος.
Με πατέρα και θείο Αριστερούς, εντάχθηκε και ο ίδιος από νωρίς στη νεολαία της Αριστεράς. Και από μικρός έψαχνε τα πάντα, ακόμα και το όνομά του: «Εμμανουήλ στα χριστιανικά σημαίνει άνθρωπος του Θεού και Ρασούλης στα ισλαμικά σημαίνει πάλι άνθρωπος του Θεού», θα δήλωνε αργότερα σε συνέντευξή του.
Το 1965 ανέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει σκηνοθεσία – άλλη μια απόδειξη του πόσο ανοιχτόμυαλη οικογένεια είχε. Παράλληλα έγραφε ποιήματα και σενάρια και τραγουδούσε σε μπουάτ ερασιτεχνικά.
Το ίδιο διάστημα ξεκίνησε να εργάζεται στην εφημερίδα Δημοκρατική Αλλαγή. Συμμετείχε δε στους αγώνες του 1-1-4 και σε πορείες υπέρ της ειρήνης, ενώ ανέπτυσσε γνωριμίες με τους πρωτοπόρους του πνεύματος της εποχής και τις νέες ιδέες. Εκείνο το διάστημα συνάντησε τον Μάνο Λοΐζο, τον Διονύση Σαββόπουλο, τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο και άλλους.
Η δράση και οι συναναστροφές του ενόχλησαν το καθεστώς, και στις 21 Απριλίου του 1967 συνελήφθη στα γραφεία της εφημερίδας, ωστόσο σύντομα αφέθηκε ελεύθερος, καθώς δεν βρέθηκαν στοιχεία εναντίον του.
Και μπορεί να γλίτωσε το ξύλο στην Αθήνα του 1967, δεν συνέβη το ίδιο στο Παρίσι το 1968. Αφότου αφέθηκε ελεύθερος από τη χούντα έφυγε για το Λονδίνο, όπου μεταξύ άλλων δούλεψε σε φούρνο και σοκολατοποιία. Όταν έγινε ο Μάης του ’68 πήγε στη γαλλική πρωτεύουσα. Συμμετείχε ενεργά στις πορείες και κατά τη διάρκεια σφοδρότατων συγκρούσεων με την αστυνομία ξυλοκοπήθηκε άσχημα και κατέληξε στο νοσοκομείο.
Ιστορία οι παρέες
Στην Ελλάδα γύρισε με τη Μεταπολίτευση. Στο Λονδίνο είχε γίνει Τροτσκιστής και συνεκδότης της εφημερίδας Σοσιαλιστική Αλλαγή, την οποία μοίραζε ο ίδιος στους δρόμους. Εκείνη την εποχή έγραψε και τα πρώτα του βιβλία. Ταυτόχρονα, παρακολουθούσε μαθήματα φιλοσοφίας και πολιτικής οικονομίας και συμμετείχε στους αγώνες των εργατών.
Το 1973, έναν χρόνο προτού επιστρέψει, γεννήθηκε η κόρη του Ναταλία. Αρχικά έπιασε δουλειά στο Πέραμα, στα ναυπηγεία, όπου πρωτοστάτησε στους αγώνες των ναυτεργατών. Γι’ αυτό πολλές φορές κυνηγήθηκε και ξυλοκοπήθηκε από τους λιμενικούς.
Εκείνη την περίοδο ερμήνευσε το τραγούδι του Μάνου Λοΐζου «Ένα πουλί θαλασσινό» και λίγο αργότερα συναντήθηκε με τον Νίκο Ξυδάκη. Η σχέση που ανέπτυξε με τους δύο καλλιτέχνες τον οδήγησε σε έναν καινούργιο δρόμο, αυτόν της μουσικής.
Και από εκεί ξεκίνησαν όλα. Με σπουδαίους δίσκους, όπως τον Η εκδίκηση της γυφτιάς ή τον Να’ μαστε πάλι εδώ Ανδρέα, όπου Ανδρέας ο Ανδρέας Μικρούτσικος (προ τηλεόρασης, φυσικά). Αλλά έδωσε και τα σπουδαία άλμπουμ: Δήθεν, Εν μέσω νεφών, Νταλίκες.
Ίσως η σπουδαιότερη δεκαετία του να ήταν αυτή του 1980. Μόνο που όποιος κοιτούσε προσεκτικά θα έβλεπε ότι ο Ρασούλης ήταν πιο πέρα απ’ όλο αυτό. Ένα σπουδαίο τραγουδιστικό κίνημα που και αυτό είχε τους σταρ του, τα «εγώ» του, τις κόντρες του. Για ένα βαθιά φιλοσοφημένο άτομο σαν τον Ρασούλη υπήρξαν στιγμές που όλο αυτό τον έπνιγε.
Η ανθρώπινη φύση
Από την άλλη, αρκετοί από τους παλιούς συνεργάτες άρχιζαν να τον κοιτάζουν με μισό μάτι. Και ξεκίνησαν οι κόντρες που πολλές φορές έφταναν στα όρια της λάσπης – όπως όταν σχεδόν τον είχαν «φωτογραφίσει» ως μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης.
Ή η περιβόητη κόντρα του με τον Γιώργο Νταλάρα – γιατί τελικά παντού… κολλάει ένας Νταλάρας. Συγκεκριμένα ο Ρασούλης, σύμφωνα με την κατηγορία, σε συνέντευξη που είχε δώσει στην εφημερίδα Εξουσία στις 14 Απριλίου 1998 είχε καταφερθεί κατά του Νταλάρα χαρακτηρίζοντάς τον αριβίστα, είχε ισχυριστεί ότι είπε ψέματα όταν δήλωσε πως δεν πληρώθηκε για τη συναυλία που είχε δώσει στην Κύπρο, και είχε προχωρήσει στην καταγγελία ότι στο παρελθόν επιτέθηκε εναντίον του με σκοπό να τον στραγγαλίσει.
Ο τραγουδιστής αντέδρασε με μήνυση κατά του τραγουδοποιού, υποστηρίζοντας ότι είχε σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο Νταλάρας ισχυρίστηκε ότι αν του είχε ζητήσει δημοσίως συγγνώμη για τη συνέντευξή του εκείνη δεν θα ζητούσε την ποινική του δίωξη.
Το 2000 εγκατέλειψε ξανά τη χώρα. «Φεύγοντας στο εξωτερικό», είχε πει, «δεν θα σταματήσω να παρεμβαίνω στο νεοελληνικό κοινωνικό γίγνεσθαι. Τριάντα τρία χρόνια ακριβώς μετά τη χούντα, με μια βαλίτσα στο χέρι και 100.000 δραχμές στην τσέπη φεύγω όπως ακριβώς τότε, και αφήνω πίσω μου άκρως επικίνδυνα φαινόμενα».
Επέστρεψε όμως, και ήρθε αντιμέτωπος με ό,τι είχε φοβηθεί και προφητεύσει. Χαρακτηριστικό των συναισθημάτων του είναι η επιστολή που είχε στείλει στη δημοσιογράφο και φίλη του Ζωή Νιομανάκη τον Νοέμβριο του 2010. Έγραφε μεταξύ άλλων:
«Υπάρχει μια άλλη Ελλάδα μες στην Ελλάδα, εξόριστη και καταδικασμένη από τα ποικίλα golden boys και τους εγχώριους κερδοσκόπους που δεν αναγνωρίζουν πατρίδα ή πολιτισμό, αλλά ορκίζονται στη money-land. Ανίκανοι και άπληστοι. Ονειρευόμουνα να γίνει η Ελλάδα μια πολιτισμική Ελβετία και μητέρα που θα κυοφορήσει ένα όραμα για την παγκόσμια ειρήνη. Τώρα είμαστε στο στόχαστρο όλου του δυτικού κόσμου και παράδειγμα προς αποφυγή».
https://www.youtube.com/watch?v=BZ-6ZSvjI-0
Σπύρος Δευτεραίος