Η δραχμή συνόδευε τους Έλληνες από τα αρχαία χρόνια. Όπως και πολλά νομίσματα της αρχαιότητας, εκτός από νομισματική μονάδα, αρχικά αποτελούσε μονάδα μέτρησης βάρους, καθώς ένα αργυρό τετράδραχμο ήταν ένα νόμισμα αργυρό με βάρος τεσσάρων δραχμών.
Μάλιστα, μέχρι τα μέσα του 20ου αι., στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες χρησιμοποιήθηκε ως μονάδα μέτρησης του βάρους το δράμι, λέξη-αντιδάνειο από το αραβικό ντιράμ (ή ντιρχάμ), το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από τη αρχαία δραχμή.
Ετυμολογικά, η λέξη δραχμή προέρχεται από το ρήμα δράττω, που σημαίνει αρπάζω (δράττομαι = πιάνω σφικτά).
Στην αρχαιότητα, μία δραχμή ήταν ίση προς έξι οβολούς, νόμισμα το οποίο στην παλαιότερη μορφή του είχε σχήμα σιδερένιας ράβδου.
Το πάχος του ήταν τόσο, ώστε η χούφτα ενός ανδρικού χεριού να μπορεί να πιάσει έξι από αυτούς. Έτσι εκ του δράττω (όσους οβολούς μπορούσε να αδράξει η παλάμη) προκύπτει η λέξη δραχμή.
Για αιώνες η δραχμή ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στο νομισματικό σύστημα του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αφού αρκετές πόλεις-κράτη εξέδωσαν νομίσματα με το όνομα αυτό, με πιο γνωστά το αργυρό δίδραχμο του Φείδωνα, το τετράδραχμο και το τετράδραχμο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Παρόλο που δεν υπήρχε ενιαία τυποποίηση σε όλο τον ελληνικό κόσμο για το βάρος (δηλαδή μία αθηναϊκή δραχμή είχε διαφορετικό βάρος από τη δραχμή άλλων πόλεων), μία δραχμή είχε σταθερή σχέση με τα άλλα νομίσματα-βάρη της ίδιας πόλης κράτους.
Η επίδραση του Μεγάλου Αλεξάνδρου
Με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο όρος δραχμή διαδόθηκε και εκτός του ελληνικού κόσμου. Ο μύθος που δημιουργήθηκε γύρω από το όνομα του μεγάλου στρατηλάτη ήταν παράγοντας ο οποίος συντέλεσε ώστε να κοπούν δραχμές που να τον απεικονίζουν ακόμη και πολύ μετά τον θάνατο του σε σχέση με διαδόχους του και άλλους ηγεμόνες . Η δραχμή που για αιώνες επικράτησε να χρησιμοποιείται σε ένα τόσο μεγάλο μέρος του κόσμου, άρχισε να εκλείπει σταδιακά ως νόμισμα μετά τις ρωμαϊκές κατακτήσεις και την επικράτηση του δηναρίου ως νομισματικής μονάδας.
Παρά την κατάργησή της ως νομίσματος, η λέξη «δραχμή» συνέχισε να χρησιμοποιείται στον ελληνικό χώρο και άλλα μέρη της Ευρώπης από την πρώτη Βυζαντινή εποχή έως και σήμερα ως μονάδα βάρους, ενίοτε υποδιαιρούμενη σε «γράμματα».
Επιστροφή της δραχμής επί Όθωνα
Η πρώτη φορά που νόμισμα με την ονομασία «δραχμή» προτάθηκε για το νέο κράτος, ήταν στις 12 Ιουνίου 1822, από το Εκτελεστικόν Σώμα, το πρώτο κυβερνητικό όργανο που δημιουργήθηκε από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, προκειμένου να υπάρξει μια ενιαία ελληνική δημόσια διοίκηση στις πρόσφατα απελευθερωμένες περιοχές της χώρας.
Μεσολάβησε ο φοίνικας, το νόμισμα που επιχείρησε να καθιερώσει ο Ιωάννης Καποδίστριας το 1828 και τελικά, λίγο μετά την ανάρρηση του Όθωνα στον θρόνο ως βασιλιά της Ελλάδας το 1833, το σύγχρονο ελληνικό κράτος υιοθέτησε ξανά τη δραχμή, σε μια προσπάθεια να συνδεθεί με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Η πρώτη σύγχρονη δραχμή κόπηκε στο Μόναχο το 1833, αν και αναγράφεται ως έτος το 1832. Ήταν αργυρή και έφερε στη μία όψη τη μορφή του Όθωνα και από την άλλη τον βασιλικό θυρεό. Υποδιαιρέσεις της ήταν τα χάλκινα κέρματα των 1, 2, 5 και 10 λεπτών και πολλαπλάσιά της το αργυρό κέρμα των 5 δραχμών και τα χρυσά των 20 και 40 δραχμών. Όλες οι εκδόσεις της πρώτης δραχμής θεωρούνται σπάνιες και η σημερινή τους αξία υπερβαίνει τις 3.000 ευρώ.
Τα πρώτα χαρτονομίσματα κόπηκαν το 1841 από τη νεοσύστατη Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και ήταν αξίας 25, 50, 100 και 500 δραχμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ανέγραφαν στη μία όψη τους ότι «Η παραποίησις τιμωρείται με δεσμά δια βίου». Το πεντακοσάρικο που τότε διέθετε τεράστια αγοραστική δύναμη εκτυπώθηκε στο Παρίσι σε μόλις 600 τεμάχια κι από αυτά τέθηκαν σε κυκλοφορία μόλις τα 276. Η σημερινή συλλεκτική του αξία θεωρείται ανυπολόγιστη.
Από τότε και αδιάλειπτα μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2002, η δραχμή ήταν νομισματική μονάδα του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Καλώς ήλθε το ευρώ
Το ευρώ θεσπίστηκε με τις διατάξεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992. Για να συμμετάσχουν στο νόμισμα, τα κράτη μέλη έπρεπε να πληρούν ορισμένα αυστηρά κριτήρια, ενώ η ονομασία «ευρώ» υιοθετήθηκε επίσημα στη Μαδρίτη στις 16 Δεκεμβρίου 1995.
Αφού καθορίστηκαν οι μετατροπές μεταξύ των εθνικών νομισμάτων, το ενιαίο νόμισμα εισήχθη σε μη φυσική μορφή (ηλεκτρονικά εμβάσματα, ταξιδιωτικές επιταγές) τα μεσάνυχτα της 1ης Ιανουαρίου 1999, όταν τα εθνικά νομίσματα των συμμετεχουσών χωρών (η ευρωζώνη) έπαψαν να υπάρχουν ανεξάρτητα. Οι συναλλαγματικές τους ισοτιμίες ήταν κλειδωμένες με σταθερά επιτόκια μεταξύ τους. Έτσι, το ευρώ αποτέλεσε τον διάδοχο της Ευρωπαϊκής Λογιστικής Μονάδας (ECU).
Ωστόσο, τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα των παλαιών νομισμάτων της κάθε χώρας συνέχισαν να χρησιμοποιούνται ως νόμιμο χρήμα μέχρι να εισαχθούν στην κυκλοφορία τα νέα χαρτονομίσματα και κέρματα ευρώ την 1η Ιανουαρίου 2002.
Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη νομισματική μετάβαση που έγινε ποτέ παγκοσμίως, στην οποία συμμετείχαν ο τραπεζικός τομέας, οι εταιρείες χρηματαποστολών, οι εμπορικές επιχειρήσεις, ο κλάδος παραγωγής και εκμετάλλευσης μηχανημάτων που δέχονται μετρητά και, φυσικά, το ευρύ κοινό σε 12 χώρες, με συνολικό πληθυσμό 308 εκατομμυρίων ανθρώπων.
Οι προετοιμασίες ήταν εκτεταμένες. Τα τραπεζογραμμάτια και τα κέρματα ευρώ άρχισαν να διανέμονται στις τράπεζες και τις εμπορικές επιχειρήσεις από το Σεπτέμβριο του 2001, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος ανεπάρκειας μετρητών. Έτσι, ήδη από τις πρώτες ημέρες του 2002 είχαν διανεμηθεί ευρέως σε όλους τους τομείς. Μέχρι τις 3 Ιανουαρίου 2002, το 96% όλων των μηχανημάτων διάθεσης μετρητών στη ζώνη του ευρώ παρείχαν τα τραπεζογραμμάτια του ενιαίου νομίσματος.
Μία εβδομάδα μετά τη μετάβαση, πάνω από το μισό όλων των συναλλαγών σε μετρητά διενεργούνταν σε ευρώ.
Έπειτα από μια περίοδο παράλληλης κυκλοφορίας, έως και δύο μηνών σε ορισμένες χώρες, στη διάρκεια της οποίας ήταν δυνατή η διενέργεια πληρωμών είτε σε ευρώ είτε στο εθνικό νόμισμα, το ευρώ έγινε το μοναδικό νόμιμο νόμισμα σε κυκλοφορία στη ζώνη του ευρώ την 1η Μαρτίου 2002. Μέχρι εκείνη την ημέρα, είχαν αποσυρθεί από την κυκλοφορία περισσότερα από 6 δισεκατομμύρια εθνικά τραπεζογραμμάτια και σχεδόν 30 δισεκατομμύρια εθνικά κέρματα.
Μοναδικό νόμισμα σε 20 χώρες
Το ευρώ είναι σήμερα το μοναδικό νόμισμα 20 χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Αυστρία, Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Εσθονία, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Κροατία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Σλοβενία και Φινλανδία.
Οι χώρες αυτές αποτελούν την Ευρωζώνη, με συνολικό πληθυσμό περίπου 343 εκατομμύρια ανθρώπους.
Τα υπόλοιπα επτά μέλη της ΕΕ (εξαιρείται η Δανία), καθώς και τα μελλοντικά μέλη της ΕΕ, αναμένεται να ενταχθούν στην ευρωζώνη στο μέλλον. Εκτός ΕΕ, το ευρώ είναι το μοναδικό νόμισμα στο Μαυροβούνιο και στο Κόσοβο και σε τέσσερα Ευρωπαϊκά κρατίδια (Ανδόρα, Μονακό, Σαν Μαρίνο και Βατικανό) καθώς και σε πέντε ειδικά εδάφη των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δεν αποτελούν τα ίδια μέλη της ΕΕ.
Στην Ελλάδα
Στη χώρα μας, η αμετάκλητη ισοτιμία μετατροπής της δραχμής σε ευρώ ορίστηκε σε: 1 ευρώ = 340,750 δραχμές. Μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2002 είχαν αποσυρθεί περίπου 2,7 τρισεκατομμύρια δραχμές, ποσοστό που αντιστοιχούσε στο 90% των δραχμών που βρίσκονταν σε κυκλοφορία στο τέλος του 2001.
Τα καταστήματα ήταν υποχρεωμένα να αναγράφουν διπλές τιμές στα προϊόντα τους και οι περισσότεροι πολίτες είχαν προμηθευτεί ειδικά κομπιουτεράκια, τα οποία έκαναν αυτόματα τη μετατροπή, προς αποφυγή λαθών.
Οι καθυστερήσεις στα ρέστα έδιναν κι έπαιρναν, ωστόσο αυτό που εξόργισε πραγματικά τον κόσμο ήταν οι ανατιμήσεις σε διάφορα είδη προϊόντων που έγιναν κυριολεκτικά εν μία νυκτί.
Παρότι η 3η Μαρτίου 2002 ήταν η τελευταία ημέρα χρήσης της δραχμής στην Ελλάδα, οι πολίτες μπορούσαν μέχρι και το 2004 να καταθέσουν στις τράπεζες τις «ξεχασμένες» δραχμές τους και να λάβουν το αντίστοιχο ποσό σε ευρώ. Πλέον, οι δραχμές λογίζονται ως συλλεκτικό νόμισμα και μια μακρινή ανάμνηση για τους παλιότερους, ενώ για τους νεότερους αποτελούν μια γραφικότητα του παρελθόντος.
Πηγές: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, wikipedia.org