Κοντάκιο του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με ακροστιχίδα: «ΤΟΥ ΤΑΠΕΙΝΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ». Διαβάστε το Μέρος Α’ και το Μέρος Β’.
Ελεύθερη απόδοση στη σύγχρονη μορφή της γλώσσας μας από τον Θεόφιλο Πουταχίδη.
ιγ’. Ω, άγνοια που την είχε αυτός! Άκου τι πάει και λέει: «τα ήθελα και τα ’παθα:
»ο ίδιος μου Τον κάλεσα τον Ιησού στο σπίτι μου ‒ τον είχα για προφήτη.
»Μ’ Αυτός δεν αντιλήφθηκε ετούτη την γυναίκα, που όλοι μας την ξέραμε πολύ καλά τι είναι;
»Αυτός δεν το κατάλαβε; Xαμπάρι δεν την πήρε; Θα καταλάβαινε θαρρώ, προφήτης άμα ήταν».
Κι Αυτός που όλα τα βλέπει ‒κι αισθήματα και λογισμούς μες στην καρδιά και το μυαλό του καθενός ανθρώπου‒
του Φαρισαίου το λογισμό βλέποντας να σαλεύει,
αμέσως τον συνέτισε να ’ρθει στον ίσιο δρόμο.
«Ω, Σίμωνα», του λέει ευθύς, «άνοιξ’ τα μάτια σου καλά και δες πώς σας αγκάλιασα εγώ
»με καλοσύνη· εσένα, λέω, αλλά κι αυτήν, που βλέπεις τώρα να
»βοά, με κλάμα να μου λέει: “Δέσποτα βάλ’ το χέρι Σου και βγάλε με από μέσα, μες απ’ το
»”βούρκο, τη βρομιά των άσωτών μου έργων”.
ιδ’. »Αξιοκατάκριτο, λοιπόν, με βρήκε η αφεντιά σου, γιατί, λέει, δεν επέκρινα
»αυτήν που έσπευσε να ’ρθεί εδώ με τόσο ζήλο, για να ξεφύγει η άμοιρη από την αμαρτία.
»Σίμωνα δεν τα λες καλά· αυτό που με κατηγορείς, εύλογο δεν το βρίσκω.
»Άκου αυτό που θα σου πω και λάβε το υπόψιν, κι ύστερα εάν το βρεις σωστό, να με καταδικάσεις.
»Ήταν που λες δυο άνθρωποι που και οι δυο χρωστούσανε λεφτά στον δανειστή τους·
»ο ένας πενηντάρικο, ο άλλος πεντακοσάρι.
»Καθώς κανένας απ’ τους δυο δεν είχε να τα δώσει σ’ αυτόν που τους τα δάνεισε, για να τον ξεπληρώσει,
»είπε κι αυτός ο άνθρωπος ένα καλό να κάνει και έτσι αποφάσισε τα χρέη να χαρίσει.
»Για πες, λοιπόν, βρε Σίμωνα: από τους δυο που χρώσταγαν ποιος θ’ αγαπήσει πιο πολύ αυτόν τον ευεργέτη;
»Ποιος απ’ τους δυο θα έπρεπε να του βροντοφωνάζει: “Ευχαριστώ που μ’ έσωσες μες απ’ το
»”βούρκο, τη βρομιά των άσωτών μου έργων”;»
ιε’. Και μόλις τ’ άκουσε αυτά, το έπιασε το νόημα ο έξυπνος Φαρισαίος και έτσι ανταπάντησε:
«Δάσκαλε είναι φανερό, στ’ αλήθεια είναι σε όλους,
»ότι από τους δυο που χρώσταγαν, τον ευεργέτη πιο πολύ θα πρέπει ν’ αγαπήσει
»αυτός που του χαρίστηκε το πιο μεγάλο χρέος».
Πιάστηκε απ’ αυτό ο Κύριος κι αυτά είναι που του είπε:
«Σίμωνα απάντησες σωστά ‒ όπως τα λες, έτσι είναι.
»Όμως, αυτόν που εσύ δεν έχρισες ούτε μ’ απλό λαδάκι, αυτή το μύρο ξόδεψε, τον άλειψε με δαύτο.
»Γι’ αυτόν, που εσύ δεν ένιψες ούτε μ’ απλό νεράκι, αυτή έχυσε δάκρυα και με αυτά τον νίβει.
»Αυτόν που ούτε φίλησες, καθώς τον υποδέχτηκες κι ήρθε στο σπιτικό σου, αυτή είν’ που με καταφιλεί και έτσι μου φωνάζει:
»“Αγκάλιασα τα πόδια Σου και απ’ αυτά κρατιέμαι, για να μην πέσω και χαθώ μέσα στο
»βούρκο, τη βρομιά των άσωτών μου έργων”.
ιϛ’. »Και τώρα που σου έδειξα τι είναι στα αλήθεια, αυτή που τόσο μ’ αγαπά,
»ώρα είναι φίλε μου καλέ κι αυτό να σε διδάξω: ποιος άραγε είναι ο δανειστής;
»Ποιοι είν’ αυτοί που του χρωστούν; Κι αυτούς θα σου τους δείξω.
»Κι εσύ είσαι ένας απ’ αυτούς κι αυτή εδώ το ίδιο ‒ αυτή που βλέπεις τώρα εδώ να ρίχνει τόσο κλάμα.
»Ο δανειστής σας και των δυο, εγώ είμαι αν θες να ξέρεις.
»Κι όχι μονάχα για εσάς· για όλους τους ανθρώπους.
»Οι πάντες σας ότι έχετε, είν’ δανεικό από μένα:
»ψυχή, πνοή κι αντίληψη-αίσθηση των πραγμάτων, το σώμα σας κι η κίνηση, όλα από μένα είναι.
»Γι’ αυτό σου λέω Σίμωνα, όσο κοντά σου έχεις αυτόν που είναι δανειστής ολάκερου του κόσμου,
»ικέτευέ τον, φώναζε τώρα που ’ν’ ευκαιρία: “Κι εμένα Κύριε λύτρωσε, κι εμένα Κύριε σώσε από το
»”βούρκο, τη βρομιά των άσωτών μου έργων”.
ιζ’. »Αυτά, λοιπόν, που μου χρωστάς ‒βάλ’ και τα πανωτόκια‒ δεν το μπορείς, δεν δύνασαι να μου τα επιστρέψεις.
»Γι’ αυτό, μη λες πολλά-πολλά, καλά είναι να σωπάσεις, μήπως κι αυτή η οφειλή σού χαριστεί στο τέλος.
»Την που έχει καταδικαστεί μην την καταδικάζεις
»κι αυτήν που έχει ντροπιαστεί μην την ντροπιάζεις κι άλλο· ησύχασε καλύτερα και μη μιλάς καθόλου.
»Δεν θα ζητήσω τίποτα απ’ αυτά που μου χρωστάτε, ούτε από σένα τα ζητώ ούτε και απ’ εκείνη.
»Γιατί εγώ ήρθα εδώ τα χρέη σας να σβήσω· όχι μονάχα εσάς των δυο μα ολάκερου του κόσμου.
»Κι αν στη ζωή σου Σίμωνα τον τήρησες το Νόμο, τα χρέη δεν τα γλίτωσες·
»γι’ αυτό σου λέω, το λοιπόν, στη Χάρη μου έλα τώρα, ώστε αυτά που μου χρωστάς, έτσι να ξεχρεώσεις.
»Πες πως η πόρνη που θωρείς είναι η Εκκλησία
»που ολημερίς κι ολονυχτίς φωνάζει και μου λέει: “Ολότελα απαρνιέμαι πια και αποδοκιμάζω τώρα το
»”βούρκο, τη βρομιά των άσωτών μου έργων”.
ιη’. »Εμπρός, λοιπόν, πηγαίνετε· ελεύθεροι από χρέη είστε από τούτη τη στιγμή.
»Πάρτε το δρόμο σας, λοιπόν, μ’ ανάλαφρο βηματισμό· κρίματα πια δεν έχετε άλλο να σας βαραίνουν.
»Τώρα ελευθερωθήκατε· γι’ αυτό καλά προσέξτε, μην τύχει ξαναπέσετε και δουλωθείτε πάλι.
»Το χρεόγραφό σας σκίστηκε· μην υπογράψετε άλλο!».
Ας γίνονταν να το ’λεγες Ιησού μου το ίδιο πράγμα, το ίδιο πράγμα και σ’ εμέ…
Αφού κι ο ίδιος δεν μπορώ όσα ο καημένος Σου χρωστώ, να Σου τα επιστρέψω.
Και το κεφάλαιο ξόδεψα, έφαγα και τους τόκους.
Γι’ αυτό, μην απαιτήσεις Κύριε πίσω να Σου γυρίσω, όσα Εσύ μου έδωσες.
Μη μου ζητήσεις τ’ αρχικό κεφάλαιο της ψυχής μου, μήτε της άθλιας σάρκας μου τα τόσα πανωτόκια…
Ως Εύσπλαχνος που είσαι, αλάφρωσέ με Κύριε απ’ του χρέους μου το βάρος· Θεέ μου χάρισέ μου την, μη με καταδικάσεις και δώσε μου συγχώρεση, σχώρα με Θε μου για όλα, για όλον το βούρκο, τη βρομιά των άσωτών μου έργων.