Μάιος του 1924. Αφήνοντας πίσω τα Λοιμοκαθαρτήρια της Καλαμαριάς 70 οικογένειες από την ευρύτερη περιοχή της Κωνσταντινούπολης (τον Άγιο Στέφανο, το Φανάρι, τις Νύμφες, το Αβάσσο, το Τσιφούτ Μπουζάς, κ.ά.), και 36 οικογένειες από τη Μικρά Ασία (το Ικόνιο, το Πέρραν, το Προκόπι, τη Μάκρη κ.ά.) καλούνται να βρουν τον νέο τόπο που θα αποκαλέσουν «σπίτι».
Οι ανταλλάξιμοι –όπως αποκαλούνται όσοι κλήθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, κατ’ εφαρμογή της ελληνοτουρκικής Σύμβασης της Λοζάνης–, είχαν να επιλέξουν ανάμεσα στα Κάτω Πατήσια (τη γνωστή γειτονιά της Αθήνας) και το Οίον το Δεκελεικόν κατά τον Όμηρο – σημαίνει δασώδης περιοχή. Τότε βέβαια, 100 χρόνια πριν, ήταν το Μπογιάτι – σήμερα είναι ο Άγιος Στέφανος, η κωμόπολη των περίπου 10.000 κατοίκων που τείνει να γίνει προάστιο της Αθήνας και είναι γνωστή ως κόμβος λόγω του σιδηροδρομικού σταθμού.
Από τη μετονομασία –που παραπέμπει στον Άγιο Στέφανο Κωνσταντινούπολης– γίνεται σαφές ότι η επιτροπή των προσφύγων επέλεξε το δάσος, από την εξοχική περιοχή της Αθήνας. Το μόνο που υπήρχε εκεί ήταν ο σιδηροδρομικός σταθμός «Οίον» που είχε κατασκευαστεί το 1904. Στα 2 χιλιόμετρα ήταν ο οικισμός του (Παλιού) Μπογιατίου, της σημερινής δηλαδή Άνοιξης.
Οι γηγενείς δεν είδαν με καλό μάτι την άφιξη των προσφύγων, τους οποίους φέρονται να αποκαλούσαν Πρό(ς)-Σφιγγες. Ανατολικά των γραμμών του τρένου εγκαταστάθηκαν οι Κωνσταντινουπολίτες και δυτικά οι Μικρασιάτες. Στην πλειοψηφία τους μορφωμένοι, ξεκίνησαν από το μηδέν λαμβάνοντας κτηματικό κλήρο έναντι 45.000 δραχμών.
Τα πρώτα δίχωρα σπίτια χτίστηκαν το 1926 – όλο αυτό το διάστημα η διαμονή ήταν σε αντίσκηνα. Στην πρώτη απογραφή που έγινε το 1928 στην περιοχή υπήρχαν 800 οικογένειες – είχαν προστεθεί και πρόσφυγες από τον Πόντο και την Καππαδοκία.
Σε αντίσκηνο γίνονταν και τα μυστήρια, μέχρι να ξεκινήσει η ανέγερση του ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου, λίγο πριν από την Κατοχή. Το ημιτελές κτίσμα έγινε από τους Γερμανούς αποθήκη για ζωοτροφές.
Η κολυμπήθρα και το λιβανιστήρι (δωρεά του Λάζαρου Νικολαΐδη) χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα, ενώ η εικόνα της Παναγίας της Αβασσιώτισας με αναπαράσταση της Κοίμησης της Θεοτόκου θεωρείται θαυματουργή και έργο του Ευαγγελιστή Λουκά. Την έφερε στην Ελλάδα με κίνδυνο της ζωής του ο Λάζαρος Χαβιαρόπουλος, Κωνσταντινουπολίτης από το Άβασσο.
Ένα ακόμα έργο που άφησαν οι πρόσφυγες είναι η λεωφόρος Μαραθώνος, με κατεύθυνση προς το φράγμα της Λίμνης του Μαραθώνα. Άνδρες και γυναίκες δούλεψαν από νύχτα σε νύχτα, μέσα στο κρύο και τη λάσπη, για να στρωθεί ο δρόμος με χαλίκια – 10 δραχμές μεροκάματο έπαιρναν οι μεν, 6 οι δε.
Αυτή την άφιξη στο τότε Μπογιάτι, με αποσκευές τις μνήμες και με νωπό το τραύμα της προσφυγιάς, έκαναν αναπαράσταση στην περασμένη Κυριακή μαθητές και μαθήτριες του 2ου Δημοτικού Σχολείου.
Ήταν η πρώτη από τη σειρά επετειακών εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια από την ίδρυση της πόλης – την ιδέα της εκπαιδευτικού Αρετής Σουλτάτου, στήριξαν η διευθύντρια Κατερίνα Μπρις, αλλά και ο Δήμος Διονύσου και η ενορία Αγίου Στεφάνου.
Συμμετείχαν ακόμα το Χορεύρεσις – Κέντρο Πολιτισμού, το Κέντρο Παραδοσιακού Χορού «Εμμέλεια», το Χορευτικό Τμήμα Δήμου Διονύσου και κατηχητικά σχολεία της ενορίας.
Όπως ήταν και ο τίτλος του δρώμενου, οι συμμετέχοντες «Περπατώντας στα βήματα των προγόνων» έφτασαν από τον σιδηροδρομικό σταθμό στην Πλατεία Μ. Αντύπα, εκεί όπου έγινε αναπαράσταση της ζωής στις σκηνές. Καλλιέργεια της γης, μαγείρεμα, καθημερινότητα… Οι κινήσεις των παιδιών μπλέκονταν με τις αφηγήσεις-μαρτυρίες που ακούγονταν από τα ηχεία.
Η συνέχεια ήταν στο ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, εκεί όπου παιδιά του 1ου Δημοτικού μετέφεραν μέσα σε κωδωνοκρουσίες αντίγραφο της εικόνας της Παναγίας της Αβασσιώτισσας, ενώ διαβάστηκαν και ληξιαρχικά έγγραφα που πιστοποιούν την καταγωγή των οικιστών του Αγίου Στεφάνου και ακούστηκαν τραγούδια.
Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με παραδοσιακούς χορούς· νωρίτερα, η δήμαρχος Διονύσου Κατερίνα Μαϊχόσογλου (προσφυγικής καταγωγής και η ίδια) είχε αναφερθεί με συγκινησιακή φόρτιση στα ιστορικά γεγονότα, ενώ ο μητροπολίτης Κηφισίας, Αμαρουσίου, Ωρωπού και Μαραθώνος Κύριλλος είχε τονίσει την αξία της ιστορικής μνήμης αλλά και της αυθεντικής έννοιας του πατριωτισμού.