Μια από τις πλέον σημαντικές υποχρεώσεις των γονέων στις παραδοσιακές ποντιακές οικογένειες ήταν αναμφισβήτητα η επιλογή της νύφης ή του γαμπρού. Και μπορεί σήμερα να φαντάζει αρκετά παρωχημένο, ωστόσο το «τελετουργικό» περιλάμβανε πάντα το αράεμαν, το ψαλάφεμαν και το λογόπαρμαν – οι πιο ευκατάστατες οικογένειες έκαναν και σουμάδεμαν, δηλαδή αρραβώνα με συγκεκριμένο τυπικό.
Η πρώτη κίνηση ήταν η αναζήτηση της νύφης, κατά κανόνα με τη βοήθεια προξενήτρας. Ακολουθούσε η επίσκεψη στο πατρικό της, ώστε να την ζητήσουν σε γάμο.
Η Σοφία Σαββαΐδου στην πτυχιακή της εργασία που περιλαμβάνει και μαρτυρίες Ποντίων από το 2009 περιγράφει το λογόπαρμαν ως ένα «τελετουργικό» που γινόταν τέσσερις ημέρες πριν από το γάμο. Οι γονείς και ο κουμπάρος πήγαιναν στο πατρικό της κοπέλας μαζί με έναν ιερέα και στενούς συγγενείς, «για να την παραλάβουν». Αφού έδιναν στους γονείς της ένα συμβολικό ποσό (συνήθως 50 γρόσια) ως «δικαίωμα του γάλακτος», κατόπιν έκαναν πρόποση υπέρ των μελλόνυμφων και έφευγαν.
Την Παρασκευή (δύο μέρες πριν από το γάμο) οι γονείς της νύφης ανέθεταν στη λαλήτρα να καλέσει τους συγγενείς και τους φίλους. Η Σοφία Σαββαΐδου σχολιάζει ότι πρόκειται για απόδειξη «της προϊστορικής φάσης της μητριαρχίας (γυναικοκρατίας) στην περιοχή του Πόντου». Εξηγεί ακόμα ότι στην περιοχή της Κερασούντας, για παράδειγμα, στην πομπή της νύφης προς την εκκλησία προπορεύεται μια ηλικιωμένη κρατώντας λαμπάδα, την οποία την αποκαλούσαν παραμάνα ή παρανύφισσα. «Πρόκειται για τη σύγχρονη μορφή πανάρχαιου τελετουργικού, όπου η γραία παριστάνει την εκπρόσωπο του μητρικού γένους», αναφέρει. Προσθέτει δε ότι στην Αμισό ο γαμπρός πήγαινε έφιππος στο σπίτι της νύφης συνοδευόμενος από έφιππες γυναίκες και παρθένες πεπλοφορούσες, τις παρανυφσάδες.
Πίσω όμως στο τελετουργικό, προτού το ζευγάρι φτάσει στην εκκλησία, έχουν ενδιαφέρον οι μαρτυρίες για το λογόπαρμαν, δηλαδή την υπόσχεση ανάμεσα στις δύο οικογένειες. Χαρακτηριστικό σημείο που ανέφεραν τρεις πληροφορητές (από το χωριό Σακίρε του νομού Ντμανίσι στη Γεωργία, το χωρίο Καράκιλσε του Καρς και από τη Ματσούκα του νομού Τραπεζούντας) ήταν ο «υποκριτικός» διάλογος προτού γίνει η πρόταση του αρραβώνα.
Ανέφερε ο Γιώργος Ιωσηφίδης για τα έθιμα στο Σακίρε:
Το λογόπαρμαν ολοκληρωνόταν με τρεις τουλάχιστον επισκέψεις από το μέρος του γαμπρού. Στην πρώτη γινόταν συνήθως ο εξής διάλογος:
— Πώς έρτον απ’δά;
— Έρτομ’, εσείς έχετε πράμα για πούλημα, εμές έμαστε αγοραστές, έρθαμ’ ν’ αγοράσουμε.
Τότε φώναζαν το κορίτσι και την ρωτούσαν εάν θέλει για γαμπρό το αγόρι που της προξένευαν. Εάν δεχόταν, τότε πήγαιναν για δεύτερη και τρίτη φορά – αυτό λέγεται ότι γινόταν για την τιμή της κοπέλας. Την τρίτη φορά συνήθως πήγαιναν με τα δώρα που συνήθιζαν να προσφέρουν στη νύφη (δαχτυλίδι, μαντίλια, κτλ.). Όταν η κοπέλα έπαιρνε τα δώρα, τότε ολοκληρωνόταν το λογόπαρμαν· το γιόρταζαν με ένα ποτήρι ούζο και ευχές.
Ανέφερε η Χρυσούλα Ακριτίδου για τα έθιμα στο Καράκιλσε:
Αφού διάλεγαν από το σόι του γαμπρού την κοπέλα που επιθυμούσαν να ζητήσουν, έστελναν μήνυμα στους γονείς της ότι θα πάνε επίσκεψη. Στην πόρτα ο διάλογος ήταν συγκεκριμένος:
— Τι γυρεύετε απά δα;
— Έρθαμ’ κι αραεύουμεν ένα περιστέρ’, εχάθεν το περιστερ’ κι αραεύουμεν.
— Κι απού έν’ το περιστέρ’;
— Κι ‘μεις είδαμ’ απ’ αδακές εχάθεν το περιστέρ’.
Στη συνέχεια έβγαζαν από το μέρος του γαμπρού ένα ούζο και ένα δαχτυλίδι. Συζητούσαν πρώτα με τον πατέρα της νύφης, και αφού συμφωνούσαν ρωτούσαν την κοπέλα με τον εξής τρόπο: Έβαζε ο πατέρας του γαμπρού το δαχτυλίδι μέσα στο ούζο και της το έστελναν – όλο το διάστημα εκείνη βρισκόταν σε άλλο δωμάτιο. Εάν η κοπέλα έπαιρνε το δαχτυλίδι και έπινε το ούζο, τότε σήμαινε ότι δεχόταν το γάμο, και πήγαινε να καλωσορίσει την οικογένεια του γαμπρού και να τους κεράσει.
Έγραψε ο Π.Δ. Μεντεσίδης για τα έθιμα στη Ματσούκα:
Μετά τα κατασέμια, δηλαδή τις πληροφορίες που μάθαιναν οι συγγενείς για την υποψήφια νύφη, μια μέρα (συνήθως Σάββατο) οι γονείς και ο θείος του νεαρού πήγαιναν να την ζητήσουν. Η συγκατάθεση δεν δινόταν αμέσως, μερικές φορές πήγαιναν και δεύτερη και τρίτη φορά. Η κοπέλα είτε έλειπε, είτε δεν εμφανιζόταν αμέσως.
Ο διάλογος που ακολουθούσε ήταν ο εξής:
— Ε, καλωσορίσετεν, πώς το πάθατε, ποίον αέραν έγκε σας;
— Εμείς πα γειτονάδες, εθελέσαμεν να ‘φτάμεν έναν συγγένειαν. Έρθαμεν να ψαλαφούμε το κορτσόπον εσούν ‘ς σο γιον εμούν, άμα ‘κί ξέρουμε ντο θα λέτεν.
Αν συμφωνούσαν και οι δύο οικογένειες, έδιναν το λόγο τους. Οι γονείς της κοπέλας πρόσφεραν τσίπουρο· τσίπουρο λάμβαναν όμως και οι ίδιοι από τους γονείς του γαμπρού. Στη συνέχεια καθόριζαν το πότε θα γίνει ο αρραβώνας, και μια μέρα πριν πήγαιναν στο πατρικό της κοπέλας. Τα δαχτυλίδια τα άλλαζε η μητέρα του γαμπρού, η οποία έδινε στη μέλλουσα νύφη της ως δώρο ένα μαντίλι για το κεφάλι και χρωματιστές κάλτσες.