Καλοκαίρι 1944. Ο Γεώργιος Μ. Μυλωνογιάννης δημοσιεύει άρθρο του στο μηνιαίο λαογραφικό περιοδικό Χρονικά του Πόντου που εκδίδεται από το Σύλλογο Ποντίων «Αργοναύται-Κομνηνοί» για να επικοινωνήσει στο τότε σύγχρονο ποντιακό κοινό την ποντιακή παραλλαγή ενός γνωστού δημοτικού τραγουδιού που ανάλογα τον τόπο αλλάζει στίχους.
Την παραλλαγή είχε καταγράψει ο Π.Δ. Μητρόπουλος ακούγοντας μια γιαγιά από τη Σινώπη, ηλικίας 80 ετών.
Δυστυχώς, όπως είχε επισημάνει τότε, από την ποντιακή παραλλαγή του τραγουδιού «Τα εκατόλογα της αγάπης» λείπουν κάποιες στροφές που ωστόσο δεν δημιουργούν χάσμα σοβαρό στο σύνολο. Η αγάπη είναι πάντου…
≈
Ένα ωραίο δημοτικό τραγούδι, γνωστό με διάφορες παραλλαγές, σ’ όλους τους φίλους της ποιήσεως. Σχεδόν κάθε τόπος της χώρας μας έχει και την παραλλαγή του. Αναφέρω ιδιαίτερα δύο από τις πιο γνωστές αυτές παραλλαγές, ωραιότατες και οι δυο, τη ροδιακή, δημοσιευμένη απο τον Παύλο Γνευτό στη σχετική ροδιακή συλλογή του και την άλλη, που αντέγραψε ο κ. Ν. Βέης από χειρόγραφο κώδικα των Μετεώρων, δημοσιευμένες πριν από πολλά χρόνια.
Η παρακάτω ποντιακή του παραλλαγή, γνωστή σαν παραλλαγή της Σινώπης, ανακοινώθηκεν αμέσως μετά τις δύο αυτές δημοσιεύσεις, από τον Π.Δ. Μητρόπουλον Σιναπλήν το ίδιον, που από έρωτα στις Μούσες, συνέλλεγεν ερασιτεχνικά διάφορα «τραγώδια» της πατρίδας του.
Δυστυχώς, από το ωραιότατο αυτό τραγούδι λείπουν μερικές στροφές και ειδικά μετά τα «Σεράντα…» πριν από την τελευταία που αν και δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως δημιουργούν χάσμα σοβαρό για το σύνολο, ωστόσο δεν είναι δυνατό να μη λυπηθεί για την απουσία τους. Δεν κατώρθωσα να εξακριβώσω αν σε νεώτερην ανακοίνωσή του –αν έγινε τέτια– συμπληρώθηκεν η παράλειψη αυτή.
Στη σημερινή ξαναδημοσίευσή του, για το σύγχρονο ποντιακό κοινό, που είναι να πιθανό να το αγνοεί, συμβουλεύομαι την πρώτην ανακοίνωσή του από τον Π.Δ. Μητρόπουλον, ακολουθώντας πιστά το κείμενό του, όπως το σημείωσε ακούοντάς το από μια γριά ογδόντα χρόνων.* Η ομορφιά του τραγουδιού αυτού είναι τόσον έκδηλη ώστε θεωρώ περιττό να υπογραμμίσω τα χαρίσματά του ένα προς ένα. Το δημοσιεύω ασχολίαστο, για να το χαρεί μόνος του ο κάθε αισθαντικός αναγνώστης.
Γ.Μ. Μυλωνογιάννης
Τα εκατόλογα της αγάπης
— Όντας εχτίστεν κιβωτός και θεμελιώθεν κάστρος1
και μαρμαρώθεν θάλασσα τρουγιούρου με τον άμμο,
τότες εζεύγεν και φιλί εζεύγεν και αγάπη,
τότε και γιος αγάπησε μια κόρ’ απ’ το παλάτι,
και ξόδευσε στην πόρτα της εννιά πύργων λογάρι,2
και δεκαπέντε μάλαγμα και δυό μαργαριτάρι,
και λόγ’ από το στόμα της δεν μπόρεσε να πάρει.
Μια Κυργιεκή και μια Λαμπρή και μιαν αγιάν ημέρα,
ξεβγήκεν κόρ’ αφ’ το λουτρό και γιος αφ’ τον περπέρη,
και δύο συνευρέθανε στο σταυροδρόμ’ απάνω.
Τότες ξεντράπεν κ’ είπεν την — Κόρη μ’ γω αγαπώ σε.
— Αν αγαπάς αγάπα με, μα γι’ άντρα δεν σε κάνω,
γιατ’ είσ’ μικρός κι’ ανήλιακος, καινούργιος στην αγάπη.
— Φόρει τα χρυσοπάμπουλα3 κ’ έμβα σε περιβόλι,
και δες και τις μικρές μηλιές και δες και τις μεγάλες·
μικρές μηλιές ‘ναι κ’ έφτασαν όσα με τις μεγάλες.
— Γίνεσαι πέτρα μ’ πελεκάς και φύλλο που κλαδεύεις,
γίνεσαι και τ’ αμπέλι μου ανάμεσα πελάου,
ούτε χορτάρι να βρεθεί ούτ’ άχυρο να πέσει;
— Γίνομαι πέτρα σ’ πελεκώ και φύλλο που κλαδεύω,
γίνομαι και τ’ αμπέλι σου ανάμεσα πελάου,
ούτε χορτάρι να βρεθεί ούτ’ άχυρο να πέσει.
Έναν τον λέει λιερή και γιος απολογάται.
— Μια σ’ είδα, μια σ’ αγάπησα και μια τον νουν μου πήρες,
κλωνάρ’ αφ’ την καρδούλα μου ξεχώρισες και πήρες.
Δύο τον λέει λιερή και γιος απολογάται.
— Δυο μάτια έχεις, λιγερή, και δυο ματιές μαραίνεις,
και μένα που με τυραννείς τίποτε δεν κερδαίνεις.
Τρία τον λέει…
— Τραντάφυλλον εφύτευσα, κερά μου στην καρδιά σου,
γλυκό νερό το πότισα μέσα στα σωτικά σου.
Τέσσερα λέει…
— Τεσσερακάνδηλος σταυρός κρέμεται στο λαιμό σου,
όλοι φιλούνε το σταυρό και γω το μάγουλό σου.
Πέντε τον λέει…
— Πεντάχριαστο4 είναι πουλί το τρέχ’ απάνω κάτω,
τα χείλη του στάζουν κρασί τα μάτια του φαρμάκι,
και ‘γω διψώ και πίνω το για τη δική σ’ αγάπη.
Έξη τον λέει…
— Ξερδέχτηκα στα κάλλη σου και στην περπατησιά σου,
και στο λιανό σου το κορμί, στην ωραιότητά σου.
Εφτά κι’ οχτώ λέγ’ λιερή και γιος απολογάται.
— Εφτά κάτια5 ‘ναι ουρανός κι’ οχτώ ‘ναι το ξαστέρι,
οχτώ χρόνια περπάτησα για να σε κάμω ταίρι.
Εννέα λέει…
— Εννιά βολές με έβαλε μάνα μου στο κονδύλι,
κ’ εγώ για την αγάπη σου να περπατώ τεπτίλι.6
Δέκα τον λέει…
— Δέκ’ άρχισε τα λόγια του και πέσ’ τα δέκα δέκα,
κι’ από τα δέκα στα ‘κατόν θενά λιγοθυμήσω.
Είκοσι λέει…
— Είκοσι μήλα σ’ έστειλα, κερά μου στο μαντήλι,
διαλέχτηκα, μελέχτηκα τα κόκκινά σου χείλη.
Τριάντα…
— Τριάντα ‘ργιές την έσκαψα την γη την στεργιωμένη,
και κρύβω την αγάπη σου την μαργαριταρένη.
Σαράντα…
— Σαράντα βρύσες με νερό κ’ εφτά βουνά με χιόνι,
μέσ’ στην καριά μου βάλε τα και πάλε δεν παγώνει.
[. . . . . . . . . . . . . . . .]
‘Κατόν τον λέει…
— Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού το μνήμα,
αγιάζονται, ξαγιάζονται και λεν και δεν εσούνται,
κι’ όταν με δώσεις το φιλί εκείνοι όλοι σούνται.
Και πίσω στην τριανταφυλλιά πήρεν την παρθενιά της.